ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Πολιτική

Διαπραγμάτευση με τους θεσμούς: Στόχος να έχουν ολοκληρωθεί όλα την προσεχή Κυριακή

«Έχουμε λύσει τα ανοιχτά 7-8 μεγάλα ζητήματα και έχουν μείνει διάσπαρτα θέματα», δήλωσε κυβερνητικός παράγοντας μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης των υπουργών με τους επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ΔΝΤ εμμένει σε πολλά θέματα που δεν είναι αρεστά στην κυβέρνηση, αλλά δεν έχει την εντύπωση ότι το Ταμείο έχει προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με σκοπό να κωλυσιεργήσει και δεν νομίζει πως αυτά τα θέματα μπορεί να μην κλείσουν τη συμφωνία.

Κατά τη σημερινή, διάρκειας 1,5 ώρας, συνάντηση, συζητήθηκαν θέματα που αφορούν στις αποκρατικοποιήσεις, στα χρηματοοικονομικά και στα εργασιακά. Σύμφωνα με τον κυβερνητικό αξιωματούχο, αύριο το μεσημέρι αναμένεται να υπάρξουν συζητήσεις επί των τεσσάρων κειμένων εργασίας (το MOU με το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών και το MEFP με το ΔΝΤ, καθώς και τα δύο αντίστοιχα τεχνικά κείμενα). Πρόσθεσε δε, πως τόσο η ελληνική πλευρά όσο και εκείνη των θεσμών έχουν δώσει οδηγίες να «καθαρίζονται» τα κείμενα από τα τεχνικά κλιμάκια, για να μένουν μόνο τα βασικά ζητήματα για τους επικεφαλής, προκειμένου να υπάρξουν θεματικές συζητήσεις στα τέσσερα κείμενα. Στόχος είναι να έχουν ολοκληρωθεί όλα την προσεχή Κυριακή.

Στη σημερινή συνάντηση μετείχαν από ελληνικής πλευράς οι υπουργοί Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.

Στη συνέχεια ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος , ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου ενημέρωσαν τον πρωθυπουργό για τις σημερινές επαφές με τους εκπροσώπους των θεσμών και για τις παρατηρήσεις της ελληνικής πλευράς στα ανοιχτά ζητήματα.

Δ. Τζανακόπουλος στην ΕΡΤ: Είναι η πρώτη φορά που κλείνει η αξιολόγηση χωρίς επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση (βίντεο)

Βασικά σημεία από τη συνέντευξη του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στην εκπομπή της ΕΡΤ1 «Αίθουσα Σύνταξης» και τη δημοσιογράφο Κατερίνα Ακριβοπούλου.

Αναφορικά με τις δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, όπως του Ζ. Κ. Γιούνκερ, του Πιερ Μοσκοβισί και του Γερούν Ντάισελμπλουμ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως:

«Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να κλείσουμε την αξιολόγηση χωρίς περαιτέρω επιβαρύνσεις και να οδηγήσουμε την ελληνική οικονομία σε μια πορεία ανάκαμψης. Και νομίζω ότι μέχρι στιγμής το σχέδιο της κυβέρνησης υλοποιείται κανονικά. Και είναι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο που, εδώ και καιρό, τουλάχιστον οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων τοποθετούνται υπέρ της ελληνικής πλευράς. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με δημόσια δήλωση του ίδιου του εκπροσώπου της, του κυρίου Σχοινά, είχε πει ότι για τις καθυστερήσεις στην αξιολόγηση δεν ευθύνεται φυσικά η ελληνική κυβέρνηση, αλλά οι παράλογες απαιτήσεις που βρίσκονται στο τραπέζι από τη μεριά του ΔΝΤ. Επομένως, δεν έρχεται σαν μία έκπληξη το γεγονός ότι το σύνολο των ευρωπαίων αξιωματούχων θεωρούν ότι η αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί εντός των επόμενων εβδομάδων και μάλιστα πριν από το τέλος της 22ας Μαΐου. Δεν νομίζω ότι πρόκειται για αγάπη, αλλά για μια αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

«Είπαμε πως θα εφαρμόσουμε τη συμφωνία, θα προσπαθήσουμε να διαπραγματευτούμε, έτσι ώστε η συμφωνία να εφαρμοστεί με τον καλύτερο και τον κοινωνικά πλέον βιώσιμο τρόπο και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Και έχουμε αποδείξει και στους ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι όταν χρειάζεται να συγκρουστούμε για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας, αυτό θα το κάνουμε και αυτό το κάνουμε. Αλλά, από εκεί και πέρα, δεν νομίζω ότι έχει κανένα νόημα να διατηρούμε μια πολεμική κατάσταση, εφόσον τα πράγματα πλέον φαίνεται ότι μπαίνουν σε μία σειρά και η χώρα μπορεί να οδεύσει με ασφάλεια στην έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία».

