Το Φαρμακονήσι είναι ένα νησάκι του Νοτίου Αιγαίου που ανήκει στα Δωδεκάνησα, ανάμεσα σε Λέρο και Λειψούς κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας. Πήρε λένε το όνομα του από τα βότανα που υπήρχαν εκεί στην Αρχαιότητα. Με βάση την απογραφή του 2011, το Φαρμακονήσι έχει δέκα κατοίκους. Άντε είκοσι. Και αγροαρουραίους. Και πολλά χταπόδια.
Τον Ιανουάριο του 2014 έγινε το Έγκλημα στο Φαρμακονήσι, όταν πνίγηκαν έντεκα άτομα από τα οποία οκτώ παιδιά).
Και η Τιμωρία έρχεται τώρα.
Οκτώ χρόνια αργότερα, μια απόφαση – σταθμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώνει τους δεκαέξι επιβιώσαντες που επέμεναν όλα αυτά τα χρόνια ότι το ναυάγιο δεν ήταν παρά η τραγική επικύρωση μιας επαναπροωθητικής τακτικής που επιχείρησε το Ελληνικό Ναυτικό. Push back, δηλαδή. Ένα θανάσιμο push back.
Η απόφαση καταδικάζει την Ελλάδα για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την υποχρεώνει να πληρώσει 330.000 ευρώ αποζημίωση στα άτομα που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ήταν ασύλληπτη η τραγωδία που έγινε τότε στα Ελληνικά ύδατα. Αδιανόητες οι μαρτυρίες των επιζώντων που κατήγγειλαν τις Ελληνικές Αρχές για αναλγησία και απάνθρωπη μεταχείριση.
Οι διασωθέντες – ανάμεσα τους κι ένας πατέρας που έχασε γυναίκα και παιδιά στο ναυάγιο – κατέθεσαν ότι αφού πνίγηκαν οι δικοί τους άνθρωποι, τους απομόνωσαν ολομόναχους κι ούτε να κλάψουν τους νεκρούς τους δεν τους άφησαν.
Δεν επέτρεψαν σε γιατρούς, ψυχολόγους, νομικούς να τους πλησιάσουν για να τους συντρέξουν. Ώρες ολόκληρες παρέμειναν στο ίδιο σημείο, μάρτυρες και αποδέκτες ταυτόχρονα μιας άθλιας επιχείρησης τρομοκράτησης τους.
Στο σκαμνί έκατσαν οι Ευρωπαίοι την Ελλάδα. Την δίκασαν και την καταδίκασαν.
Παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τα δικαιώματα του Ανθρώπου). Οι ελληνικές αρχές, όπως αναφέρεται στην απόφαση “δεν διεξήγαγαν ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα που θα μπορούσε να φωτίσει τα γεγονότα στο βύθιση της βάρκας”.
Η Ελλάδα είχε υποχρέωση να προστατέψει την ζωή των ναυαγών και δεν το έπραξε. Δεν έκανε τα αναμενόμενα “για να προστατεύσει τους προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους με βάση το άρθρο 2 της σχετικής σύμβασης”.
Παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3 της σύμβασης). Με βάση την απόφαση οι δώδεκα από τους δεκαέξι προσφεύγοντες, αφού βυθίστηκε η βάρκα “υπέστησαν εξευτελιστική μεταχείριση σε ότι αφορά στη σωματική έρευνα στην οποία υποβλήθηκαν όταν έφτασαν στο Φαρμακονήσι”.
‘Έχουμε εθιστεί στους νεκρούς.
Ειδικά στους νεκρούς μετανάστες.
Ειδικά στους μελαμψούς νεκρούς μετανάστες.
Τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους παράτυπους, τους λαθρό, τους αράπηδες, τους άπλυτους, τους παρίες που ούτε στο δαχτυλάκι τους δεν φτάνουν την ανωτερότητα της δικής μας φυλής. Είμαστε υπεράνω εμείς, καταγόμαστε από τον Περικλή και τη Μπουμπουλίνα, τον Αι Γιώργη και τους Παλαιολόγους, τον Διγενή κι όλο του το σόι.
