Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, στις διάφορες “συσκέψεις” που γίνονται για το θέμα του ΦΠΑ καλούνται και συμμετέχουν συνήθως οι λεγόμενοι “φορείς” που, όλως τυχαίως, είναι “επιχειρηματικοί και επιστημονικοί”. Δεν καλούνται και άρα δεν συμμετέχουν, φορείς ποιο “λαϊκοί”, όπως π.χ εργατικά σωματεία, καταναλωτές ή και άλλες συλλογικότητες των πολιτών του νησιού μας.
Αυτό είναι αξιοσημείωτο ακριβώς γιατί δείχνει την αντίληψη που έχουν, οι οργανωτές αυτών των συσκέψεων, για τους μειωμένους συντελεστές του ΦΠΑ.
Είναι κοινό μυστικό της τοπικής μας κοινωνίας ότι οι μειωμένοι συντελεστές, πολύ λίγο έχουν συμβάλλει στην μείωση της τιμής των προϊόντων που εισάγονται ή και καταναλώνονται στο νησί. Αν και αυτό το γεγονός μπορεί να είναι αντικείμενο μιας πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησης, που κάποια στιγμή πρέπει να ανοίξει και να αναζητηθούν οι αιτίες της, αυτό δεν είναι του παρόντος σημειώματος.
Όμως, εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος, οι διάφοροι “επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς” , αρκετά από τα μέλη των οποίων μεσολαβούν ανάμεσα στους καταναλωτές που πληρώνουν τον ΦΠΑ και στο κράτος που τον εισπράττει, έχουν φτάσει στο σημείο να αντιλαμβάνονται (τον ΦΠΑ) ως κάτι το οποίο “δικαιωματικά είναι δικός τους” και άρα “βγαίνει από την τσέπη τους”.
Με αυτόν τον τρόπο, ο απλός πολίτης ως “καταναλωτής” βγαίνει από το κάδρο και συνακόλουθα βγαίνουν και οι συλλογικότητες που τον εκφράζουν ή οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν.
Όμως, ο ΦΠΑ, ΔΕΝ είναι πρωτίστως ένας φόρος που αφορά, άμεσα, όσους εμπορεύονται προϊόντα ή υπηρεσίες, αλλά είναι κυρίως ένας φόρος που αφορά τους καταναλωτές. Η αύξηση ή η μείωσή του, πρωτίστως αφορά τους πολίτες, ως “καταναλωτές”. Τους πρώτους τους αφορά εμμέσως, με την έννοια ότι η μεταβολή στο ποσοστό του, ΜΠΟΡΕΙ να επηρεάσει την αύξηση ή την μείωση των πωλήσεών τους.
Λέμε ¨μπορεί” γιατί όπως όλοι και όλες γνωρίζουν, η “τιμή” δεν είναι η μοναδική παράμετρος που επηρεάζει την συμπεριφορά των καταναλωτών. Εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες έχει ανακαλυφθεί η έννοια της “ελαστικότητας της ζήτησης” και πάντα έχει ενδιαφέρον μια συζήτηση για το πώς αυτή η “ελαστικότητα” μπορεί να λειτουργεί σε “κλειστές και μικρές οικονομίες”, όπως είναι τα νησιά.
Οπως έχουμε ξαναγράψει, οι μειωμένοι συντελεστές του ΦΠΑ, πρέπει να διατηρηθούν. Για τον απλό λόγο, ότι η ενδεχόμενη κατάργησή τους, θα έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ζωής στα νησιά, όταν αυτό ήδη έχει επιβαρυνθεί πάρα πολύ από τις συνεχιζόμενες, για σειρά ετών, μειώσεις στα εισοδήματά των κατοίκων τους. Το κάθε νοικοκυριό θα επιβαρυνθεί, από αυτή την κατάργηση με περίπου 400- 500 ευρώ το χρόνο, ποσό που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, εάν σκεφτεί κανείς, ότι για την μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών στο νησί μας, αυτά τα χρήματα αποτελούν έναν μηνιαίο μισθό!
Με αυτή την έννοια, η διατήρησή των μειωμένων ποσοστών, αφορά πρωτίστως αυτούς που συνήθως ΔΕΝ καλούνται στις διάφορες συσκέψεις που γίνονται. Έχουμε μάλιστα την ελαφρά υποψία, ότι για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν καλούνται σε αυτές, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι. Γιατί σε με τέτοια περίπτωση, οι “επαγγελματικοί και επιστημονικοι φορείς” θα έπρεπε να απαντήσουν στο “κοινό μυστικό” της τοπικής μας κοινωνίας, δηλαδή στο πώς γίνεται ο “μειωμένος ΦΠΑ” να μην φτάνει στην τσέπη των καταναλωτών.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη, ενδιαφέρουσα, συζήτηση