Ο όχλος που έκαψε έναν μαύρο αγρότη, εκμισθωτή γης, το 1921 στο Αρκάνσας ακολούθησε την κοινή πρακτική όταν διαφήμισε εκ των προτέρων τη δολοφονία, έτσι ώστε οι θεατές να μπορέσουν να σημειώσουν το τρομακτικό γεγονός στο ημερολόγιό τους.
Οι διοργανωτές πληροφόρησαν τις εφημερίδες νωρίς την ημέρα που σχεδίαζαν να σκοτώσουν, όσο το δυνατόν πιο οδυνηρά, τον Χένρι Λόουερι, δίνοντας στους εκδότες το περιθώριο να φτιάξουν έκτακτες εκδόσεις που ενημέρωναν για τον χρόνο, τον τόπο και τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του θανάτου που είχε προγραμματιστεί.
Οι ιστορικοί έχουν δώσει ελάχιστη προσοχή στον ρόλο που έπαιξε ο Νότιος λευκός τύπος στη φυλετική τρομοκρατία του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, όταν χιλιάδες Αφροαμερικανοί απαγχονίστηκαν, κάηκαν, πνίγηκαν ή χτυπήθηκαν μέχρι θανάτου από λευκά πλήθη. Το ζήτημα αυτό ανέκυψε με δραματικό τρόπο πρόσφατα, όταν η σχεδόν δύο αιώνων εφημερίδα “Montgomery Advertiser” δημοσίευσε ένα πρωτοσέλιδο εκδοτικό σημείωμα ζητώντας συγγνώμη για την κάλυψη των λιντσαρισμάτων που παρουσίαζε ως αποκτηνωμένα τα μαύρα θύματα. Η συγγνώμη συνέπιπτε με τα πρόσφατα εγκαίνια, στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, ενός μνημείου για τα θύματα των λιντσαρισμάτων και θέτει τις βάσεις για μια εκ νέου συζήτηση πάνω σε μια βαθύτατα ανέντιμη περίοδο στην Ιστορία του Τύπου του αμερικανικού Νότου.
Η αιματηρή γιορτή, στην οποία 500 αλαλάζοντες θεατές είδαν τον Χένρι Λόουερι να απανθρακώνεται, πραγματοποιήθηκε στη Νοντίνα του Αρκάνσας στις 26 Ιανουαρίου 1921. Μεταξύ αυτών που συμμετείχαν, ήταν ένας δημοσιογράφος της “Memphis Press”, το ρεπορτάζ του οποίου -υπό τον τίτλο «Σκοτώστε τον αράπη αργά και βασανιστικά»- επικύρωσε τη βάρβαρη διαδικασία και κατέγραψε με λεπτομέρειες το μαρτύριο του θύματος, επισημαίνοντας ότι ο Λόουερι “παρέμεινε στωικά σιωπηλός ακόμα κι όταν η σάρκα είχε αποκολληθεί από τα πόδια του και οι φλόγες πλησίαζαν στο πρόσωπό του”.
Ο Λόουερι είχε κατηγορηθεί για τη δολοφονία του λευκού γαιοκτήμονά του και της ενήλικης κόρης του. Ο ερευνητής των λιντσαρισμάτων Ουόλτερ Ουάιτ ανέφερε αργότερα ότι ο Λόουερι είχε βγάλει όπλο μόνο αφού πυροβολήθηκε από τον γιο του γαιοκτήμονα και αφού δέχτηκε σωματική επίθεση από τον ίδιο σε μια διαμάχη για τα μισθώματα. Τις εποχές εκείνες, που ένας Αφροαμερικανός μπορούσε να σκοτωθεί εξαιτίας της ιδιοτροπίας ενός λευκού, η αυτοάμυνα θεωρούταν συχνά ως έγκλημα όταν προερχόταν από έναν μαύρο.
Οι εφημερίδες έως και που περηφανεύονταν για τον ρόλο που έπαιζαν στην οργάνωση ιδιαίτερα θεαματικών λιντσαρισμάτων. Αλλά η πραγματική ζημιά γινόταν με φορτισμένα καθημερινά ρεπορτάζ που δικαιολογούσαν το λιντσάρισμα, παρουσιάζοντας τα θύματα ως «σατανάδες», «κτήνη», «γεννημένους εγκληματίες» ή, τον όρο που τα περιλαμβάνει όλα, «ενοχλητικούς αράπηδες». Το αφήγημα που συνέδεε τους μαύρους με την εγκληματικότητα – και με την ποινή του θανάτου – επιβίωσε της εποχής των λιντσαρισμάτων και ζει μέχρι σήμερα.
