Εδγιού, βρε διμόνι, θα κατσου
πα στα μπλόκια μι τ’ ασκέρ.
Σα δε ξικουπστείτι π’ εδγιού
θα μας εβρ του καλουτσαίρ.
Οι δυο κόσμοι
(του Ηλία Παρασκευαΐδη)
(από το: Μυτιλήνη: Χριστούγεννα 1944)
Μέσα στον αγώνα αυτό ξεκαθάρισαν οι δυο κόσμοι, που παλεύουν για την επικράτηση.
Ο παλιός· αντιδραστικός, συντηρητικός αγωνίζεται να κρατηθεί με τις μορφές του και τις αξίες του· φάνηκε σ’ όλα τα στάδια της αντίδρασης· αντιμέτωπος στις επιδιώξεις του λαού.
………………….
Οι συντηρητικοί με τη δισταχτικότητά τους και οι ουδέτεροι, ανεξάρτητοι και αδιάφοροι, που αποφεύγουν τάχα να πάρουν φανερά θέση. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν και νιώθουν τα συμφέροντα τους δεμένα με την κατάσταση που φαγωθήκανε πια τα θεμέλια της και γυρεύει να κρατηθεί ακόμα και με ξένη υλική δύναμη μια και δεν έχει δική της.
………………….
Μιλάνε για Δημοκρατία βέβαια και για λαϊκές ελευθερίες και τις καταλαβαίνουν με τον τρόπο τους. Θέλουν να τις ρυθμίζουν αυτοί, όπως νομίζουν. Και αυτές τις κρίσιμες ώρες στέκουν αντίθετα στο λαό, δείχνοντας την πραγματική τους θέση μέσα στον αγώνα. Και οι λαϊκές ελευθερίες μένουν Μεταφυσική, μονάχα λόγια.
Και κοντά σ’ αυτούς και γύρω σ’ αυτούς ένα σωρό σκουλήκια. Όσοι δε νιώθουν μέσα τους καμιά δύναμη, καμιά ζωντάνια. Ζουν τη βασανισμένη τους ζωή και κάνουν θεωρίες για να της δώσουν αίγλη μια και δεν έχει μόνη της καμιά, χωρίς να σκεφτούν ν’ αποφασίσουν να ζητήσουν καλυτέρεψη.
Κι απ’ την άλλη ο καινούργιος κόσμος· δυνατός, επαναστατικός, γεμάτος ζωή· ανεβαίνει και γυρεύει να μπολιάσει με καινούργια ζωή τον Πολιτισμό.
Είναι ο λαός με τις απέραντες του δυνάμεις, που ακόμα δε βρήκαν την ευκαιρία να μπουν σε δράση· δεν του δόθηκε ακόμα η δυνατότητα να δημιουργήσει με πρωτοβουλία δική του. …..Έβλεπε πως θα του καταπατούσαν τα δικαιώματα που του δίνει η δύναμη του.
………………….
Ο αγώνας ανάμεσα στους δυο κόσμους δε σταμάτησε· έχει συνέχεια· μα τη μάχη την κέρδισε πια ο καινούργιος.
Εδγιού θα κάτσου!
(του Στρατή Αναστασέλη)
Γοι καμπάνις του βουγίξαν
τσι του πήραν τα χουνιά.
Τσνήσαμι παραμουνιάτκου (1)
μαζουμένι μες στου χιουνιά.
Ούλα τα χουριά χαμλώναν,
σαν πουτάμια στου γιαλό.
Ούλι μας είχαμ’ ένα στόμα,
μνιαν καρδιά τσ’ ένα μιαλό.
Ήρταν μπουγιατζμένις μούρις
να μας πησιν κατουχή.
Τσι θαρούσαν π’ς θα φουβθούμι
του κρυγιόμα τσι τ’ βρουχή.
Ρουμανιάσαν (2) τα σουκάτσα
τς Μυτιλήνις για μια βραδιά,
απί τσκούρια, τσιφτιδέλια,
γιαταγάνια τσι ραβδιά.
Τι μ’ ήρτις μ’ ιφτά παμπόρια,
ε Τουρμπούλ, ταχτέρ ταχτέρ! (3)
Κατά λάθους ήρτις εδγιού
ε σι σκώνι καθόλ τ’ αγέρ.
“Φσς του ξνόγαλου, (4) βρε Σύμαχι
που καγεί στη μαγειριά”.
Γιαφτού πήραμι του δρόμου
τσι γινήκαμι θηριά.
Νύπνους ε μας κόλα τ’ νύχτα
γιατί κάναν δουκιμές
νάβγιν. Φύλαγα στα μπλόκια,
στεκουμ σα μπιτόν αρμές.
Εδγιού, βρε διμόνι, θα κατσου
πα στα μπλόκια μι τ’ ασκέρ.
Σα δε ξικουπστείτι π’ εδγιού
θα μας εβρ του καλουτσαίρ.
Μο ντ’ Ζουρμπάδινα που θώργιουμ
ουγδουντάρα στου πλιβρόμ,
έπιφτα σ’ φουτγιά να σωσου
του νησί μας απί τσ βρώμ.
Κβάρα φιλινάδιν πήκα,
Κατρινές τς απ’ τα χουριά
γιατί φάγαμι αντάμα
του φαρμάτς τσι του βουριά.