Η μακρόχρονη εμπειρία από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με κρίσεις να διαδέχονται περιόδους ύφεσης χωρίς ποτέ (μετά το 1974) να εκτροχιάζονται σε ένοπλη σύγκρουση, οδηγεί συχνά σε εφησυχασμό. Πόλεμος με την Τουρκία δεν γίνεται, μας διαβεβαιώνουν. Οι Αμερικανοί δεν θα τον επιτρέψουν, ιδίως σήμερα εν μέσω πολέμου της Ουκρανίας. Ο Ερντογάν έχει ήδη πολλά μέτωπα ανοικτά. Οι δύο χώρες μας δεν θα θυσιάσουν τον προσοδοφόρο τουρισμό. Εξάλλου, οι φραστικές υπερβολές στα «εθνικά» θέματα είναι αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής τους πολιτικής. Ας μην τις παίρνουμε τοις μετρητοίς.
Ομολογώ πως, αν και πολλά από τα παραπάνω επιχειρήματα δεν είναι αβάσιμα, δεν είμαι τόσο αισιόδοξος. Η Ουκρανία μάς διδάσκει πως ο πόλεμος στην Ευρώπη δεν αποκλείεται, όπως νομίζαμε την τελευταία εικοσαετία. Μας διδάσκει ακόμη πως αυταρχικοί και απρόβλεπτοι ηγέτες με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις δεν διστάζουν να καταφύγουν σ’ αυτές, αγνοώντας το διεθνές δίκαιο, αν κρίνουν πως αυτό συμφέρει τη χώρα και τους ίδιους.
Ισχύς έναντι του Δικαίου
Η ρωσοουκρανική και η ελληντουρκική διένεξη διαφέρουν βέβαια σε πολλά. Η Τουρκία δεν είναι (ακόμη) πυρηνική δύναμη και οι συσχετισμοί δεν είναι τόσο ευνοϊκοί γι’ αυτήν. Όμως μια ελληνοτουρκική σύγκρουση θα ήταν πολλαπλά καταστροφική για την Ελλάδα, ανεξαρτήτως έκβασης. Το γεγονός πως Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ και η Ελλάδα μέλος της ΕΕ, ενισχύει την επιρροή συμμάχων και εταίρων στη συμπεριφορά τους. Ωστόσο, η επιρροή αυτή δεν είναι απόλυτη, ιδίως όσον αφορά την Τουρκία (βλέπε Συρία, κυρώσεις κατά της Ρωσίας, S-400, Παλαιστίνη, κλπ.).
Ας σημειώσουμε ακόμη πως η Ουκρανία έχει τη στήριξη σύσσωμης της Δύσης, καθώς είναι καταφανώς αμυνόμενη σε μια αντιπαράθεση με χώρα που αποτελεί στόχο της Ουάσιγκτον εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών διαφορών, οι περισσότεροι στη Δύση δεν θεωρούν πως το δίκιο είναι όλο με το μέρος μας, η δε Τουρκία έχει μεγάλη στρατηγική αξία ως σύμμαχος. Ιδιαίτερα αμφίβολη θα ήταν η ουσιαστική στήριξη στην Ελλάδα σε μια σύγκρουση που θα προκαλούταν από ελληνική ένοπλη αντίδραση σε τουρκικές ενέργειες σε διεκδικούμενη ΑΟΖ.
Ασφαλώς, η σημερινή συγκυρία δεν ευνοεί έναν δεύτερο πόλεμο στην Ευρώπη, αλλά η ρωσική επίθεση άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Μπορεί να βρει μιμητές, ενώ φαίνεται πως η ισχύς περισσότερο από το δίκαιο κυριαρχεί και πάλι στην ήπειρό μας.