Όλοι οι μετανάστες είναι ίσοι, αλλά μερικοί είναι πιο μετανάστες από τους άλλους.
Θα σου βάλω εγώ το ασυνόδευτο ανήλικο από το Πακιστάν ίσα κι όμοια με την ξανθιά Ουκρανή νεραϊδούλα; Όχι ότι κι αυτή θα ξέφευγε από το ρατσισμό του Έλληνα του άντρα του κιμπάρη και του καραμπουζουκλή. Οι νεαρές Ουκρανές που ο πόλεμος ξέβρασε στα χώματα έγιναν αμέσως αντικείμενου σεξιστικού χλευασμού από τα “αρσενικά παλαιάς κοπής”.
Η Ελλάδα είναι ένοχη για τα πιο ντροπιαστικά πράγματα στον πλανήτη Γη. Στην απανθρωπιά, στον εκφοβισμό και στην πολιτική εργαλειοποίηση αδύναμων ψυχών.
Όμως ένοχοι είναι κι άλλοι.
Που δεν καθίσαν στο σκαμνί.
Που κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Που ποτίζουν με την τοξικότητα και το μίσος τους, όλα τα άνθη του κακού.
Για το Φαρμακονήσι είναι ένοχος ο τύπος που μιλάει για τα “βυζιά” μιας Ουκρανής που φτάνει τρομαγμένη στη χώρα μας ψάχνοντας μια γωνιά να κρυφτεί.
Για το Φαρμακονήσι είναι ένοχος ο τύπος που από την ακτή του νησιού, ούρλιαζε στη μισοπνιγμένη έγκυο μετανάστρια “δε φταίμε εμείς που γαμ@έστε σαν τις σκύλες”.
Είναι ένοχος ο θεοφοβούμενος.
Που κλαίει κι οδύρεται κατά των εκτρώσεων, μιλάει για την ιερότητα της ζωής κι αφού γεννιέται το παιδάκι κάνει ό,τι μπορεί για να το λιώσει με το παπούτσι του. Το βιάζει, το κακοποιεί, το δολοφονεί: αξία βλέπεις έχει μέσα την κοιλιά, άπαξ και βγήκε να πα να γ@μηθεί το μαλακισμένο.
Είναι ένοχος ο αποτυχημένος.
Ο αποτυχημένος μέσα του στην ψυχή του βαθιά, ο πουθενάς, το μηδενικό, το τίποτα. Που δεν αγάπησε, δεν αγαπήθηκε, δεν άπλωσε το κουλό του να βοηθήσει έναν άνθρωπο – έναν! – ποτέ.
Είναι ένοχος ο υποκριτής.
Που τσιρίζει μην ταϊζετε τα ζώα εδώ πεινάνε άνθρωποι. Κι ανάθεμα κι αν έχει δώσει μισή μπουκιά ψωμί στον πεινασμένο, ένα νερό στον διψασμένο, μια κουβέρτα στον άστεγο.
Είναι ένοχος ο “να μείνετε να πολεμήσετε ρε”.
Είναι ένοχος ο “άμα θές λαθρό να τον πάρεις σπίτι σου”.
Είναι ένοχος ο μαυραγορίτης που έξω από τον καταυλισμό, ζητά ένα 20ευρω για να φορτίσει του μετανάστη το κινητό. Αυτό από όπου θα πάρει τη μάνα του, να της πει “έφτασα, είμαι καλά”. Και να συνεχίσει με ψέματα που γλυκαίνουν των μανάδων τις ψυχές. “Ναι, μην ανησυχείς όλοι καλά είμαστε, μας φροντίζουν πολύ εδώ, όλα μια χαρά”.
Για το Φαρμακονήσι δεν είναι ένοχες μόνον οι Ελληνικές κυβερνήσεις.
Είναι ένοχοι κι αυτοί που τις ψηφίζουν. Είναι όλοι οι κυρπαντελήδες οι ζυμαροκώληδες.
Αυτοί που με πατημένες παντόφλες σέρνονται πάνω στα πτώματα των νεκρών παιδιών του πολέμου.
Ενίοτε φορώντας ένα βαφτιστικό σταυρουδάκι στο λαιμό.