Ο δημοσιογραφικός λόγος, γραπτός και προφορικός, οφείλει να είναι καίριος και πάνω απ’ όλα αληθινός, ελεύθερος.
Αναρωτιέμαι γιατί ουκ ολίγοι, στο όνομα μιας κάλπικης φιλοπατρίας και μιας επίσης κάλπικης, υποτιθέμενης αγάπης για τη θρησκευτικής τους πίστη, φωνασκούν όταν διαβάζουν κείμενα και βλέπουν εικόνες ιερών προσώπων του Χριστιανισμού, για τις οποίες χρησιμοποιούνται λέξεις που σοκάρουν τα «χρηστά ήθη» τους; Πριν πούμε την άποψή μας ή, το κυριότερο πριν γράψουμε κάτι για να το δημοσιοποιήσουμε, μήπως οφείλουμε πρώτα να το σκεφτόμαστε καλά;
Θα μου πείτε οι προκλήσεις του καιρού μας είναι πολλές. Γι’ αυτό ζει και βασιλεύει ο θάνατος της ιδιοτέλειας και του εγωκεντρισμού. Ωστόσο, η συνύπαρξη με συνανθρώπους μας που είναι διαφορετικοί, είναι οι Άλλοι και οι Άλλες, μπορεί να είναι εφικτή, φτάνει να είμαστε σε θέση να αποδεχθούμε τη διαφορετικότητά τους, να αναρωτηθούμε «τι θα γινόταν αν ήμουν αυτή; Ή αυτός; Ή αυτοί;» «Ας μπούμε λίγο στα παπούτσια του διπλανού μας, ακόμα και μέσα στο δέρμα του, όχι για να διασχίσουμε το ποτάμι ή να “ξαναγεννηθούμε”, αλλά μόνο για να καταλάβουμε και να αισθανθούμε τι υπάρχει εκεί κάτω. Τι υπάρχει πέρα από το ποτάμι; Τι έχουν στο μυαλό τους; Τι αισθάνονται εκεί πέρα; Και πως φαινόμαστε εμείς από εκεί;», καταπώς γράφει ο Αμός Οζ στο τελευταίο βιβλίο του Αγαπητοί ζηλωτές.
Πως άραγε αισθάνονταν οι πόρνες που ζούσαν στο Κάτω Κάστρο της Μυτιλήνης την εποχή του Μεσοπολέμου; Γιατί, άραγε, προσκυνούσαν την εικόνα της Παναγιάς της Γαλατούσας που βρίσκονταν εκεί; Γιατί οι κάτοικοι της Μυτιλήνης τις θεωρούσαν μιαρές και γιατί ενόμιζαν πως διέπρατταν ιεροσυλία; Πόσο μακρύ και βαθύ, πράγματι, ήταν το ποτάμι που χώριζε τους δύο αυτούς κόσμους, τον «μιαρό και βέβηλο» από τη μια μεριά και τον «καθώς πρέπει», τον «καθαρό» από την άλλη; Τολμήσαμε ποτέ το εξής απλό: να στήσουμε μια γέφυρα συνύπαρξης και αποδοχής με τον Άλλο, την Άλλη; Μάλλον κάτι τέτοιο φαίνεται ανεκπλήρωτο όνειρο. Κι όμως ο Χριστός είπε: «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού». Κι όμως η αγκαλιά της Μάνας Παναγιάς ήταν ανοικτή και για τις πόρνες του Κάτω Κάστρου.
Ας μη μας σοκάρουν, λοιπόν, οι λέξεις που η δημοσιογραφική πέννα κατέγραψε για την Παναγιά τη Γαλατούσα στο Κάτω Κάστρο. Ήταν λέξεις που τις έλεγαν “οι απόξω”. Με τον απαιτούμενο σεβασμό στο Πρόσωπό της, ο δημοσιογραφικός λόγος απέδωσε την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του Μεσοπολέμου στη Μυτιλήνη, εποχή πολλών πολιτικοκοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών, λόγω της τραγικής Μικρασιατικής Καταστροφής, και των εκατοντάδων προσφύγων που κατέφτασαν τότε σε αυτή. Μόνο που η πραγματικότητα αυτή είχε και την εκκλησιαστική της διάσταση – φιλάνθρωπη η Παναγιά Γαλατούσα, ας μη το ξεχνάμε αυτό – αθέατη στα μάτια πολλών, τότε και σήμερα.
Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, καλοπροαίρετα συστήνω στους φωνασκούντες χριστιανούς, με τη δέουσα προσοχή να διαβάσουν το παρακάτω κείμενο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Ελπίζω να μην σοκαριστούν από λέξεις και όρους, που θέλω να πιστεύω ότι καταλαβαίνουν.
«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποῦς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ.
Κινῶ τὴν χεῖρα, καὶ Χριστὸς ἡ χεὶρ μου ἔστιν.
Ἀμέριστον γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!
Κινῶ τὸν πόδα καί, ἰδού, ἀστράπτει ὡς ἐκεῖνος˙
μή εἴπῃς, ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ᾿ ἀπόδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σε ποιοῦντι!
Εἰ γάρ καὶ σὺ θελήσειας, μέλος αὐτοῦ γενήσῃ,
καὶ οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνὸς ἡμῶν ἑκάστου
μέλη Χριστοῦ γενήσονται, καὶ Χριστὸς ἡμῶν μέλη,
καὶ πάντα τὰ ἀσχήμονα εὐσχήμονα ποιήσει
κάλλει θεότητος αὐτὰ κατακοσμῶν καὶ δόξῃ,
καὶ γενησόμεθα ὁμοῦ θεοὶ Θεῷ συνόντες,
ἀσχημοσύνην σώματος ὅλως μὴ καθορῶντες,
ἀλλ᾿ ὅλοι ὅλῳ σώματι Χριστῷ ὁμοιωθέντες,
καὶ μέλος ἕκαστον ἡμῶν ὅλος Χριστὸς ὑπάρξει.
ἰς γάρ πολλὰ γινόμενος εἷς ἀμέριστος μένει,
μερὶς ἑκάστῃ δέ αὐτός ὅλος Χριστός ὑπάρχει˙
πάντως οὖν οὕτως ἔγνωκας Χριστὸν καὶ δάκτυλόν μου
καὶ βάλανον – οὐκ ἔφριξας, ἤ σὺ καὶ ἐπῃσχύνθης;»