Τα ‘φερε έτσι η ζωή, που ο μήνας Σεπτέμβρης έχει καταγραφεί πια στη συλλογική μνήμη ως μήνας αντιφασιστικός. Η στυγνή δολοφονία του Παύλου Φύσσα στις 18/9/2013, από τους εγκληματίες νεοφασίστες της Χρυσής Αυγής, αλλά και η αποτρόπαια δολοφονία του Ζακ, της Zackie, από «νοικοκυραίους» της διπλανής πόρτας στις 21/9/2018, σημάδεψαν για πάντα την αρχή του φθινοπώρου.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, πλημμυρίζουν οι δρόμοι στο Κερατσίνι, περισσεύει η συγκίνηση, η οργή, αλλά και η αποφασιστικότητα στους δρόμους γύρω από τη Γλάδστωνος. Ένα πολύχρωμο πλήθος, όλων των ηλικιών, με τη νεολαία φυσικά να πρωτοστατεί και να δίνει τον τόνο.
Το είδαμε και φέτος, και είναι από τις τραγικές «κανονικότητες» που μας κάνουν να αισιοδοξούμε, αφού –σε πείσμα όσων σπεύδουν να χαρακτηρίσουν «αδιάφορη» τη νέα γενιά– αυτή είναι εδώ, δίνει το παρών, καταθέτει την αγωνία της και περιμένει να ακουστεί.
Οι φετινές επετειακές εκδηλώσεις συνέπεσαν με το όργιο καταστολής τόσο στο ΑΠΘ –κατά τη διάρκεια συναυλίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου– όσο και στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια φοιτητικού συλλαλητηρίου. Ακραία καταστολή η οποία είναι σαφές πως αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης αφού, όπως προφανώς εκτιμά το κυβερνητικό επιτελείο, θα μπορούσε να είναι η διέξοδος που αναζητά, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το δυσχερές πλαίσιο –ακρίβεια, υποκλοπές– στο οποίο την οδήγησαν οι επιλογές της.
Οι αντιδράσεις φοιτητών, και όχι μόνο, στο ιδεοληπτικό μέτρο της πανεπιστημιακής αστυνομίας, έδωσαν απλώς την αφορμή και η επίθεση έχει εδώ και καιρό ξεκινήσει. Μια επίθεση που δεν γίνεται σε ουδέτερο χρόνο. Γίνεται σε συγκεκριμένο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, με τους νέους ανθρώπους να έχουν βρεθεί πάμπολλες φορές στο στόχαστρο της κυβέρνησης της ΝΔ: από την ενοχοποίησή τους σε σχέση με τη μετάδοση του covid (συγκεντρώσεις σε πλατείες), μέχρι την απαγόρευση των διαδηλώσεων (νόμος Χρυσοχοΐδη), και από την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας μέχρι την αδυναμία εξεύρεσης στέγης, τη δυσκολία αξιοπρεπούς διαβίωσης μέσω της δουλειάς τους, την απαξίωσή τους σε ό,τι αφορά τις περιβαλλοντικές τους ανησυχίες.
Τη συγκεκριμένη, λοιπόν, χρονική στιγμή –και με την πόλη στην κυριολεξία να «βράζει»– βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της ΔΕΘ, ο Αλέξης Τσίπρας. Κι ενώ θα περίμενε κανείς, στην ομιλία του στο Βελλίδειο, να αναφερθεί στα όσα εξωφρενικά διαδραματίστηκαν λίγες ώρες πριν στο ΑΠΘ, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αλλά και την επόμενη μέρα, στη συνέντευξη Τύπου, όταν ρωτήθηκε σχετικά, καταδίκασε μεν με τον πιο αυστηρό τρόπο την απρόκλητη επίθεση, επιτέθηκε στην κυβέρνηση για την επιλογή της έντασης και του αυταρχισμού, κάνοντας λόγο για καθεστωτικές λογικές και νοοτροπίες, προειδοποίησε το Μέγαρο Μαξίμου να μην επιχειρήσει την κλιμάκωση της έντασης, επανέλαβε πως η θέση της αστυνομίας είναι στις γειτονιές και όχι στα πανεπιστήμια, απέφυγε ωστόσο να αναφερθεί στις ευθύνες της ΕΛΑΣ, στους –πολλές φορές ανεξέλεκτους– μηχανισμούς εντός της, στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας της.
