Ο Λαός της Μυτιλήνης κατέβηκε σήμερα στη μάχη. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που διατύπωνε τη γνώμη του ομαδικά και διαλαλούσε μαζικά τη θέληση του. Μα όλες αυτές τις φορές ήταν πες δοκιμαστικά. Πιο πολύ για να δείξει τη δύναμη του. Τώρα ήταν αλλιώς. Ήταν η απόφαση του διατυπωμένη ξάστερη· πως καμιά συνενόηση και καμιά υποχώρηση δε χωρεί.
Είδατε τη μάζα εκείνη να ξεχύνεται στους δρόμους; Ένα σκοπό είχε: να μποδίσει τον κίνδυνο. Να μην τους αφήσει να βγουν. Δεν του περνούσε κανενός απ’ το μυαλό πως μπορούσε να πεθάνει, θα ‘τανε μια λεπτομέρεια κι αυτό μέσα σ’ ολόκληρο τον αγώνα. Και τέτοιες ώρες δε σκοτίζεται κανείς με τις λεπτομέρειες. Ο σκοπός του λαού ήταν να διώξει τους μαύρους. Γιατί η παρουσία τους ήταν ο κίνδυνος ο ίδιος.
Κατέβηκε ο Λαός γεμάτος οργή· ορμητικός και αποφασισμένος – άντρες και γυναίκες – να προστατέψει τη Λευτεριά, που την απειλούσε ένας σίγουρος κίνδυνος και κατέβηκε αρματωμένος. Πήρε στο χέρι ότι βρήκε μπροστά του. Όχι πως παραγνώριζε την αξία που είχαν τα μοντέρνα όπλα, που θα ‘χε απέναντί του την κρίσιμη εκείνη ώρα. Το ‘ξερε καλά πως τα δικά του ήταν πρωτόγονα. Μα δεν είχαν τα όπλα του σημασία για την απόλυτη τους αξία. Η σημασία τους ήταν συμβολική. Δείχνανε το λαό τον αποφασισμένο ν’ αντιμετωπίσει το καθετί, που θα ‘βρισκε μπροστά του μ’ όλα τα μέσα που είχε. Το λαό που μάζεψε όλη του τη δύναμη, γιατί ήταν αποφασισμένος να πετύχει κείνο που γύρευε και ήξερε πως δεν ήταν και μόνος· μαζί του πολεμούσαν για τον ίδιο σκοπό του άλλοι και τον παράστεκαν.
Ο κίνδυνος ήταν στην πόλη. Ο λαός τον ένιωσε τον κίνδυνο αυτό κι έτρεξε από παντού. Μπορεί να μην το ‘ξερε με ακρίβεια, μα το νιωθε μ’ όλο του το είναι και στις διαβεβαιώσεις του «επιδρομέα» απαντούσε με οδοφράγματα.
Ο καθένας άφησε τη δουλειά του στη μέση. Έκλεισε το μαγαζί του, παράτησε το ζευγάρι και άφησε τις ελιές. Κάτι άλλο πιο επιταχτικό τον καλούσε.
Είδε πια με ανοιχτά μάτια πως όλες του οι ατομικές δουλειές, που προτείτερα είχε για βασικές, κρέμονται από κάτι άλλο. Η παραγωγή και η ζωή του γενικά στο χωριό και στην πόλη ρυθμίζονται από την πολιτική· είχε πολιτικό νόημα η φωνή του· άφησε όλες τις δουλειές στη μέση για να κατέβει να μιλήσει μεσα στο χιονόνερο και στο κρύο και ν’ αφήσει τη φωνή του ν’ ακουστεί βροντερή για να δείξει πως είναι ικανός μόνος του να ρυθμίσει τη ζωή του.
Έδειξε σήμερα ο λαός της Μυτιλήνης πως δεν είναι ο ίδιος εκείνος του παλιού καιρού. Έβγαλε ψεύτικη τη θεωρία πως οι λαοί είναι και μένουν τέτοιοι που γεννήθηκαν, γιατί το ‘χει το αίμα τους ή είναι τέτοια η μοίρα τους. Οι συνθήκες της ζωής είναι τόσο ισχυρές, που μεταμορφώνουν τους λαούς ανεξάρτητα από καταγωγή και αίμα. Η ζωή τον έμαθε πως δεν μπορεί να περιμένει από κανένα άλλο τίποτα. Το δοκίμασε αυτό χρόνια πολλά προτήτερα και πίστεψε πως μόνος του πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τις ανάγκες, που δημιουργεί κάθε τόσο και καινούργιες η ζωή. Μόνος του, αν θέλει να μη χαθεί, θα βρει τη λύση απ’ τα προβλήματα της κοινωνίας, που’ ναι δικά του προβλήματα και δημιουργιούνται τέτοια μόνο και μόνο, γιατί και αυτός έχει απαιτήσεις πάνω στη ζωή. Κι αυτό τον κάνει κοινωνική δύναμη. Μονάχα τότε μπορεί να βαρύνει στη ζυγαριά η γνώμη του. Τότε μονάχα είναι θετική η συμβολή του.
Και σήμερα δείχνει ο λαός πως έχει τέτοια δύναμη. Το ξέρει και είναι ικανός να διατυπώσει την άποψή του, που αν δε γίνει ακουστή, κινδυνεύει η ισορροπία της κοινωνίας.
Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια χωρίς τη συμμετοχή του λαού. Αυτός αποτελεί το βασικό παράγοντα της ζωής.