Αναφορικά με τις αμοιβαίες υποχωρήσεις που οδηγούν στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε:

«Από τη στιγμή που υπάρχει ένας πολιτικός συμβιβασμός, αυτός συντελείται στο κοινό έδαφος μεταξύ των δύο. Και εμείς κάναμε υποχωρήσεις και οι Ευρωπαίοι έκαναν υποχωρήσεις και το ΔΝΤ έκανε υποχωρήσεις. Θυμάστε ότι πριν από λίγο καιρό το ΔΝΤ ζητούσε 4,5 δις επιπλέον μέτρα και αυτό στο οποίο καταλήγουμε είναι μια συμφωνία, η οποία βεβαίως έχει αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος, βεβαίως έχει υποχώρηση από την ελληνική πλευρά, αλλά την ίδια στιγμή έχει και υποχώρηση από το ΔΝΤ. Δηλαδή, την αποδοχή του γεγονότος ότι μαζί με τα αρνητικά μέτρα θα υπάρξουν και θετικά μέτρα. Επομένως, σε μία διαπραγμάτευση ξέρετε ότι πάντοτε η λύση βρίσκεται στο μέσο μεταξύ της απόστασης που χωρίζει τις εμπλεκόμενες πλευρές. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει. Ούτε η σημερινή κυβέρνηση έχει αποδεχτεί το δόγμα της λιτότητας, το οποίο προωθείται, εν πάση περιπτώσει, από τις συντηρητικές δυνάμεις στην Ευρώπη ούτε οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης έχουν αποδεχτεί τη δική μας πολιτική ατζέντα ή το δικό μας πολιτικό σχέδιο. Αυτό το οποίο προσπαθούμε να κάνουμε, είναι να βρίσκουμε κάθε φορά μία χρυσή τομή, να βρίσκουμε ένα κοινό έδαφος και μέσα από συμβιβασμούς να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε στον τελικό μας στόχο. Ποιος είναι αυτός ο στόχος; Να μπορέσουμε να οδηγήσουμε τη χώρα έξω από την επιτροπεία και να μπορέσουμε να ανακτήσουμε την οικονομική μας κυριαρχία. Από εκεί και πέρα, η πολιτική σύγκρουση, η πολιτική αντιπαράθεση θα επανέλθει σε μία κανονικότητα και θα φανεί ποια είναι τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Αν και θεωρώ ότι ακόμη και σήμερα αυτό μπορεί να γίνει σαφές, διότι δεν είναι ίδιο το μίγμα της πολιτικής το οποίο ασκείται από τη σημερινή κυβέρνηση με την πολιτική που ασκούσε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, για παράδειγμα».

«Μετά την 7η Απρίλη όπου, εν πάση περιπτώσει, υπήρξε μία πολιτική συμφωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, της ελληνικής κυβέρνησης και του ΔΝΤ, στην οποία λύθηκαν τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα, αυτά τα οποία απομένουν να γίνουν, είναι να βρεθεί κοινός τόπος σε μια σειρά από τεχνικές λεπτομέρειες. Νομίζω ότι μέχρι την Κυριακή θα έχουμε καταφέρει να βρούμε αυτές τις λύσεις στα επιμέρους τεχνικά προβλήματα, έτσι ώστε να προχωρήσουμε στο χρονοδιάγραμμα, το οποίο έχουμε πάρα πολλές φορές ποιο είναι. Δηλαδή, συγκεκριμένα, να ολοκληρωθεί το νομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, να ψηφιστεί εντός των 15 πρώτων ημερών του Μαΐου και στη συνέχεια οι θεσμοί να γράψουν το compliance report και να πάμε στο Eurogroup, έτσι ώστε να μπει και η σφραγίδα για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.

