ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Επικαιρότητα

Λαμπριάτικη διασκέδασις

Ενδιαφέρουσες διασκεδάσεις

Μερικές φορές αρκεί κάτι το ελάχιστο για να πούμε ότι διασκεδάσαμε. Σ’ αυτό μπορούμε να συμπεριλάβουμε ακόμα και τη μέρα της Λαμπρής. Δεν χρειάζονται πακέτα διακοπών με ιδιαίτερες προσφορές, όπως έχουμε συνηθίσει τις τελευταίες δεκαετίες. Η συντροφιά αγαπημένων προσώπων, ένας περίπατος, κάτι που αποζητούσαμε από καιρό – μικρό αλλά ενδιαφέρον – μπορούν να προσφέρουν χαρά και να προσδώσουν τον ιδιαίτερο τόνο της περίπτωσης ή της μέρας.

Ένας περίπατος στο Κάστρο της Μυτιλήνης, τη Λαμπρή του 1915, αναγγέλλεται ως «Λαμπριάτικη διασκέδασις» του χρονογράφου Άγγελου Σημηριώτη και της οικογένειάς του· μόνο που η προσδοκία δεν αρκεί για να πραγματωθεί η επιθυμία και να επαναληφθεί το ωραίο του παρελθόντος. Τα όσα διαδραματίστηκαν δεν χαροποίησαν τους συμμετέχοντες, όμως έγιναν χρονογράφημα στην εφημερίδα Λέσβος, στις 25 Μαρτίου του 1915, και ενδιαφέρον ανάγνωσμα με πολλά στοιχεία, ακόμα και έναν αιώνα μετά.

Αριστείδης Καλάργαλης

Λαμπριάτικη διασκέδασις

lr-00-001851-1300x7001
Κωνσταντίνος Μαλεας -Καστρο Μυτιληνης

Είχ’ ακούσει για το περυσινό ξεφάντωμα που έγινε τη μέρα της Λαμπρής στους διαφόρους λόχους στο Κάστρο. Κάποιοι που είχανε βρεθεί εδώ και ύστερα ήλθανε στη Σμύρνη όταν μας τα διηγούνταν έτρεχαν τα σάλια μας. Και είχα υποσχεθεί στη γυναίκα μου, αν ίσως κ’ είμαστε του χρόνου στη Μυτιλήνη να την πάγω να το ιδεί και ν’ αδειάσουμε μια μποτίλια μπύρα με τους στρατιώτες μας για την Πατρίδα.

Έτσι λοιπόν που λες, προχτές, ανήμερα του Πάσχα, πρωί-πρωί, απ’ την Επάνω Σκάλα που κάθομαι ξεκίνησα με τη γυναίκα μου, τα δυο μου τα μωρά και τη δούλα μου που σήκωνε το πιο μικρό, για το Κάστρο. Και για να τους σεργιανίσω καλλίτερα, μπήκαμε από την κάτω πόρτα του Κάστρου, εκείνη που βγάζει στο γιαλό της Επάνω Σκάλας.

Μόλις όμως μπήκαμε, τα ψηλά μεσαιωνικά τείχη με την γέρικη βαρβαρότητά τους που μας τριγύριζαν στενοχώρησαν τη γυναίκα μου κι’ αρχίνησε να μουρμουρίζει. Σημειώσατε πως είναι και κομμάτι γκρινιάρα, σαν όλες τις γυναίκες άλλως τε. Πρέπει όμως να ομολογήσω πως δεν είχε και τόσο άδικο. Γιατί δεν ήτον μόνον τα τείχη που μας πλάκωναν τη ψυχή, πολύ πιότερο μας πληγώνανε τα πόδια οι κακοφτιαγμένοι ντουσεμέδες μέσα στα στενάδια που μπήκαμε και οι ανηφόρες τους γρήγορα γρήγορα έκαμαν να κρεμαστεί η γλώσσα μας μια πήχη έξω. Προς επίμετρο και το μεγαλύτερο αγόρι, έως τεσσάρων χρόνων, που τώχουμε λιγάκι παραχαϊδέψει, μου άνοιξε την τσαμπούρνα του δηλώνοντάς μου κατηγορηματικά πως δεν εννοούσε να περπατήσει. Καταφουρκισμένος το φορτώθηκα στην αγκαλιά μου κι’ εξακολουθήσαμε την ανάβασή μας προς τα ύψη του Κάστρου, που μου παρουσιαζότανε με μαρτύρια Γολγοθά.

Μα κάναμε δεν κάναμε μερικά βήματα και λίγο έλειψε να μας έλθει λιποθυμία. Σε κάθε γωνιά στεναδιού ατέλειωτες ακαθαρσίες βρόμιζαν τον αέρα, και καταφύγαμε στα μανδήλια μας. Και είναι η μόνη φορά στη ζωή μου που ένοιωσα τη χρησιμότητα των μυρωδικών κ’ εσυγχώρησα τη γυναίκα μου γι’ αυτό το έξοδο που έως προχθές το εθεωρούσα για το πιο μάταιο.