Άλλοτε δεν τον λογάριαζαν oι άρχοντες. Οι συνθήκες ήταν άλλες. Δεν είχε τότε λαό· ήτανε όχλος· σκόρπια μπουλούκια, χωρίς οργάνωση, χωρίς συνείδηση της αξίας τους και της δύναμης τους· δεν είχε ακόμα δύναμη κοινωνική καθορισμένη και ολοκληρωμένη. Ήταν άλλες οι συνθήκες. Ο λαός σήμερα νιώθει και ξέρει τη δύναμή του. Και ξέρει πως δεν έρχεται απ’ όξω αυτή η δύναμη· βγαίνει μέσα απ’ την κοινωνία, απ’ τον ίδιο είτε το ξέρει, είτε όχι. Και γίνεται πιο μεγάλη με την οργάνωση και την πειθαρχία.
Γι’ αυτό και παραξενεύτηκαν μερικοί που τον είδαν σήμερα έτσι το λαό. Δεν το πίστευαν· είπανε πως είναι για μπούγιο· μονάχα φασαρία. Μα ύστερα που τον παρακολουθήσανε λιγάκι στον πολεμικό συναγερμό το ξεχωρίσανε καλά. Κλειστήκανε μέσα και αλλάξανε σκέψεις. Ίσως περιοριστήκανε να πούνε πως ο κόσμος χάλασε. Πρώτη φορά βλέπαμε λαϊκό ξεσήκωμα και είναι τρομεροί oι λαοί στο ξεσήκωμά τους.
Και oι άλλοι που νομίζανε πως, όταν ο ισχυρός θέλει κάτι, κανένας δεν είναι σε κατάσταση να του αντισταθεί και ήταν σκεπτικιστές μπροστά σε μιαν τέτοια κίνηση, είδαν με απορία αυτό το αποτέλεσμα. Είδαν πως μπροστά στη δύναμη του λαού ελύγισε η άλλη δύναμη, η βία. Γιατί αυτοί αποχτά αξία, όσο εξυπηρετεί τη δύναμη του λαού· μονάχα τότε έχει αξία και τότε δικαιολογεί την ύπαρξή της. Κείνος που θαρρούσε πως ήταν ισχυρός μένει με τ’ όπλο μονάχα στο χέρι και καταλαβαίνει τότε πως τη δύναμη δεν τη δίνει τ’ όπλο.
Δυο δυνάμεις παλεύουν μέσα στην κοινωνία. Δεν είχαν πάντα την ίδια ισχύ. Όσο η μια ήταν μεγαλύτερη, βαστούσε την υπεροχή πάνω στην άλλη. Πήρε στο χέρι τη βία την οργάνωσε για λογαριασμό της και τη μεταχειρίστηκε για να δαμάσει την άλλη· το λαό. Ήταν το «Κράτος του Νόμου» που έκανε μ’ αυτό τον τρόπο τον εαυτό του σεβαστό. Ο λαός έσκυβε τότε το κεφάλι στο θέλημά του υποταχτικά. Ενόμιζε πως έτσι έπρεπε να ‘ναι. Του ‘πανε πως είναι νόμος φυσικός. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Μα η πείρα της ζωής έμαθε το λαό πως είναι αλλιώς. Κατάλαβε πως η δύναμη του Άλλου ερχόταν από τη δική του αδυναμία. Είδε πως η καινούργια οργάνωση της κοινωνίας τον έκανε αυτόν βασική δύναμη. Αυτόν τον άνθρωπο της δουλειάς μέσα στην παραγωγή και τότε σηκώθηκε και ζήτησε τα δικαιώματα του.
Στάθηκε μπροστά στη βία με θάρρος και αποφασιστικότητα και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η βία άλλαξε ταχτική. Κατέβασε τ’ όπλο κάτω και τραβήχτηκε.
Η γυναίκα έδωσε μια νότα ξεχωριστή· δίπλα στον άντρα κι ακόμα μπροστά απ’ αυτόν. Ένιωσε πιο πολύ τον κίνδυνο από την πιο αναπτυγμένη συναισθηματικότητα της κι έτρεξε.
Και δεν ήταν μονάχα στην πρώτη γραμμή. Σ’ όλες τις υπηρεσίες που χωρίς αυτές η πρώτη γραμμή παραλύει. Στα συσσίτια, στα χειρουργεία, στην μια στην άλλη.
Έδειξε πως νιώθει βαθιά τις υποχρεώσεις της και καταλαβαίνει τον τρόπο, που θα καταχτήσει τα δικαιώματα της.
Η ΕΠΟΝ σκόρπισε τον ενθουσιασμό, σήκωσε το ηθικό, δυνάμωσε τη μαχητικότητα με τη δική της δυναμικότητα Για τα νιάτα τίποτα δε στέκει εμπόδιο.
Η ταραγμένη φωνή απ’ τα χωνιά έκανε τον κόσμο ν’ ανατριχιάζει και του ‘βαζε μέσα την πεποίθηση για τη νίκη.
Και στο τέλος η ήρεμη βαριά φωνή πάλι του επονίτη με τον παλμό της αυτοπεποίθησης και της νίκης ξανάφερε στον κόσμο την ησυχία.
Με τη ζωντάνια που χαραχτηρίζει τις φλογερές επαναστατικές ψυχές τραβάει τον καινούργιο της δρόμο. Ο αγώνας θρέφει τα νιάτα.