Η αποκαρδιωτική εικόνα των ηγετών της Αυταρχικής Διεθνούς στην Τεχεράνη, χαμογελαστών πριν τις κρίσιμες συνομιλίες για το μέλλον της Συρίας και όχι μόνον, έσβησε πολλά χαμόγελα στη Δύση και έθεσε υπό σοβαρή αμφισβήτηση δύο εξαιρετικά βολικούς μύθους της δυτικής διπλωματίας.
Μύθος πρώτος: Η Τουρκία είναι στρατηγικός σύμμαχος της Δύσης
Είναι τόση η αμηχανία γύρω από το γκρέμισμα αυτής της βολικής αφήγησης, που η ναυαρχίδα της Βρετανικής συντηρητικής διανόησης, οι Times, προέβαλαν ξεχωριστά τις συναντήσεις του προέδρου του Ιράν με Πούτιν και Ερντογάν, αλλά καταχώνιασαν εντέχνως, τόσο τη συνάντηση Πούτιν – Ερντογάν, όσο και την, βαρύνουσας σημασίας, τριμερή. Με την εμφάνισή του εκεί, παρέα με τους σατανάδες, ο Σουλτάνος γκρέμισε κάθε αμφιβολία γύρω από τις πραγματικές του προθέσεις. Έτσι, μετά το φιάσκο της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, κατέδειξε στην παγκόσμια κοινή γνώμη, ότι ναι, ένα μέλος του ΝΑΤΟ συνομιλεί απευθείας με τη Ρωσία και το Ιράν και ναι, κλείνει επωφελείς συμφωνίες ενάντια στα συμφέροντα των οργανισμών και των συμμαχιών που συμμετέχει.
Μύθος δεύτερος: Η Ρωσία είναι διεθνώς απομονωμένη
Σοβαροί, κατά τα άλλα, δυτικοί αναλυτές, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα, ακόμα αναφέρονται σε κάποια υποτιθέμενη »διεθνή απομόνωση της Ρωσίας», για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η Ρωσία ουσιαστικά έχασε τον πόλεμο στο ξεκίνημά του και ότι η συνεχιζόμενη αποστολή όπλων στο καθεστώς Ζελένσκι, θα επικυρώσει (κάποτε) και τη νίκη της Δύσης στο πεδίο. Όμως η τριμερής με τη συμμετοχή μάλιστα ενός από τα σημαντικότερα και ισχυρότερα μέλη του ΝΑΤΟ, έδειξε ότι η Ρωσία κάθε άλλο παρά απομονωμένη διεθνώς είναι και ότι η δραστήρια ρωσική διπλωματία έχει τη δυνατότητα εν μέσω πολέμου να παράγει εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ουσιαστικά η Ρωσία έχει πράγματι απομονωθεί, όχι όμως διεθνώς, αλλά μόνο από κάθε επαφή με τους πρώην εταίρους της στη Δύση, πράγμα λογικό καθώς συγκρούονται σχεδόν ανοιχτά στο πεδίο, αλλά και αυτό μένει να δούμε πόσο θα διαρκέσει, ιδιαίτερα όταν οι ηγέτες της Δύσης εξαϋλώνονται πολιτικά ο ένας μετά τον άλλον. Και όταν μια σιωπηρή πλειοψηφία κανονικών ανθρώπων επιθυμεί αέριο αντί για αίμα. Άλλωστε η επαναφορά λειτουργίας του κεντρικού αγωγού υποκρύπτει την ύπαρξη κάποιας μυστικής διπλωματίας που προηγήθηκε, τα ανταλλάγματα της οποίας από την πλευρά της Δύσης, μένει να τα δούμε επίσης.
