Τα μεγέθη της οικονομίας δείχνουν ανάκαμψη, η δεύτερη αξιολόγηση προβλέπεται να κλείσει ομαλά και η επίσκεψη Ομπάμα κατέγραψε το γεγονός ότι οι θέσεις της χώρας στα ζητήματα της λιτότητας/ανάπτυξης, του χρέους και του προσφυγικού ενισχύονται έχοντας πλέον ισχυρές συμμαχίες και ερείσματα.
Την ίδια στιγμή, η Ν.Δ. και το σύστημα της οικονομικής ολιγαρχίας που αυτή εκπροσωπεί έχουν περάσει σε μια τυφλή επίθεση απέναντι στην κυβέρνηση – στην ουσία όμως απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για την αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στην οικονομία, στο κράτος και στις κοινωνικές σχέσεις.
Βασική στόχευση της Ν.Δ. είναι η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης – στόχος που πρέπει κατ’ αυτήν να επιτευχθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα κι αν περνάει μέσα από την ανοιχτή υπονόμευση της θέσης της χώρας σε όλες τις διεκδικήσεις της.
Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, επιχειρεί να θέσει στη δημόσια συζήτηση την προοπτική ενός «4ου Μνημονίου», που στην ουσία αποτελεί την πραγματική προγραμματική της ατζέντα και στην πράξη δεν είναι τίποτα άλλο από την εφαρμογή μιας ακραίας και αντικοινωνικής πολιτικής προς όφελος των συμφερόντων της ολιγαρχίας και του συστήματος οικονομικο-πολιτικής διαπλοκής που εδραιώθηκε στη χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ακόμα και σήμερα, από τη Ν.Δ. διατυπώνονται αντιφατικές δηλώσεις για το κατά πόσον το χρέος είναι «βιώσιμο», υπονοώντας ότι είναι ανοιχτό το ζήτημα μιας ακόμα μεγαλύτερης επέλασης στα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα των λαϊκών και μεσαίων τάξεων. Στόχος αυτών των δηλώσεων η ανατροπή της κυβέρνησης.
Επομένως σ’ αυτήν την απόλυτη ταξική μεροληψία της ελευθερίας της αγοράς που εκπροσωπεί η Ν.Δ. και οι πολιτικοί της σύμμαχοι (άκρα Δεξιά, Ποτάμι, πρώην «εκσυγχρονιστές» κ.λπ.), η κυβέρνηση και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν υποχρέωση να αντιμετωπίσουν τη διαρκή επίθεση του κεφαλαίου κάνοντας δύο ταυτόχρονα και παράλληλα πράγματα:
Το πρώτο αφορά το κυβερνητικό πεδίο. Η υποχρέωση και ο στόχος της κυβέρνησης είναι στο αμέσως επόμενο διάστημα να οργανώσει και να εφαρμόσει μια κυβερνητική πολιτική που συστηματικά και με συνέπεια θα μεταφέρει πόρους από το κεφάλαιο στην κοινωνία και από την ολιγαρχία στην κοινωνική πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση -αφού περάσει και τις συμπληγάδες της β΄ αξιολόγησης- πρέπει να διαμορφώσει μια πολιτική διαρκούς «πολέμου θέσεων» μέσα στην οικονομία και το κράτος, με στόχο να περάσει μεν την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά αλλά και να αναδιανείμει δίκαια τα αναπτυξιακά οφέλη.
Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται στο πεδίο του κράτους και των δημόσιων πολιτικών μια συστηματική και εργώδης προσπάθεια που να «ξεκλειδώνει» τις νεοφιλελεύθερες θεσμικές και διοικητικές δομές, να αφαιρεί πολιτική, διοικητική και οικονομική δύναμη από το «βαθύ κράτος» και να προσθέτει, αντίστοιχα, δύναμη στα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των λαϊκών τάξεων.
Πολλά «παράλληλα προγράμματα», δηλαδή, πρέπει να είναι σε εξέλιξη, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο βασικός στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης σε αυτή τη φάση, που είναι η έξοδος από την κρίση με την κοινωνία όρθια.
Το δεύτερο πεδίο αφορά το κομματικό σύστημα και την πολιτική σκηνή. Εδώ επιβάλλεται να συγκροτηθεί με άξονα και αφετηρία τον ΣΥΡΙΖΑ ένα μέτωπο, ένας ευρύς αστερισμός των αντι-νεοφιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων, όλων δηλαδή των μικρών ή μεγαλύτερων πολιτικών υποκειμένων που αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να υπάρξει ανάχωμα στην τυφλή ταξική, κοινωνική και ιδεολογική πόλωση στην οποία καταφεύγει σήμερα η νεοφιλελεύθερη (και αρκετά ακροδεξιά) Ν.Δ. και τα οικονομικά μπλοκ που εκπροσωπεί.
Ενας τέτοιος πόλος μπορεί να είναι αποτελεσματικός στο να στηρίζει εμπράκτως κάθε πολιτική υπέρ των λαϊκών και εργασιακών δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα, να δημιουργεί για την κυβέρνηση περισσότερο και μεγαλύτερο χώρο εφαρμογής αναδιανεμητικών πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Στο πολιτικό αυτό πεδίο, πέραν των δυνάμεων της παραδοσιακής και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και πέραν μικρών μεν αλλά υπαρκτών συντηρητικών δυνάμεων που αυτονομούνται από τη Ν.Δ., θα είναι κρίσιμη και η στάση των όποιων δυνάμεων της Κεντροαριστεράς έχουν απομείνει στη χώρα μας.
Οπως και σε όλα σχεδόν τα ομόλογα κόμματα της Ευρώπης, έτσι και στην Ελλάδα, η προοπτική μιας περαιτέρω διαίρεσης του χώρου σε μια τάση συμπληρωματική της Κεντροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού και σε μια τάση «επιστροφής» στις ρίζες του «σοσιαλισμού» και του αντιδεξιού μετώπου είναι εμφανής.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, η ανοιχτή μετά το 2011 συγκυβέρνηση με τη Δεξιά, αλλά και η απόλυτη σχεδόν σύμπλευση μαζί της και ως αντιπολίτευση, έχει οδηγήσει τον χώρο σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των κοινωνικών αναφορών του.
Η συστημική πλέον αδυναμία εκπροσώπησης κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και η τραγική επιλογή να μη στηρίξει την πρόταση για την απλή αναλογική -γεγονός που προήγαγε τα συμφέροντα της «δεξιόστροφης» νεοφιλελεύθερης τάσης του ΠΑΣΟΚ– καθιστούν την εκλογική επιβίωση του χώρου εξαιρετικά αμφίβολη υπό τις σημερινές συνθήκες.
Η «κεντρώα» αναδιατύπωση που επιχειρεί τον τελευταίο καιρό η ηγεσία («ούτε με τη Ν.Δ. ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ») είναι ένα βήμα για τον απογαλακτισμό από τη νεοφιλελεύθερη επιρροή, όχι όμως ικανό να διασώσει από μόνο του τον χώρο.
Γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που θα μείνουν στο «κέντρο»: είτε θα επιλέξουν το άρμα των κυρίαρχων τάξεων και θα στραφούν στη Δεξιά είτε θα επιλέξουν το άρμα των λαϊκών συμφερόντων και θα στραφούν στα αριστερά.
* υπουργός Επικρατείας