Αναφορικά με το θέμα της νομοθέτησης μέτρων τώρα για το 2019 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως:

«Αυτό το οποίο λέγαμε και εξακολουθούμε να λέμε, είναι ότι είναι αντισυνταγματική η νομοθέτηση υπό αίρεση. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο δεν αποδεχτήκαμε να νομοθετήσουμε φορολογικά μέτρα επιβάρυνσης υπό αίρεση, κατά τη διαδικασία της πρώτης αξιολόγησης. Από εκεί και πέρα, το να νομοθετεί μία κυβέρνηση και ένα κοινοβούλιο με ημερομηνία έναρξης του νόμου που ψηφίζει, η οποία είναι μεταγενέστερη, είναι πάγια κοινοβουλευτική πρακτική. Δεν υπάρχει θέμα συνταγματικότητας ως προς αυτό. Από εκεί και πέρα, το ότι πολιτικά θα μπορούσε να δημιουργήσει, εν πάση περιπτώσει, προβληματισμούς, αυτό είναι κατανοητό. Ωστόσο, το είπαμε ήδη από τις 20 Φλεβάρη, ότι υπήρξε το πλαίσιο της συμφωνίας που έχουμε σήμερα μπροστά μας. Και τι είχαμε πει τότε; Ότι εμείς αναγκαζόμαστε να κάνουμε μία υποχώρηση από την αρχική μας θέση, το ΔΝΤ επίσης κάνει μία υποχώρηση από τη δική του θέση, δεχόμενο τη νομοθέτηση μέτρων μηδενικού δημοσιονομικού αντίκτυπου. Και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο μπορέσαμε να βρούμε και μία λύση στο θέμα της δεύτερης αξιολόγησης και να οδεύουμε σήμερα προς την ολοκλήρωσή της.

Ερωτηθείς για το κατά πόσο θα περάσουν τα μέτρα από την κυβερνητική πλειοψηφία όταν έρθουν στη Βουλή, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως:

«Αυτό το οποίο προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν το καλύτερο δυνατό, δεδομένων των πολιτικών συσχετισμών στην Ευρώπη και δεδομένης της εσωτερικής κατάστασης. Εκτιμώ ότι δεν θα υπάρξει κανένα απολύτως πρόβλημα και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί είναι η πρώτη φορά που κλείνει η αξιολόγηση μέσα στα επτά χρόνια της κρίσης που δεν υπάρχει επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση».

«Θυμάστε πάντοτε στις αξιολογήσεις να μιλούν για δημοσιονομικό κενό. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει πια δημοσιονομικό κενό, μιλάμε για αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος με μηδενική επιπλέον επιβάρυνση».

Σε ερώτηση για τα μέτρα για το χρέος και το σενάριο σπασίματος της συνολικής συμφωνίας ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε:

«Νομίζω ότι χρειάζεται κάποια διασαφήνιση ως προς το τι συζητείται αυτή τη στιγμή για το χρέος. Το ΔΝΤ έχει πει το εξής, ότι δεν θα συμμετέχει στο πρόγραμμα αν δεν υπάρξει ένας προσδιορισμός του σχεδίου για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, μέτρα δηλαδή που θα εφαρμοστούν μετά το 2018. Δηλαδή, τι ζητά το ΔΝΤ τώρα; Ζητά να προσδιοριστούν τα μέτρα, τα οποία θα αξιολογηθούν μετά το τέλος του προγράμματος και στη συνέχεια θα εφαρμοστούν, εφόσον τότε εγκριθεί ότι υπάρχει ανάγκη. Ακριβώς αυτό είναι και το κλειδί για να μπορέσει η χώρα να μπει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, που είναι το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη στήριξη των ελληνικών ομολόγων και θα βάλει τη σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά το αξιόχρεο της χώρας…»