Εννοείτε πως αυτό δεν εμπόδισε τη γρίνα της γυναίκας μου να ξεσπάσει. Τα ο υ φ ο ύ! Και τα φ ο υ χ ί! διαδέχοντο το ένα το άλλο σαν οβίδες κανονιών των τριάντα δύο στα φρούρια των Δαρδανελίων. Μα έκανα πως δεν τα καταλάβαινα αν και τα δεχόμουν κατάστηθα. Μήπως δεν ήτανε δικό μου το σφάλμα; Τι διάβολο ήθελα, αδελφέ, να αναλάβω να διασκεδάσω τη γυναίκα μου και τα μωρά μου λαμπριάτικο πρωί-πρωί;

Τέλος εφθάσαμε στον πρώτο λόχο. Άκρα σιωπή. Μερικές δάφνες μόνο στην πόρτα του. Εξήγησα στη γυναίκα μου πως ακόμη ήτον πολύ πρωί. Ευτυχώς το μικρότερο μωρό μου έπαθε ό,τι όλα τα παιδιά στην ηλικία του και η γυναίκα μου δεν άκουσε την εξήγησή μου, επειδή τη στιγμή εκείνη κατεγίνετο να του αλλάξει το βρακάκι του. Το φορτώθηκε πάλιν η δούλα κι’ εξακολουθήσαμε το σκαμπανέβασμα μέσα από τα στενάδια στα ύψη του Κάστρου.

Περάσαμεν έτσι έξω από άλλους λόχους, εις τους οποίους βασίλευεν η ίδια απόλυτη ησυχία. Μήτε φέστες, μήτε τσιμπούσια. Για ν’ αποφύγω τα ειρωνικά βλέμματα της γυναίκας μου έσπρωξα μια πόρτα αφού προηγουμένως της εξήγησα πως θα την έφερνα να ιδεί μια μεσαιωνική κατοικία. Και προεξοφλούσα την επίδειξη που θα της έκαμνα με τας γνώσεις μου, όταν, καθώς έσπρωξα την πόρτα κι’ εμπήκαμε, σταματήσαμε μπροστά σ’ ένα όρος κοπριάς. Η αυλή της μεσαιωνικής κατοικίας είχε μεταβληθεί σε στάβλο.

Έριξα κάτω τ’ αυτιά μου κ’ εξακολουθήσαμε την ανάβασή μας. Μια ελπίδα είχα. Όταν φθάσομε στην επάνω πόρτα να βγούμε από μέσα από το Κάστρο για ν’ απαλλαγώ από τις γρινιάρικες ειρωνείες της γυναίκας μου. Γι’ αυτό έριξα μια αδιάφορη ματιά επάνω στην πλατεία σε κάτι πρόσφυγας που ράκιζαν εξ αφορμής της Αναστάσεως του Κυρίου. Ο νους μου ήτο στην πόρτα. Μα όταν φθάσαμε, ο σκοπός μας επρότεινε τη λόγχη και μας φώναξεν: άλτ! Σταθήκαμε. Είπα: να περάσουμε!

-Όπισθεν, φώναξεν ο σκοπός, έχω διαταγή να μην αφήσω να περάσει κανένας!

Βούρκωσα. Το μικρότερο μωρό μου είχεν αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της δούλας και το μεγαλύτερο που σήκωνα εγώ μου έκοβε τα χέρια. Κι’ άρχισα να τρέχω σαν δαιμονισμένος τον κατήφορο, γυρεύοντας μια πόρτα χωρίς απαγόρευσιν που να βγω από το Κάστρο. Πίσω η γυναίκα μου φώναζε της δούλας να περπατεί πιο γρήγορα και σε μένα να τρέχω πιο σιγά. Δεν ξέρω τι έκαμεν η δούλα, μα εγώ δεν άκουα. Έτσι δεν ξέρω πότε έξαφνα βρεθήκαμε πάλι στην Επάνω Σκάλα. Μπρος μου ήτον μια βάρκα και πήδησα μέσα. Μου ήτον αδύνατο πια να σηκώνω το παιδί. Η γυναίκα μου με ακολούθησε χωρίς να πει γρυ κι’ εξεκινήσαμε να περάσωμε στο αντικρινό μουράγιο που ήτον το σπίτι μας.

Μα δεν είχαν τελειώσει οι αμαρτιές μας. Ένα καΐκι με πανί ολοφούσκωτο ξεμπουκάρισε στην πλώρη μας. Παρ’ ολίγο να μας βουλιάξει. Λες και τώκαμεν επίτηδες. Δε βάσταξα. Έλουσα καπετάνιο και τιμονιέρη μ’ όση αγανάκτηση είχα μαζέψει μέσα μου δυο ώρες τώρα απ’ την προηγούμενη Οδύσσειά μου. Όταν εφθάσαμε στο σπίτι η γυναίκα μου προς επίμετρο έπαθε τα νευρικά της, κάτι νευρικά άγρια, κι’ έτρεξα να φέρω το γιατρό. Το επίλοιπο της μέρας το πέρασα με τον αιθέρα στο χέρι και με την αμμωνία. Έτσι διεσκέδασα, φίλοι μου, εφέτος τη Λαμπρή.

εφ. Λέσβος, 25.3.1915

Δημοσιεύθηκε στα «Ενθέματα» (ηλεκτρονική έκδοση) της εφημ. Αυγή, 30.4.2016