ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Πρώτο Θέμα Τόπος

Μια γιορτινή ιστορία στην παλιά Μυτιλήνη

Του Γιάννη-Αλύτη-Βόμβα
Ηταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου. Προς “χαρτζηλικισμόν”  για το τσιγάρο, που το΄χεν αρχίξει παιδιόθεν, έκαμεν την τέχνην του βιβλιοδέτη. Δεξιοτέχνης και επινοητικός. Ταίρι δεν είχε στα τέτοια. Ναι, ήταν παραμονές εορτών, κάποια χρονιά απ΄τις δύστηνες. Τα σχολειά κλειστά. Ο “μπάρμπα-Πέτρος” τον κάλεσε να βοηθήσει στο γραφείο, που κι ο ίδιος εργαζόταν, του κουβαρντάδικου Μεγάλου τέκνου, της αριστοκράτιδος κοινωνίας της Μυτιλήνης,  του Νικόλα Μητρέλια! (είχον και συγγένειαν), υπολογίζων βέβαια ο τάλας,  εις εν γενναίον φιλοδώρημα, τέλειον.
Λοιπόν,  ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, που λέτε (έτσι ολόκληρον το όνομα αποτελεί τίτλον  και είναι σαν περγαμηνή) , χαρά χαρούμενος, βίρα κι έκανε τα “καλά” του, ξεπατωθείς στα “χουσμέτια” (1) και στο γράψιμο, για να΄ναι όσο πιο γενναίο το δώρο, λόγω και τον ημερών, ως προείπομεν!
Παραμονή Χριστουγέννων.Μούχρωμα. Δυο πιτσιρίκοι καλαντάρηδες, ανήλθον την δαιδαλώδη κλίμακα του γραφείου κι άρχισαν  με λαχανιαστές και δυνατές φωνές.” Καλήν εσπέραν άρχοντες! (και τι άρχοντες) …κι ας είναι ορισμός σας…..
Δότι  κι΄μας του γκόπου μας…Χρόνια Πουλλά!!!”
 Αφεντικό (δυσφορούν κάπως).΄Αdι φτάν΄(ι).Δότι τα μουρά από έν δεκάλεπτον να κάν(ι)ν Κστούγιννα κι….(προφανώς προβλέπων σεισμόν εις την σκορπιοτρόφον τσέπην του) ….κλίσιτι τσ πόρτις μην έρτιν τσ΄άλλ(ι) διαβόλ(ι)…..
 Ο Γιώργος μας, που ως εκείνη την ώρα μπαινόβγαινε για να δείχνει πελώργιο ενδιαφέρον για το “μεκιάνι”(2)του αφεντικού και παρακολούθαγε με τον κανθόν του οφθαλμού κάθε κίνησι του αφέντη, στην προσπάθεια του να μαντεύσει και τη διάθεση του ακόμα – μαθές πόσα  άραγις θα μί δός; – ρίγησε και  κατελήφθη υπό αμηχανίαν. Ασυναισθήτως – ως γίνεται εις τοιαύτας στιγμάς – με τον λιχανόν της δεξιάς χειρός προσεπάθη να ξεκολλήσει απ΄τν αρθούνα (3) τ΄ έν οχληρόν κάρκαδον (4).Σε λίγο το αφεντικό, σηκώθηκε με κίνησιν μεγαλοπρεπείας, ετάνυσε προς τα πίσω τας σκεβράς “κτάλας” (5) του και είπεν.
– Ε! ΄Αdι Πέτρου κι τ΄χρόν΄!! (χειραψία) Γιώργου κι τ΄χρόν΄κι καλή πρόουδου!! Ριγάλου γιοκ. Ούτι μιταλίκ(ι)! (6) Και ξεκουμπίστηκε! Πικρόν μειδίαμα διέστειλε τν αχ(ι)λάρα (7) του Γιώργου και εις σκέψιν  θλιβεράν περιήχθη ο λογισμός!
 Ισους ντ΄Μπρουτουχρουνιά (εσκέφθη) να μας δως τα “ριγάλα” (8).Και φτεροπέταξε το φυλλοκάρδι του.΄Αdι μιας βδομάδας ακόμα γλυκαπαντοχή…
 Ηρθε και η αναμενομένη ημέρα. Ασπέθις(9) βγάζαν τα πουδάργια τ΄ κι οι κάρτσις (10) σαπίσαν απ΄τουν ιδρώτα  που ΄βγινι όξου απ΄τα παπούτσια τ΄! Να τσι μπινόβγινι κι ανιβουκατέβινι τσ σκάλις, να ούλου παρασταλιαζόνταν (11) εις εμφανή σημεία να τουν βλέπ’.