«Αν, λοιπόν, υπάρξει αυτός ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων, τότε θα έχουμε επιτύχει το σκοπό της συνολικής συμφωνίας και όλοι αυτή τη στιγμή δηλώνουν και ο Πρόεδρος Γιούνκερ στη χθεσινή του συνέντευξη και ο κ. Ντάισελμπλουμ σήμερα και ο κ. Μοσκοβισί και ο κ. Ντομπρόφσκις, αλλά και οι Γερμανοί, αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει συμφωνία ως προς αυτή τη βασική απαίτηση του ΔΝΤ. Ούτως ή άλλως, αν δεν υπάρξει συμφωνία ως προς αυτή ακριβώς την απαίτηση, η οποία –αν θέλετε τη γνώμη μου- είναι και λογική απαίτηση, τότε το ΔΝΤ δεν θα συμμετέχει στο πρόγραμμα, πράγμα το οποίο, ξέρετε, δεν δημιουργεί πρόβλημα στην Ελλάδα, δημιουργεί πρόβλημα στη Γερμανία. Επομένως, εφόσον ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία, θα ανοίξει και ο δρόμος για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Έχω την πεποίθηση ότι μέχρι το τέλος του Μάη θα έχουμε καταφέρει να καταλήξουμε σε μια συμφωνία που θα ανοίξει το δρόμο για την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό είναι το διακύβευμα αυτή τη στιγμή.

«Θα είναι μια απόφαση του Eurogroup, τουλάχιστον αυτό ζητά το ΔΝΤ, στην οποία θα προσδιορίζονται τα μέτρα τα οποία θα παρθούν μετά τη λήξη του προγράμματος…»

«Η γενικότητα της περιγραφής είναι ακόμα θέμα πολιτικής διαπραγμάτευσης, στην οποία πολιτική διαπραγμάτευση εμπλέκονται ο ESM, η ΕΚΤ, η ελληνική πλευρά, το ΔΝΤ αλλά και όλες οι χώρες της ευρωζώνης. Από εκεί και πέρα όμως θέλω να σας πω και κάτι άλλο. Ο πρωθυπουργός, αλλά και ο υπουργός Οικονομικών, πάρα πολλές φορές έχουν δηλώσει, ότι τα μέτρα τα οποία θα παρθούν, επειδή ακριβώς τα ζητάει το ΔΝΤ και επειδή ακριβώς η Γερμανία έδωσε ένα δικαίωμα βέτο στο ΔΝΤ κατά την διάρκεια της διαπραγμάτευσης για την δεύτερη αξιολόγηση, θα ψηφιστούν μεν, αλλά επειδή έχουν χρόνο έναρξης εφαρμογής την 1/1/2019, δεν πρόκειται να εφαρμοστούν εφόσον δεν ενεργοποιηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. ’Η εφόσον δεν προσδιοριστούν καταρχήν μέχρι το τέλος του Μάη τα μεσοπρόθεσμα και εφόσον δεν εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος. Διότι ξέρετε μεσολαβεί ενάμισης χρόνος μεταξύ της ψήφισης των μέτρων και της έναρξης της εφαρμογής τους.

Ερωτηθείς τι θα πράξει η κυβέρνηση εάν δεν υλοποιηθούν τα μέτρα για το χρέος στο τέλος του προγράμματος, ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε πως:

«Αν το ΔΝΤ δεν πάρει αυτό που θέλει και δεν συμμετέχει στο πρόγραμμα δεν έχει κανένα νόημα να εφαρμόσουμε τα μέτρα, τα οποία ζητούσε το ΔΝΤ για να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Διότι ξέρετε κανένας άλλος από την Ευρώπη δεν ζητάει αυτά τα μέτρα…

