Στην τελευταία σελίδα δύο μεγάλων εφημερίδων, των “Νέων” και της “Εφημερίδας των Συντακτών”, δημοσιεύτηκαν χθες άρθρα – φιλιππικοί για εμένα.
Με το άρθρο του κ. Δ. Νανούρη «Ένοχα ονόματα» δεν θα ασχοληθώ, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν περιέχει κάποιο επιχείρημα, παρά μόνο μερικά χολερικά λογοπαίγνια που σίγουρα θα έκαναν τον υπογράφοντα κέντρο του ενδιαφέροντος σε οποιοδήποτε πάρτι γενεθλίων γ’ Δημοτικού ή εναλλακτικά στην Ομάδα Αλήθειας.
Αντιθέτως, το άρθρο του κ. Μιχάλη Τσιντσίνη στα «Νέα» είναι ενδιαφέρον, διότι καταδεικνύει με αντίστιξη τον πυρήνα της αντίληψης της κατεστημένης δημοσιογραφίας και των νόμιμων ιδιοκτητών του κράτους και των μίντια έναντι των σφετεριστών άπλυτων συριζαίων. Και, δεύτερον, δείχνει την αυτοπαγίδευση των ανθρώπων αυτών σε μια καρικατούρα του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία δημιούργησαν για να τρομάξουν τα λαϊκά στρώματα, αλλά κατέληξε να φοβίζει τους ίδιους.
Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας, δηλαδή το αστικό μπλοκ και οι μιντιακές του εκπροσωπήσεις, είχαν συνηθίσει επί δεκαετίες να τοποθετούν την Αριστερά σε ένα εξαιρετικά βολικό γι’ αυτούς σχήμα, εξαιρετικά επιτυχημένο, μάλιστα, στο μέτρο που μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς το έχει ενσωματώσει απόλυτα. Με βάση αυτό το «βαρκιζαϊκό σχήμα», η Αριστερά οφείλει να έχει μια αναμενόμενη, μονοκόμματη και ευκόλως αντιμετωπίσιμη μετωπική προσέγγιση των πραγμάτων και να ηττάται ηρωικά. Και μετά να εισπράττει συγχαρητήρια και σεβασμό -όπως το σημερινό ΚΚΕ- για τη σταθερότητα των απόψεων και των πρακτικών της.
Η ανάληψη της κυβέρνησης -κατάληψη και σφετερισμός της εξουσίας, στα μάτια των “Νέων”, από τους «άπλυτους»- διαρκεί ήδη ενάμιση χρόνο και έχει δημιουργήσει σύνδρομα στέρησης. Οι πατρίκιοι είναι σε θλίψη, που άλλοτε εκφράζεται με αγανάκτηση, όπως από τον κ. Γεωργιάδη και την κ. Ασημακοπούλου, ότι «οι δικοί τους άνθρωποι τους πρόδωσαν και είναι μπόσικοι στους αριστερούς», το «στάδιο του θυμού» δηλαδή. Και άλλοτε ως εκλογίκευση και αυτοπαραμύθιασμα – «το στάδιο της διαπραγμάτευσης».
Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα του συντάκτη των “Νέων”, που για πρώτη φορά, όπως φαίνεται, αντιλαμβάνεται ότι τα μίντια δεν είναι αναγκαστικά ένα με το κράτος και ότι δεν χρειάζεται σώνει και καλά να του κάνουν το χατίρι. Ότι η παγιωμένη πρακτική, μπροστά τα ΜΑΤ, από πίσω τα κανάλια και η εγκάρδια και αμοιβαίως επωφελής συνεργασία κράτους – ΜΜΕ, μπορεί μεν να είναι βαθιά στην ψυχή του ΔΟΛ, αλλά δεν αποτελεί δα και οικουμενική αξία. Απόδειξη το γεγονός ότι κανένα ξένο ΜΜΕ δεν εξεπλάγη με την αστυνομική απαγόρευση και ακόμη περισσότερο ότι υπήρξαν δημοσιογράφοι, ξένοι πάλι, που προσπάθησαν και εν μέρει πέτυχαν να κοροϊδέψουν και να παρακάμψουν τον αστυνομικό φραγμό. Έκαναν δηλαδή τη δουλειά τους, ανεξαρτήτως του αν εγώ, λόγω ρόλου, ήμουν από την «άλλη πλευρά».
Στο μυαλό των “Νέων”, λοιπόν, η «άλλη πλευρά» είναι δική τους και πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Είναι ανήκουστο να γίνεται αστυνομική επιχείρηση χωρίς να ανοίξει μύτη ώστε να χρειάζονται μετά τα κανάλια για να εξηγήσουν «τις πταίει». Και ιδανικά θα έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι απέναντι και να πετροβολάει την κυβέρνησή του διαβάζοντας την πραγματικότητα όπως την περιγράφουν “Τα Νέα”.
Αν πρέπει να κρατήσουμε μια ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας μέσα από τα μάτια του αστικού στρατοπέδου, ας το κάνουμε μέσα από τα λόγια του προέδρου της Ν.Δ. και όχι των απελπισμένων σπιν του: «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διεξάγει έναν ακήρυκτο ταξικό πόλεμο υπέρ των χαμηλότερων στρωμάτων και εις βάρος των ευπορότερων». Γι’ αυτό ακριβώς ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο, για να μετακυλήσει όσο μπορεί τα βάρη στους μενουμευρωπαίους, και αυτό ακριβώς κάνει.