Κρίσιμο μάθημα
Κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο μάθημα για μας από την Ουκρανία είναι πως, αν δεν προκρίνουμε τον πόλεμο, δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε μια πορεία κλιμακούμενης αντιπαράθεσης που καθημερινά απομακρύνει τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία, καθώς η στάση των δύο χωρών σκληραίνει, οι συμβιβασμοί γίνονται δυσκολότεροι και τα κίνητρα της άλλης πλευράς για προσφυγή στη βία ενισχύονται. Στην Ουκρανία, η ατζέντα των Ρώσων μετατοπίστηκε από την μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και τα δικαιώματα των ρωσόφωνων, στον εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας. Σε μας όπου, ευτυχώς, δεν έχουμε φθάσει σε τόσο ακραίες καταστάσεις, η έμφαση της Τουρκίας μετατοπίζεται από την ΑΟΖ και την έκταση των χωρικών υδάτων στην αποστρατιωτικοποίηση και την κυριαρχία των νησιών. Και στις δύο περιπτώσεις επιβάλλεται βέβαια να αντιταχθούμε στον αναθεωρητισμό, όμως εμείς θα έπρεπε να προβληματιστούμε και πώς δεν θα φθάσουμε εκεί που έφθασε η Ουκρανία.
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Η επιθετική ρητορική και οι απειλές της Άγκυρας έχουν κλιμακωθεί τελευταία επικίνδυνα και επικεντρώνονται πλέον -εντελώς απαράδεκτα- στην εδαφική μας ακεραιότητα. Είναι αυτονόητο πως απέναντι στις ακραίες αυτές τοποθετήσεις, όλοι οι Έλληνες είναι ενωμένοι. Η ελληνική κυβέρνηση φραστικά εμφανίζεται τώρα συγκρατημένη, πράγμα που πρέπει να συνεχιστεί, ενώ θα πρέπει να αποφευχθούν και πατριωτικές πλειοδοσίες από την αντιπολίτευση. Από την άλλη πλευρά, η στάση της κυβέρνησης να περιφέρεται σε πρωτεύουσες και διεθνείς οργανισμούς με μόνο μήνυμα την καταγγελία και απομόνωση της Τουρκίας, αναπόφευκτα βιώνεται ως προκλητική από την άλλη πλευρά, αλλά είναι και αντιπαραγωγική: κύριος στόχος της Ελλάδας εμφανίζεται η ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση, την ώρα που όλοι οι άλλοι αγωνίζονται να την αποφύγουν. Εξάλλου, καλές είναι οι διεθνείς καταδίκες των επιθετικών συμπεριφορών της γείτονος, αλλά ας μην αυταπατόμαστε, από μόνες τους δεν λύνουν το πρόβλημα.
Από τη στάση της χώρας μας, αλλά και από το μήνυμα που εκπέμπουμε προς τρίτους, λείπει η προοπτική και συγκεκριμένα η πειστική πρόταση για διάλογο με την Τουρκία. Ενίοτε λείπει παντελώς, συχνότερα όμως συρρικνώνεται στο στερεότυπο «ναι στο διάλογο, αλλά μόνο για την ΑΟΖ», πράγμα που όλοι γνωρίζουν πως ισοδυναμεί με «όχι στο διάλογο». Η Αθήνα είναι εδώ πιο άκαμπτη από την Άγκυρα. Πολλοί στη χώρα μας απορρίπτουν πλήρως τον «διάλογο με πειρατές». Όμως και μετριοπαθέστεροι θεωρούν πως είναι πια πολύ αργά για διάλογο. Διαφωνώ.
Είναι δυνατός ο διάλογος;
Μακροπρόθεσμα, τρίτος δρόμος ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο δεν υπάρχει. Η συνεχής σχοινοβασία ανάμεσα στα δύο κοστίζει υπερβολικά, όσο δε περνάει ο χρόνος, ο δρόμος της ειρήνης γίνεται πιο δύσκολος. Ούτε μπορούμε να προσδοκούμε τον από μηχανής θεό. Η Τουρκία δεν είναι πιθανό να καταρρεύσει, αντίθετα με τον χρόνο μάλλον θα ενισχύεται. Αλλά και η κατάρρευσή της πιθανότατα θα μας έβλαπτε. Η Δύση δεν είναι πιθανό να χάσει το ενδιαφέρον της για την Τουρκία. Αλλά και θα ήταν τυχοδιωκτικό να εναποθέταμε όλες τις ελπίδες μας σε μια -εξόχως αποσταθεροποιητική- ρήξη Δύσης-Άγκυρας. Με άλλα λόγια, απορρίπτοντας τον διάλογο, επιλέγουμε στην ουσία τον πόλεμο. Και η Ουκρανία μάς υπενθυμίζει τι σημαίνει πόλεμος.