«Αυτό που μπορώ να σας πω εγώ, όμως, είναι ότι δεν είναι πυροτέχνημα, γιατί προσπαθούμε όλοι -και νομίζω ότι το επιτυγχάνουμε- να επιχειρηματολογήσουμε πάνω σε αυτή τη δήλωση του Πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών. Δηλαδή, ότι εφόσον αυτός που ζητά τα μέτρα είναι το ΔΝΤ και όχι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή ο ESM, εφόσον το ΔΝΤ δεν θελήσει να συμμετέχει, τότε δεν υπάρχει και κανένα απολύτως πολιτικό ή οικονομικό νόημα να εφαρμοστούν τα μέτρα. Επομένως, δεν είναι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, το οποίο πετάγεται άνευ επιχειρηματολογίας, υπάρχει ένα επιχείρημα πίσω από αυτό που σας λέω. Το πρώτο είναι αυτό. Επίσης, όμως, θα μου επιτρέψετε να σχολιάσω ότι, βεβαίως, καταλαβαίνω ότι και οι συντάξεις και το αφορολόγητο, η μείωση δηλαδή κατά 1% των δαπανών του κράτους για το συνταξιοδοτικό και η αύξηση των εσόδων του κράτους δια της μείωσης του αφορολογήτου, δημιουργούν πράγματι μεγάλα προβλήματα. Ωστόσο, αυτό το οποίο έχουμε προσπαθήσει και νομίζω ότι σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό το έχουμε καταφέρει, είναι να δημιουργήσουμε ένα πακέτο μέτρων ελάφρυνσης, τα οποία προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο προς τις κοινωνικές εκείνες ομάδες, οι οποίες θα πληγούν από τα μέτρα αυτά. Δηλαδή, μέτρα που έχουν να κάνουν με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, έχουν να κάνουν με τη μείωση του χαμηλού φορολογικού συντελεστή, έχουν να κάνουν με την αύξηση κοινωνικών δαπανών σε μια σειρά από υπηρεσίες, οι οποίες κατά κύριο λόγο ξέρετε ότι χρησιμοποιούνται από ανθρώπους κοινωνικών στρωμάτων που δεν έχουν τη δυνατότητα να καταφύγουν στην ιδιωτική οικονομία. Και είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που σας λέω ότι γίνεται μια πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια εξισορρόπησης των περικοπών ή των μειώσεων αυτών.

«Νομίζω ότι θα υπάρξει μια τελική ισορροπία, η οποία θα είναι αφενός κοινωνικά βιώσιμη και αφετέρου θα πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας ότι η Ελλάδα δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε καθεστώς οικονομικής ανεξαρτησίας. Δηλαδή, όλα αυτά γίνονται υπό το βάρος της επιτροπείας, υπό το βάρος ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής για το οποίο υπάρχουν ευθύνες για ποιο λόγο έχουμε φτάσει μέχρι εδώ. Υπάρχει μια τεσσαρακονταετία κατά την οποία γινόταν όργιο κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος, γινόταν όργιο φοροδιαφυγής από τις ισχυρές κοινωνικές ομάδες και άλλα πολλά, τα οποία έχουμε συζητήσει στο παρελθόν και τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε και στο μέλλον.

Αναφερόμενος στο φορολογικό καθεστώς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ο κ. Τζανακόπουλος τόνισε πως:

«Κανένας δεν αρνείται ότι η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί πολλά. Έχει υποστεί ένα βαρύτατο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο –να σας θυμίσω- μεταξύ του 2010 και του 2015 είχε συνολικά μέτρα ύψους 65 δις ευρώ. Είχε μείωση του ΑΕΠ για περίπου 25%, είχε εκτίναξη της ανεργίας από το 7% στο 27%. Αυτή την κατάσταση παρέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή την κατάσταση παρέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και προσπαθούμε, μέρα με τη μέρα, βήμα το βήμα, να την αλλάξουμε».

«Το σύνολο της φορολογικής πολιτικής έχει καθοριστεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ένα είναι αυτό. Το δεύτερο που μπορώ να σας πω είναι ότι, εφόσον βρισκόμαστε σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και έχουμε κάποιους στόχους να πετυχαίνουμε, με κάποιο τρόπο θα πρέπει να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι. Σας είπα και προηγουμένως ότι δεν καταφέραμε να κάνουμε όλα όσα θα θέλαμε, κάναμε όμως πάρα πολλά. Ωστόσο, είναι τουλάχιστον υποκριτικό, για παράδειγμα, από δυνάμεις της αντιπολίτευσης, να μιλούν για υπερφορολόγηση, τη στιγμή που τα φορολογικά μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση, με βάση το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι 1,8 δις για τον ΦΠΑ και περίπου 900 εκατομμύρια άλλα φορολογικά μέτρα, όταν μεταξύ του 2010 και του 2015 είχαν παρθεί τουλάχιστον 30 δις ή 35 δις φορολογικά μέτρα επιβάρυνσης της ελληνικής κοινωνίας. Επομένως, καταλαβαίνετε ότι τα μεγέθη είναι κάπως ασύμμετρα».

