ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Ιστορία

Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε/Η «κόκκινη Βιέννη». Χτίζοντας μια πόλη για τους εργάτες στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου

 

Την περίοδο του Μεσοπολέμου η Βιέννη αποτέλεσε τον τόπο ενός πρωτότυπου εγχειρήματος κοινωνικού μετασχηματισμού μέσω της εφαρμογής ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Φορέας και οργανωτής αυτής της προσπάθειας υπήρξε το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SDAP),το οποίο από το 1919 μέχρι και το 1934 χάρη στην απόλυτη πλειοψηφία που κατακτούσε στις εκλογές ήλεγχε την τοπική κυβέρνηση. Η δυνατότητα του τοπικού κρατιδίου να νομοθετεί επέτρεψε στους σοσιαλδημοκράτες να αλλάξουν το φορολογικό σύστημα και να δημιουργήσουν μια σειρά από νόμους με τους οποίους μετατοπιζόταν σημαντικά ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της εργασίας προς όφελός των τελευταίων.

Στον τομέα της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της κοινωνικής πρόνοιας πραγματοποιήθηκαν συχνά καινοτόμες παρεμβάσεις προκειμένου να δοθούν ευκαιρίες και να ενταχθούν στην κοινωνική ζωή όσοι είχαν συστηματικά αγνοηθεί και αποκλειστεί τον προηγούμενο αιώνα. Εκείνο όμως που κάνει την περίπτωση της Βιέννης μοναδική είναι το γιγαντιαίο πρόγραμμα κατασκευής κοινωνικών κατοικιών με το οποίο επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί το οξύ στεγαστικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε η πόλη. Τα 64.000 διαμερίσματα που δημιουργήθηκαν εντός συνοικισμών και συγκροτημάτων διασφάλισαν στέγη στο 1/8 των κατοίκων και αποτελούν το μοναδικό παράδειγμα εκτός της Σοβιετικής  Ένωσης όπου έχουμε την δημιουργία κατοικιών για την πλατιά μάζα του πληθυσμού κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου από το κράτος. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη δεν χτίστηκαν τόσα πολλά διαμερίσματα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αν και ορισμένες πόλεις υπήρξαν σίγουρα πολύ πιο καινοτόμα και «τολμηρά» σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική των κτιρίων τους εγχειρήματα.

Αν και τα περισσότερα από αυτά τα διαμερίσματα ήταν μικρά, στην πλειοψηφία τους των 38 ή 48 τμ. οι συνθήκες που παρείχαν βελτίωναν ριζικά την ζωή των ενοίκων τους. Διέθεταν όλα τους τρεχούμενο νερό, ηλεκτρικό φως και κουζίνα αερίου, εσωτερική τουαλέτα και δικό τους κελάρι ή σοφίτα. Τα παράθυρα που «έβλεπαν» είτε προς τον δρόμο είτε προς την εσωτερική αυλή χάριζαν επαρκή φυσικό φωτισμό και εξαερισμό, ενώ πολλά διέθεταν και δικό τους μπαλκόνι, κάτι που μέχρι τότε δεν ήταν σύνηθες στην Βιέννη. Η ανύψωση του ισογείου παρείχε μεγαλύτερη ιδιωτικότητα στους ενοίκους του, καθώς πλέον προστατεύονταν από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών ενώ εξαφανίζονταν και οι ποιοτικές διαφορές μεταξύ της πρόσθιας και της οπίσθιας πλευράς του κτιρίου. Από την άλλη τα συγκροτήματα παρουσίαζαν σημαντικές τεχνικές ελλείψεις, όπως η απουσία ασανσέρ, κεντρικής θέρμανσης και λουτρού εντός των διαμερισμάτων, ενώ το ύψος του ταβανιού ήταν χαμηλό με στόχο την μείωση των εξόδων κατασκευής και θέρμανσης.

Από την άλλη το ενοίκιο για τις κατοικίες αυτές ήταν ιδιαίτερα χαμηλό: ενώ πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένας Βιεννέζος εργάτης καλούνταν να καταβάλλει μεταξύ του 20% – 40% του μισθού του για το ενοίκιο, στα δημοτικά συγκροτήματα το ποσοστό αυτό ήταν μόλις γύρω στο 2%. Η συγκεκριμένη επιλογή της δημοτικής αρχής ήταν και μια προσπάθεια έμμεσης ενίσχυσης της τοπικής βιομηχανίας: με το να μειωθεί το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ενώ παράλληλα βελτιώνονταν οι συνθήκες της, θα μπορούσαν να κρατηθούν χαμηλά οι μισθοί και να ενισχυθείί η ανταγωνιστικότητα της στις διεθνείς αγορές. Για τον σκοπό αυτό η κατοικία έπρεπε να αποσπασθεί από τον έλεγχο του ιδιώτη επιχειρηματία και να μετατραπεί από αντικείμενο κερδοσκοπίας σε καθολικό δικαίωμα και η εξασφάλιση της από ιδιωτική υπόθεση μεμονωμένων ατόμων σε υποχρέωση της κοινότητας προς τα μέλη της.

