Το καλοκαίρι του 1846 ήταν καταστροφικό για τους γερμανούς αγρότες. Ασυνήθιστα χαμηλές θερμοκρασίες είχαν οδηγήσει σε απώλεια της σοδειάς των σιτηρών ενώ λίγο αργότερα και οι καλλιέργειες πατάτας θα προσβαλλόταν από αρρώστιες που είχαν προκληθεί από την πρόσκαιρη αλλά βίαιη κλιματική αλλαγή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αιτία αυτών των δεινών ήταν η πολύμηνη εκπομπή στάχτης που προκάλεσε η έκρηξη των ηφαιστείων Fonualei και Merapi στο νησιωτικό σύμπλεγμα Τόγκο και στην Ιάβα αντίστοιχα.
Η τοπική κυβέρνηση- τότε η Γερμανία ήταν ακόμη κατακερματισμένη σε μικρά κρατίδια- αποφάσισε να διανείμει σιτηρά στους κατοίκους αλλά μόνο αντί άμεσης πληρωμής, πράγμα το οποίο οι περισσότεροι χωρικοί δεν ήταν σε θέση να κάνουν. Έτσι ο Friedrich Wilhelm Raiffeisen, νεαρός τότε δήμαρχος μιας μικρής πόλης στην κεντρική Γερμανία αποφάσισε να προχωρήσει στη διανομή των σιτηρών έναντι ενός χρεογράφου για το οποίο εγγυητής μπήκε ο δήμος ενώ ταυτόχρονα ίδρυσε το «Σύλλογο Άρτου» στον οποίο οι πιο εύποροι πολίτες κατέθεσαν μέρος των οικονομιών τους προκειμένου να φτιαχτεί ένας δημοτικός φούρνος και αργότερα- την άνοιξη- φυτώριο πατάτας ώστε ο σπόρος να μοιραστεί στους κατεστραμμένους αγρότες.
Η επιτυχία ήταν μεγάλη και ο Raiffeisen ζήτησε και πέτυχε να μετατεθεί σε μεγαλύτερη πόλη της περιοχής για να έχει αυξημένες δυνατότητες δραστηριοποίησης. Είχε παρατηρήσει ότι οι κτηνοτρόφοι ήταν απολύτως εξαρτημένοι από ένα καρτέλ ζωεμπόρων-τοκογλύφων οι οποίοι πουλούσαν ζώα κακής ποιότητας σε υψηλές τιμές, δανείζοντας χρήματα με πολύ υψηλό επιτόκιο. Για να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο εξάρτησης των αγροτών από τους τοκογλύφους ίδρυσε ένα σύστημα πιστώσεων που ήταν πρόδρομος της συνεταιριστικής τράπεζας με σκοπό να πετύχει αυτό που ονόμασε τα τρία “S” από τις λέξεις Selbsthilfe, Selbstverwaltung, Selbstverantwortung δηλαδή αυτοβοήθεια, αυτοδιαχείριση, αυτοευθύνη.
Η επιτυχία ήταν άμεση καθώς οι κτηνοτρόφοι απελευθερωμένοι από τη μέγγενη του καρτέλ πέτυχαν να αγοράζουν ζώα καλύτερης ποιότητας σε χαμηλότερες τιμές. Το 1864 ιδρύθηκε η Darlehnskasse και το 1872 στο Neuwied, το πρώτο πιστωτικό ίδρυμα που συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά μιας συνεταιριστικής τράπεζας.
Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του εγχειρήματος στην περιοχή του, εξέδωσε ένα βιβλίο-οδηγό που προκάλεσε μια αλυσίδα ιδρύσεων συνεταιριστικών τραπεζών σε ολόκληρη τη Γερμανία. Το όνομα Raiffeisen έγινε συνώνυμο της αγροτικής συνεταιριστικής τράπεζας ενώ την ίδια εποχή άρχισαν να ιδρύονται και Volksbanken δηλαδή συνεταιριστικές τράπεζες σε αστικές περιοχές. Τα δυο αυτά είδη συνεταιριστικών τραπεζών αποτέλεσαν δίπλα στις ιδιωτικές και τις δημόσιες τράπεζες τον τρίτο πυλώνα του γερμανικού τραπεζικού συστήματος.
Σήμερα υπάρχουν στη Γερμανία 1045 Volksbanken και Raiffeisenbanken με 30 εκατομμύρια πελάτες από τους οποίους τα 17 εκατομμύρια είναι ταυτόχρονα και μεριδιούχοι δηλαδή συνιδιοκτήτες της τράπεζάς τους. Το Member-value αποδεικνύεται πιο ισχυρό από το Shareholders-value. Το σημαντικότερο κεφάλαιο που διαθέτουν είναι η εμπιστοσύνη καθώς οι συνεταιριστικές τράπεζες ήταν οι μόνες που κατά την τραπεζική κρίση δε αιτήθηκαν κρατική βοήθεια. Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poors τις βαθμολογεί με το υψηλότερο rating ενώ το 2013 ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Jens Weidmann είχε πει ότι «από τους τρεις πυλώνες του τραπεζικού συστήματος, οι συνεταιριστικές ήταν εκείνες που ξεπέρασαν με τον καλύτερο τρόπο την κρίση».