«Για να μπορέσουμε να επανέλθουμε σε μια κανονικότητα και να μπορέσουμε να βελτιώσουμε το επίπεδο ζωής των μεγάλων στρωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας -αν θέλετε- αυτό το οποίο χρειάζεται, δεν είναι να εστιάζουμε μόνο στη φορολογία. Είναι ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο, το οποίο θα εγγυάται την ανάπτυξη, την αναδιανομή, τη δυνατότητα αύξησης των μισθών, την προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος που επικρατεί στην αγορά εργασίας. Και νομίζω ότι αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει πολλά από αυτά. Να σας δώσω ένα παράδειγμα, γιατί λέω ότι δεν είναι μόνον η υπερφορολόγηση: Από το 2012 μέχρι το 2014 ανατράπηκε η συνολική εικόνα της αγοράς εργασίας στη χώρα. Από μια ισορροπία περίπου 60%-65% θέσεων πλήρους απασχόλησης και 35% θέσεων μερικής απασχόλησης, ανατράπηκε η ισορροπία και αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο 40% πλήρους απασχόλησης και 60% μερικής απασχόλησης. Αυτή η πορεία για να αντιστραφεί χρειάζεται χρόνος, χρειάζεται προσπάθεια, χρειάζεται μια σειρά από πρωτοβουλίες στις οποίες, όπως ξέρετε πάρα πολύ καλά και βλέπετε από το ρεπορτάζ που έχετε, είμαστε απολύτως μόνοι μας. Διότι η Ν.Δ., για παράδειγμα, στην προσπάθεια που κάναμε για αποκατάσταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, μας έλεγε ότι καθυστερούμε δήθεν την αξιολόγηση, γιατί έχουμε ιδεοληψίες, που έχουν να κάνουν μόνο με την Αριστερά.

Ερωτηθείς τι θα σημάνει το κλείσιμο της αξιολόγησης ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως:

«Το πρώτο πράγμα, το οποίο θα σημάνει το κλείσιμο της αξιολόγησης και ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα είναι μια αναπτυξιακή πορεία και από εκεί και πέρα θα τεθεί το μεγάλο πολιτικό ερώτημα, πώς αυτή η αναπτυξιακή πορεία θα ωφελήσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους»…

«Βεβαίως θα αυξηθεί η ρευστότητα, βεβαίως θα υπάρξει βελτίωση του οικονομικού κλίματος, βεβαίως θα υπάρξουν μεγάλες επενδύσεις. Όμως, το πραγματικό πολιτικό ερώτημα δεν είναι αυτό. Το πραγματικό πολιτικό ερώτημα είναι πώς η ανάπτυξη, η οποία θα επιταχυνθεί από μια σφραγίδα εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι η ελληνική οικονομία είναι σταθεροποιημένη και η Ελλάδα είναι αξιόχρεη, πώς λοιπόν αυτή η ανάπτυξη, που θα προκύψει από αυτή την κίνηση, θα διαχυθεί στο σύνολο της κοινωνίας και δεν θα μείνει ως λάφυρο στα χέρια κάποιων λίγων.

«Η αύξηση της ρευστότητας των τραπεζών, η εμπέδωση της εμπιστοσύνης και το γεγονός ότι υπάρχουν μια σειρά από μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα μας, οι οποίες δεν αξιοποιούνται ή δεν έχουν αξιοποιηθεί στο παρελθόν επαρκώς, καθώς δεν υπήρχε η απαραίτητη εμπιστοσύνη στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, θα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτό τι σημαίνει; Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επανέλθουν. Αυτό σημαίνει ότι θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και των προμηθειών των επιχειρήσεων. Και θα υπάρξει ένας γενικός ενάρετος οικονομικός κύκλος. Και σας ξαναλέω ότι το μεγάλο ερώτημα είναι πώς αυτός ο οικονομικός κύκλος θα παράξει αποτελέσματα για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους στην ελληνική κοινωνία».

Αναφορικά με τις κατηγορίες της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως:

