Να σεβαστούν τα κοινωνικά κεκτημένα μιας ευρωπαϊκής χώρας συστήνει στους τεχνοκράτες του ΔΝΤ ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Τα Νέα» τονίζοντας ότι στο Eurogroup της 22ας Απριλίου πρέπει να συζητηθεί το συνολικό πακέτο: αξιολόγηση και χρέος.
Άλλωστε, την ενημέρωση αυτήν, ότι δηλαδή θα συζητηθεί τον Απρίλη το χρέος, σημειώνει ο υπουργός, έκανε προς τους υπουργούς Οικονομικών ο ίδιος ο Γερούν Ντάισελμπλουμ. Εκτιμά ότι η πρώτη αξιολόγηση θα κλείσει σύντομα διότι έχει αλλάξει το κλίμα «σε σχέση με το καλοκαίρι και πιο πολλοί παίκτες ψάχνουν να βρεθούν λύσεις παρά να βάλουν εμπόδια».
Ωστόσο αντικρούει την άποψη ότι κορυφαία προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι το αίσιο τέλος της αξιολόγησης, «όταν την ίδια στιγμή εξελίσσονται συγκρούσεις που αφορούν την μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων». Αποδέχεται ως μέρος του προβλήματος τη μάχη ενάντια στη λιτότητα και τις ανισότητες προσθέτοντας ότι «η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ειρήνη, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη».
Ο κ. Τσακαλώτος, καταλογίζει σε ορισμένα μέλη του ΔΝΤ απουσία «μέριμνας για κοινωνική δικαιοσύνη και κατανόησης για τη διπλή κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα όταν ζητούν μεγάλο μέρος της αναπροσαρμογής του φόρου εισοδήματος να έρθει μέσα από τη μείωση του αφορολόγητου». Αναγνωρίζει την έλλειψη ταυτόσημης άποψης στο ΔΝΤ «όπως και σε άλλους θεσμούς», όπως σημειώνει και απορρίπτει την πιθανότητα ρήξης με το ΔΝΤ. Αναφορικά με την ανατροπή των κεκτημένων που επιχειρείται, ο υπουργός συνιστά στο ΔΝΤ να «βάλει νερό στο κρασί του», επισημαίνοντας ότι «οι εργασιακές σχέσεις είναι μια από αυτές τις κατακτήσεις και δεν είναι δυνατόν μια ευρωπαϊκή χώρα να στοχεύει στο χειρότερο καθεστώς συλλογικών διαπραγματεύσεων».
Αναφέρεται στη σθεναρή στάση της κυβέρνησης να μην περικοπούν οι κύριες συντάξεις και στην αναγκαιότητα επίσπευσης του κλεισίματος της αξιολόγησης και δηλώνει: «Η πρόταση μας που φαίνεται να κερδίζει έδαφος είναι άκρως προοδευτική. Δεν επιβαρύνει καθόλου τους φτωχούς και τα μεσαία στρώματα θα έχουν ελαφρύνσεις» (πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ).
Μήνυμα και μέσω της Εφημερίδας των Συντακτών:
Με αποκλειστική δήλωσή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο υπουργός Οικονομικών στέλνει μήνυμα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αλλά και σε μέλη του Εurogroup (βλέπε Βερολίνο) ότι οι θυσίες της Αθήνας έχουν όρια και κόκκινες γραμμές.
«Το ΔΝΤ πρέπει να καταλάβει ότι, εκτός από την ελάφρυνση του χρέους, πρέπει να υπάρχει μια κοινωνία όρθια για να απολαμβάνει το όφελος από τη μείωση του χρέους. Και κάποια μέλη του Eurogroup πρέπει να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να έχουν και λύση και το ΔΝΤ μέσα, χωρίς να δίνουν όμως κάτι για το χρέος. Οπως έλεγαν οι αρχαίοι, η αυτογνωσία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη λύση των προβλημάτων», λέει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Στα «μαχαίρια»
Η συμπεριφορά του ΔΝΤ είναι τέτοια που δεν έχει μπερδέψει μόνο την Αθήνα αλλά και τις Βρυξέλλες αφού έχει φτάσει σε ένα σημείο που ούτε το ίδιο «γνωρίζει τι ακριβώς θέλει να κάνει»: να φύγει ή να μείνει;
Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του γενικού γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, Φραγκίσκου Κουτεντάκη, που παραλλήλισε το ΔΝΤ με τον σεξπιρικό χαρακτήρα του τοκογλύφου Σάιλοκ στον «Εμπορο της Βενετίας» (στο έργο, ο όρος που είχε βάλει ο Σάιλοκ για να δώσει το δάνειο, ήταν μια λίβρα σάρκας από οποιοδήποτε μέρος του σώματος).
«Αυτή τη συμπεριφορά ακολουθεί σήμερα το ΔΝΤ με τις δόσεις, τις οποίες εκταμιεύει με το σταγονόμετρο» είπε ο κ. Κουτεντάκης, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα καυστικός για τις συνεχείς ενστάσεις που προβάλλει η ομάδα τεχνοκρατών του Ταμείου σε στοιχεία που αφορούν τη δημοσιονομική πορεία του προϋπολογισμού.
«Αμφισβητούν συνεχώς τα στοιχεία μας χωρίς να μας εξηγούν πώς υπολογίζουν τα δικά τους» είπε ο κ. Κουτεντάκης, δίνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που συνέβη με τον προϋπολογισμό του 2015.
Ενώ η ελληνική πλευρά παρέθεσε στοιχεία που οδηγούν τον περσινό προϋπολογισμό σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,2% του ΑΕΠ, ενδεχομένως και μεγαλύτερο (οι οριστικές ανακοινώσεις αναμένονται στις 21 Απριλίου από τη Eurostat), το ΔΝΤ επιμένει ότι ο προϋπολογισμός του 2015 έκλεισε με πρωτογενές έλλειμμα 0,6% του ΑΕΠ, χωρίς να τεκμηριώνει αυτές τις εκτιμήσεις.