Η εφημερίδα “Montgomery Advertiser” ήταν ιστορικά αντίθετη στο λιντσάρισμα. Παρ’ όλα αυτά, όταν το σημερινό της προσωπικό εξέτασε την κάλυψη της εποχής εκείνης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε αντιταχθεί στο λιντσάρισμα με βολικό, ασαφή τρόπο, ενώ αντιδρούσε με αδιαφορία στις πραγματικές αιματηρές του συνέπειες. Οι συντάκτες διαπίστωσαν ότι η εφημερίδα πάρα πολύ συχνά συμπέραινε, χωρίς αποδείξεις, ότι τα θύματα του λιντσαρίσματος ήταν ένοχα και, έτσι, προωθούσε τους στόχους της λευκής εξτρεμιστικής κυριαρχίας.
Η περιγραφή αυτή ισχύει ευρέως για τον Νότο την περίοδο της φυλετικής νομοθεσίας, όπου ακόμη και οι εφημερίδες που θεωρούνταν φιλελεύθερες αναπαρήγαγαν το καθεστώς του απαρτχάιντ μέσα από τις σελίδες τους, διαχωρίζοντας ειδήσεις και αγγελίες γεννήσεων ανά φυλή, καθιστώντας τούς νομοταγείς μαύρους ανθρώπους αόρατους και, ιδιαίτερα, αρνούμενες στους Αφροαμερικανούς το συνοδευτικό του επιθέτου «κύριος» και «κυρία». Αυτή η ταπεινωτική πρακτική είχε ως σκοπό να απεικονίσει το αδύνατο της φυλετικής ισότητας. Επίσης, άφηνε τους λευκούς αναγνώστες να γνωρίζουν πότε ο άνθρωπος οι δηλώσεις του οποίου καταγράφονταν ήταν μαύρος, ώστε να μπορούν να αγνοηθούν τα λεγόμενά του.
Ο συντάκτης της εφημερίδας, Άιρα Χάρκεϊ, που ήταν λευκός, προκάλεσε οργή το 1949 όταν εγκατέλειψε την καθιερωμένη στον Νότο δημοσιογραφική πρακτική της αυτόματης φυλετικής επισήμανσης των μαύρων ανθρώπων στα κείμενα και άρχισε προσεκτικά να επεκτείνει το συνοδευτικό «κυρία» από τις σελίδες της “Pascagoula Chronide Star”, σε κάποιες προσεκτικά επιλεγμένες μαύρες γυναίκες, όπως δασκάλες και νοσοκόμες. Ο Χάρκεϊ κατηγορήθηκε – και πυροβολήθηκε – από ρατσιστές στο Μισισίπι επειδή υπερασπιζόταν τα πολιτικά δικαιώματα. Έγραψε με πικρία για τα πρώτα του χρόνια στη “New Orleans Times – Picayune”, όπου υπήρχε «ένας κανόνας, ότι οι νέγροι δεν έπρεπε να εμφανίζονται στις φωτογραφίες». Ήταν απαραίτητο να σβήνονται από τις σκηνές πλήθους.
Η “Montgomery Advertiser”, γνωστή τον 19ο αιώνα ως η κορυφαία εφημερίδα της Συνομοσπονδίας, τοποθετήθηκε με τη λάθος πλευρά της Ιστορίας με αναρίθμητους τρόπους, γελοιοποιώντας μεταξύ άλλων το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα που ξεκίνησε με το μποϊκοτάζ των λεωφορείων του Μοντγκόμερι το 1955 και έφτασε στο αποκορύφωμα μια δεκαετία αργότερα, με την πορεία από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι και την έγκριση του Νόμου περί Εκλογικού Δικαιώματος.
Ο Μπρο Κριφτ, ο 41 ετών σημερινός αρχισυντάκτης της εφημερίδας, γνώριζε καλά αυτή την ιστορία όταν χαιρέτησε τα εγκαίνια του μνημείου για το λιντσάρισμα, αφιερώνοντας την πρώτη σελίδα του “Advertiser” στα ονόματα των θυμάτων δίπλα στο ρητά διατυπωμένο κείμενό του και αναγνωρίζοντας τη συνενοχή της εφημερίδας. Μιλώντας σε μια πρόσφατη τηλεφωνική συνέντευξη για το μνημείο, ο Κριφτ δήλωσε: «Συνειδητοποίησα ότι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει από εδώ και εμπρός το αφήγημα στην Αμερική. Αυτό το μνημείο θα μπορούσε να είναι η φυσική αναπαράσταση της συζήτησης που πρέπει να κάνουμε στην Αμερική”.
Ο Brent Staples είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής των “New York Times”
Πηγή: Η Αυγή από New York Times