Το γεγονός από μόνο του και μόνο ότι το μέλλον της Συρίας γίνεται αντικείμενο συζήτησης των δύο μεγαλύτερων εχθρών των ΗΠΑ και του ισχυρότερου συμμάχου τους στην ευρύτερη περιοχή, δείχνει (μεγαλοφώνως) δύο πράγματα. Είτε λοιπόν οι ΗΠΑ διαπραγματεύονται ανοιχτά χρησιμοποιώντας την Τουρκία, είτε ο γενικότερος αμερικανικός στρατηγικός σχεδιασμός έχει αποτύχει παταγωδώς, πράγμα που πρόκειται να το πληρώσουν οι στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή, δηλαδή οι Κούρδοι και εμείς. Και επειδή υποψιαζόμαστε ότι δε συμβαίνει το πρώτο, μάλλον συμβαίνει το δεύτερο.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία επιθυμεί την de facto προσάρτηση μιας ζώνης ασφαλείας εντός του Συριακού Κουρδιστάν, με την οποία ευελπιστεί ότι θα περιορίσει τις στρατιωτικές δυνατότητες του πολύπαθου γηγενούς λαού και ότι με τον τρόπο αυτό θα ελέγξει προς το παρόν τις διαλυτικές τάσεις εντός του τουρκικού κράτους, ενός κράτους που λογικά θα έπρεπε να είναι ομοσπονδία, αλλά από κάποιο καπρίτσιο της ιστορίας δημιουργήθηκε ως έχει. Από τη στιγμή λοιπόν που η Δύση αρνείται (σωστά) στην Τουρκία την εξέλιξη αυτή και από τη στιγμή που η Τουρκία παραμένει αποκλεισμένη από τα τεχνολογικά ανώτερα δυτικά όπλα, ο μόνος δρόμος που της έχει απομείνει για να κλείσει ένα ζήτημα που θεωρεί υπαρξιακό, είναι η »εγκάρδια συνεννόηση» με το αντίπαλο δέος που αναδύεται ανατολικά.
Παράλληλα, οι φιλοδοξίες της Τουρκίας επεκτείνονται και στην περιοχή του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου (γαλάζια πατρίδα), όπου μετά τη διαφαινόμενη κατάρρευση του μορατόριουμ που επεβλήθη στη σύνοδο της Μαδρίτης, δηλαδή της πρόσκρουσης στον τοίχο της πραγματικότητας του ελεεινού μνημονίου που υπεγράφη για να προσποιηθεί η Τουρκία ότι άρει το βέτο, θα ξεκινήσουν οι έμπρακτες αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με βραχίονα τα γεωτρύπανα και τον τουρκικό στόλο, μια εξέλιξη που θα οδηγήσει τη Δύση σε παράκρουση, καθώς εν μέσω συντριπτικής ήττας στην Ουκρανία θα κληθεί (επώδυνα) να διαλέξει πλευρά στο Αιγαίο.
Κανένας δε γνωρίζει τι ακριβώς συζητήθηκε πίσω από τις κλειστές πόρτες στην Τεχεράνη και τα πραγματικά αποτελέσματα θα κληθούμε να τα αντιμετωπίσουμε εν καιρώ. Όμως είναι σαφές ότι πριν βρεθούν μαζί εκεί οι ηγέτες, οι κρατικές αντιπροσωπείες είχαν ήδη καταλήξει σε ακριβή χρονοδιαγράμματα που απλώς επικυρώθηκαν, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις αυτές. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, καθώς μια ενδεχόμενη, έστω ανοχή, του Ιράν προς την Τουρκία και αντίστροφα με »Νονό» τη Ρωσία, θα μπορούσε να ανατρέψει γεωπολιτικά δεδομένα δεκαετιών και να δημιουργήσει δυναμικές που ούτε φανταζόμαστε, ούτε θέλουμε να φανταστούμε.
Πώς είναι η Δύση σε θέση να απαντήσει σε όλα αυτά, παραμένει άγνωστο. Τουλάχιστον όσο οι ηγεσίες και οι παρασιτιζόμενες ελίτ παραμένουν εγκλωβισμένες σε χιμαιρικά δόγματα ενός παρελθόντος που έσβησε στις 24/2. Για αρχή, καλό θα ήταν να κατανοήσουμε τις πραγματικές γεωπολιτικές επιδιώξεις του Ερντογάν και να ετοιμάσουμε τα plan b που μπορούμε, συνολικά ως Δύση. Εκτός αν περιμένουμε να δούμε τη φωτογραφία του με τον Κιμ κατά την υπογραφή μιας πυρηνικής συμφωνίας ή τη χειραψία του με τον Άσαντ όταν θα κλειδώσει μια τελική συμφωνία για τη Συρία. ‘Η όταν θα επισκέπτεται με στολή παραλλαγής κάποιο »απελευθερωμένο» νησί του Αιγαίου.