Μαθές ιδώ ίμι. Ο ανάλγητος Σάϋλωκ,προσεποιείτο απασχόλησιν και ζωγράφιζε “κλικέλια” (12) πάνω στο χαρτί. Απόγεμα. Μικρή η μέρα νύχτιαξε. Κανέ δυό μικρά ανέβηκαν να πουν τα κάλαντα. Είπε να δώσουν από εν δεκάλεπτον πάλι στα παιδιά και διάταξε.
 -΄Αdι κλείστι ντ μπόρτα μην έρτιν τσ΄άλλ(ι) διαβόλ(ι).
Μιρμίδξι (13) η καρδιά τ΄απ΄του μπόνου. Σκώθκι μι τ΄γκουρμάρα τ΄ τν άγαρμπ΄,  μι τσ΄παπούκις(14) τσ΄μπουμπιδάτις κι χουντρόσουλες, τα μ΄κρά τα γιαλιά, μι τσ΄χουντροί τσ΄φακοί (νούμερο οκτώ).
Αι στιγμαί διά τον Γεώργιον ήσαν κρίσιμοι….”Να δούμι πόσα θα μι δώσ΄ “.΄Εξυσε την παλάμην του, γιατί είδε καθ΄όναρ ότι τον έτρωγε.Εκείνη τη στιγμή του κουραδά του Κοτζαμπάση του ΄ρθανε τα βιαστικά….
– Ε! ΄Αdι Πέτρου, χρόνια πουλλά! (χειραψία) Γιώργουουου ( τον ητένισε ασκαρδαμυκτί).Χρόνια πουλλά! (με έμφασι) Καλή πρόουουδου στου σκουλειό κι χιριτίζματα στ΄μαμάς!”
 ….”Στώ”, εψέλλισεν ο Γιώργος,  μη έχων κουράγιο να προφέρει ολόκληρη τη λέξη “ευχαριστώ!”, μυκτηρίζων την ειμαρμένην ότι δίδει τα “πολλά” εις χείρας σφικτάς και όντα αντικοινωνικά.
΄Εφυγε το μουλάρι,  με τα βοδίσια φερσίματα, με την συνείδησιν αναπεπαυμένην ότι έδωσεν τουλάχιστον “πολλάς ευχάς”!! 
Η καρδιά του παιδιού μάτωσε. Τσάγρισαν (15)τα μάτια του και δεν είπε τίποτα.
 Ας το διάβολο ρε γρούν(ι)  (16) λέγω τώρα εγώ έμπλεως οργής και αγανακτήσεως. Τσάκισες την τρυφερή παιδιάτικη χαρά για λίγες ψωροδραχμές,για να γίνεις “Μέγας Ευεργέτης” και να βλέπουν οι Μυτιληνιοί τ΄όνομά σου “χρυσοίς γράμμασι” κεχαραγμένον εις εντοιχισμένας μαρμαρίνας πλάκας.
Γιαννακός – Αλύτης – Βόμβας
Γλωσσάρι:
1. θελήματα.
2 (τουρκ.) Χώρος, τοπος.
3 μεγάλο ρουθούνι.
4 η στερεοποιημένη μίξα.
5 ώμους.
6 το μετάλλινο νόμισμα.
7 το μεγάλο χείλι.
8 δώρα.
9 σπίθες.
10 κάλτσες.
11. Παρασταλιάζω. Στέκομαι όρθιος σαν κολώνα.
12 μικροί κύκλοι.
13 εδώ φτερούγισε. Ανατρίχιασε.
14 μεγάλα παπούτσια.
15 Υγράνθηκαν.
16. Γουρούνι.
Τούτο το γραφτό του πατέρα μου, ήταν ενσωματωμένο, σε κάποιο γράμμα του, στον φίλο του Κλεάνθη Παλαιολόγο. Στη συνέχεια, το “χτένισε” κάπως κι όπως το βρήκα, το έβαλα στο βιβλίο του ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΩ, υπό μορφήν αυτοτελούς διηγήματος. Η ιστορία πάντως είναι πραγματική. Και του την είχε διηγηθεί ο ίδιος ο ήρωας της.
Βάσος Βόμβας