«Ο κ. Μητσοτάκης συνάντησε τον κ.Βούτση, λέγοντας του ότι κατά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπάρχει υποτίμηση του Κοινοβουλίου, διότι δήθεν υπάρχουν πολλές τροπολογίες, διότι δήθεν δεν εμφανίζονται οι υπουργοί στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ποιος, ο υπουργός της κυβέρνησης της οποίας ο πρωθυπουργός ο κ.Σαμαράς, δεν είχε εμφανιστεί ούτε μία φορά στην ώρα του πρωθυπουργού. Και κάνει κριτική στον σημερινό πρωθυπουργό, ο ποίος έχει κάνει περισσότερες εμφανίσεις στο ελληνικό κοινοβούλιο από οποιονδήποτε άλλο πρωθυπουργό έχει περάσει τα τελευταία 15 χρόνια. Μας μιλάει για τροπολογίες ο άνθρωπος εκείνος που συμμετείχε στην κυβέρνηση που πέρασε 313 τροπολογίες μέσα σε ένα βράδυ. Αυτά είναι πυροτεχνήματα τα οποία δεν τα πιστεύει πια κανείς. Τα πολιτικά εκείνα κόμματα που μετέτρεψαν το Σύνταγμα σε κουρελόχαρτο έρχονται να κάνουν κριτική σε αυτήν εδώ την κυβέρνηση ότι δεν σέβεται τις δημοκρατικές διαδικασίες.

« Σε αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι εμείς δεν θα παίξουμε».

«Σας λέω ότι ο μέσος όρος των τροπολογιών που είχαν κατατεθεί στα νομοσχέδια της παρούσας κυβέρνησης είναι 3,3. Προσέξτε, γιατί αυτό είναι ένα στοιχείο που έχει σημασία να ακουστεί: Ο μέσος όρος των τροπολογιών που έχει κατατεθεί στα νομοσχέδια αυτής της κυβέρνησης είναι 3,3. Ξέρετε πόσες τροπολογίες επιτρέπεται να κατατίθενται σε κάθε νομοσχέδιο με βάση τον Κανονισμό της Βουλής; Τρεις. Έχουμε, λοιπόν, παραβιάσει τον Κανονισμό της Βουλής κατά 0,3 τροπολογίες. Λοιπόν, αν αυτό ο κ. Μητσοτάκης το θεωρεί υποτίμηση του Κοινοβουλίου ή απαξίωση της δημοκρατικής διαδικασίας, νομίζω ότι καλό θα είναι να παρακολουθήσει τις συνεδριάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου κατά την περίοδο 2012- 2014.

Ερωτηθείς τέλος για το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως:

«Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Υπάρχει ένας προβληματισμός σε ό,τι αφορά την πολιτική μας στρατηγική και ποια θα είναι η σχέση της Αριστεράς με την Κεντροαριστερά. Από κει και πέρα, όμως, κανείς αυτή τη στιγμή στον ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει ότι υπάρχουν πολιτικές προϋποθέσεις σύγκλισης με το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να αποφασίσει ποια θα είναι η δική του στρατηγική πορεία, ποια θα είναι η δική του κατεύθυνση. Θα πρέπει να αποφασίσει αν το ενδιαφέρει ο προβληματισμός που υπάρχει και έχει αρχίσει να αναπτύσσεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε σχέση με την πορεία της Σοσιαλδημοκρατίας ή αν θα συνεχίσει το πολιτικό φλερτ ή την πολιτική συμπαράταξη με τις δυνάμεις που συγκυβέρνησε τη χώρα από το 2011 μέχρι το 2015. Δηλαδή τη ΝΔ του κ. Γεωργιάδη, του κ. Βορίδη, του κ. Σαμαρά, του κ. Μπαλτάκου και των διαφόρων άλλων πολιτικών στελεχών που ελάχιστη σχέση έχουν με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό που είναι η πολιτική σφραγίδα, τουλάχιστον, της ΝΔ της παλαιότερης περιόδου».

« Αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να συμμετέχει στους προβληματισμούς της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Δεν φαίνεται να συμμετέχει σε μια μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει για την κατεύθυνση της Ευρώπης. Συνεχίζει να υπερασπίζεται τη διετία 2012-2014. Ο κ. Βενιζέλος πριν από μια ή δυο μέρες , αν θυμάμαι καλά, ξαναέγραψε ένα άρθρο με το οποίο υπερασπίστηκε το PSI και τη συμφωνία του 2012 που προέβλεπε πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% μέχρι το 2030. Επομένως αυτό το οποίο προσπαθώ να σας πω είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ποια είναι η στρατηγική του κατεύθυνση και από κει και πέρα – μόνο τότε – θα μπορέσουν να υπάρξουν προϋποθέσεις για να συζητήσουμε πιθανές πολιτικές συγκλίσεις , πράγμα το οποίο σήμερα δεν φαίνεται να είναι πιθανό.