Η προσέγγιση αυτή, δεν ήταν η μόνη που ξένισε. Η απάντησή του όταν ρωτήθηκε για τον φράχτη στον Έβρο –«η κριτική μας δεν είναι επί της αρχής, επί του συμβολισμού, είναι επί της αποτελεσματικότητας», είπε– αλλά και η σύνδεση τής, απολύτως σωστής και επιβεβλημένης, ένταξης των μεταναστών με όρους δημογραφικούς και φθηνού εργατικού δυναμικού, προκάλεσε επίσης εύλογη δυσαρέσκεια και αντιδράσεις.
Μόνο που αυτές οι επιλογές –γιατί για επιλογές πρόκειται, και όχι για παραλείψεις– παγώνουν τον κόσμο, ειδικά νεώτερων ηλικιών, που κατεβαίνει στον δρόμο για τον Παύλο και τον Ζακ. Τον κόσμο που νιώθει στο πετσί του την άγρια κυβερνητική καταστολή, που ασφυκτιά από τη συνεχή περιστολή των δικαιωμάτων του, που αδημονεί να απαλλαγεί από την επικίνδυνη, τοξική κυβέρνηση της ΝΔ και που περιμένει την πειστική εναλλακτική πρόταση –όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας.
Να είμαστε ξεκάθαροι: ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα, ως συλλογικός φορέας, έχει ξεκάθαρη, κρυστάλλινη θέση στα θέματα δικαιωμάτων. Από τις διεκδικήσεις στον δρόμο, από τη νομοθέτηση ως κυβέρνηση, από τη συνεχή και αδιάλειπτη παρουσία στην πρώτη γραμμή του «καυτού» πεδίου, αποδεικνύεται –πέραν πάσης αμφιβολίας– ο ρόλος και η διαχρονική προσφορά ανθρώπων του στην υπεράσπιση των ανθρώπινων, των πολιτικών, των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ξεκάθαρος ήταν, άλλωστε, ο πρόεδρος του κόμματος όταν δεσμεύτηκε από το βήμα της ΔΕΘ για τη νομοθετική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία», ξεκάθαρος για τον γάμο για όλ@.
Αν επισημαίνονται οι πιο πάνω, λανθασμένες –κατά την άποψη της γράφουσας– επιλογές, είναι γιατί όσο κι αν οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η κοινωνία συντηρητικοποιείται, όσο κι αν καλλιεργείται μια λογική παραίτησης και, κατά συνέπεια, αποπολιτικοποίησης, όσο κι αν λοιδορούνται οι συλλογικές διεκδικήσεις, όσο κι αν η οικονομική δυσπραγία εκατομμυρίων πολιτών και ο καθημερινός, τιτάνιος αγώνας για την επιβίωσή τους είναι πρωταρχικό μέλημα, οφείλει ένα κόμμα της Αριστεράς να αφουγκράζεται τις υποδόριες διεργασίες που συντελούνται στα πιο δυναμικά κυρίως τμήματα της κοινωνίας, όπως η νεολαία.
Και την ίδια ώρα, οφείλει να απευθυνθεί και να πείσει εκείνες τις δυνάμεις που τρομάζουν ή θεωρούν δευτερεύουσας σημασίας την ενασχόληση με τα «δύσκολα» αυτά θέματα –λέξη πάλι δεν ακούστηκε για τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας– πως όλα είναι αλληλένδετα, όλα συναποτελούν την αριστερή πρόταση.
Γιατί αν πιστεύουμε πως η Αριστερά δεν θέλει απλώς να εκφράσει την κοινωνία, αλλά και να την αλλάξει, τότε οι ιδεολογικές μάχες πρέπει να δίνονται. Χωρίς εκπτώσεις.