Εννοείται πως χρειαζόμαστε ισχυρή άμυνα (όχι όμως μη ρεαλιστική υπεροπλία), καθώς και ισχυρές διεθνείς συμμαχίες. Όμως το κύριο σήμερα είναι η χώρα να εστιάσει στο διάλογο με την γείτονα, σε ένα διάλογο που θα αποσκοπεί σε λύσεις, όπου χρειάζεται και με διεθνή διαιτησία. Είναι δυνατός σήμερα ένας τέτοιος διάλογος με την Τουρκία; Νομίζω πως ναι. Προϋπόθεση είναι βέβαια να τον επιθυμούμε ειλικρινά, να είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε (και όχι μόνο αυτά που εμείς επιθυμούμε) και να συμβιβαστούμε σε όσα και όσο επιτρέπει το εθνικό μας συμφέρον. Πολλά πράγματα μπορούμε να κάνουμε ή να προαναγγείλουμε για να τον διευκολύνουμε, χωρίς να θυσιάζουμε αυτό το συμφέρον: Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν επιδιώκουμε τον αποκλεισμό της Τουρκίας από Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο και πως θα συνεννοηθούμε με την Άγκυρα πριν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα σε περιοχές που την αφορούν. να επιτρέψουμε τον αυτοπροσδιορισμό της μειονότητας στη Θράκη. να συμφωνήσουμε σε στρατιωτικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Και βέβαια να πέσουν οι τόνοι της προπαγάνδας και στις δύο χώρες. Η θεωρία πως κάθε άμβλυνση των αδιάλλακτων θέσεών μας ανοίγει την κερκόπορτα για την παράδοση της χώρας στους Οθωμανούς αρμόζει σε ανατολίτικο παζάρι, όχι σε ώριμες χώρες.
Αμοιβαία συμφέρουσα η επίλυση
Εγγύηση πως ο διάλογος θα οδηγήσει σε λύσεις δεν υπάρχει. Όμως δεν ισχύει και πως κάθε τέτοια προσπάθεια είναι καταδικασμένη. Και μόνο το γεγονός πως και στις δύο χώρες οι μαξιμαλισμοί υπαγορεύονται εν πολλοίς από την εσωτερική πολιτική δείχνει μεν πως ο διάλογος είναι δύσκολος, αλλά και πως η ακαμψία δεν επιβάλλεται από το εθνικό συμφέρον. Στην πραγματικότητα, η ειρηνική επίλυση των διαφορών συμφέρει και τους δύο. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που οι λύσεις προσκρούσουν στον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, η Ελλάδα μόνο ενισχυμένη θα βγει αν φανεί ξεκάθαρα πως δεν ευθύνεται αυτή για την αποτυχία.
Συνοψίζω: Η στρατηγική του μη διαλόγου και της μη λύσης είναι επικίνδυνη γιατί μας βάζει σε συγκρουσιακή τροχιά με τη γείτονα, με πιθανή κατάληξη τον πόλεμο. Οι πόλεμοι δεν αποκλείονται στην Ευρώπη. Από την Ουκρανία πρέπει να διδαχθούμε πως επείγει να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία με διάλογο και συμβιβασμούς πριν φθάσουμε σε σημείο μη επιστροφής. Η επιτυχία του διαλόγου δεν είναι εγγυημένη, αλλά ούτε και αποκλείεται. Προϋπόθεση είναι και η δική μας πλευρά να εγκαταλείψει τους μαξιμαλισμούς και να βρει την πολιτική βούληση να παραμερίσει τους υπερπατριώτες. Ένας καλά μεθοδευμένος διάλογος δεν αντιβαίνει στο εθνικό συμφέρον, αλλά το εξυπηρετεί.