Σε καμία άλλη μεγάλη πόλη επίσης δεν καταβλήθηκαν τόσο εκτεταμένες και συντονισμένες προσπάθειες σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργατικών στρωμάτων αλλά και για τον μετασχηματισμό ολόκληρου του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούσαν. Το γεγονός ότι καταβάλλονται προσπάθειες να οικοδομείται λιγότερο από το 40% της επιφάνειας του οικοπέδου αφήνει χώρο για την δημιουργία μεγάλων εσωτερικών αυλών και εκτάσεων πρασίνου. Έτσι σε μια εποχή που σε όλη τη δυτική Ευρώπη η ζωή στο σπίτι κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος σε βάρος της ζωής στο δρόμο, η περίπτωση της Βιέννης ξεχωρίζει καθώς εδώ λαμβάνει χώρα μια «μεταφορά» εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων από τα μικρά και λιτά εξοπλισμένα διαμερίσματα στους κοινόχρηστους χώρους και τις αυλές. Καθώς φιλοξενούσαν μια σειρά καταστημάτων (όπως φαρμακεία, καφέ, εστιατόρια, κομμωτήρια, μανάβικα και ζαχαροπλαστεία), δημοσίων υπηρεσιών (όπως εκείνες που ήταν υπεύθυνες για την καθαριότητα και την αποχέτευση, πυροσβεστικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, κλινικές και οδοντιατρεία) αλλά και διαφόρων άλλων δημοτικών εγκαταστάσεων (όπως λουτρά, βιβλιοθήκες και χώρους άθλησης) που απευθύνονταν και σε όσους δεν διέμεναν εντός του συγκροτήματος αποτελούσαν εν μέρει και δημόσια κτίρια, γεγονός που δημιουργούσε μια νέα σχέση μεταξύ του κτιρίου και του δρόμου.

Στόχος των σοσιαλδημοκρατών δεν ήταν μόνο να λύσουν το στεγαστικό πρόβλημα αλλά και να ανανοηματοδοτήσουν τον χώρο, θεωρώντας πως η παραγωγή συγκεκριμένων τύπων κοινωνικού περιβάλλοντος είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την διαμόρφωση μιας κοινότητας με κοινές πολιτικές και πολιτιστικές αξίες. Ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο η εργατική οικογένεια θα μπορούσε να κοινωνικοποιηθεί, να γίνει «εύτακτη» και να μορφωθεί αλλά κυρίως να μεγαλώσει μια νέα γενιά με ποιοτικότερα χαρακτηριστικά η οποία θα ήταν σε θέση να πραγματώσει την μετάβαση στον σοσιαλισμό και τον «νέο άνθρωπο».

Οι Αυστριακοί σοσιαλδημοκράτες διατηρούσαν μια θετική αντίληψη για την σύγχρονη μεγαλούπολη καθώς πίστευαν ότι πέρα από τα πολιτικά οφέλη που δημιουργούσε η υψηλή συγκέντρωση ανθρώπων σε έναν περιορισμένο χώρο, η πόλη μπορούσε και ως τόπος τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου και δημιουργικής ενέργειας που αναδιαμόρφωνε τον σύγχρονο κόσμο να προσφέρει στην εργατική τάξη θετικά κοινωνικά ερεθίσματα και να διεγείρει το σώμα και το πνεύμα των μελών της. Έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στην σημασία της Βιέννης ως παγκόσμιας μητρόπολης, ως μιας πόλης σύγχρονης και ταυτόχρονα γεμάτης ιστορική συνείδηση, της οποίας ο κοσμοπολίτικος προσανατολισμός έπρεπε να προασπιστεί το ίδιο με την αυτοκρατορική της κληρονομιά. Όμως με ποιόν τρόπο μπορούσε η σοσιαλιστική ιδεολογία να αποτυπωθεί στην αρχιτεκτονική; Υπήρχαν συγκεκριμένες νόρμες που ήταν σοσιαλιστικές; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα απασχολεί τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι και το τέλος του εγχειρήματος της κόκκινης Βιέννης.

Παράλληλα η σοσιαλδημοκρατική δημοτική αρχή θα καταβάλλει προσπάθειες για την δημιουργία των δικών της αντιπροσωπευτικών κτιρίων που θα στέκονταν ως σύμβολα της πόλης ισάξια δίπλα στα παλάτια της αυτοκρατορικής περιόδου (γι αυτό και στα μεγαλύτερα συγκροτήματα δινόταν ο χαρακτηρισμός «παλάτια της εργατικής τάξης»). Το χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα είναι το μήκος 1,1 χιλιομέτρων γιγαντιαίο συγκρότημα Karl-Marx-Hof στον 19ο τομέα, το οποίο δημιουργήθηκε για να στεγάσει 5.000 ανθρώπους. Με τους τεράστιος ελεύθερους χώρους του, οι οποίοι καλύπτουν οι οποίοι που καλύπτουν το 80% της συνολικής επιφάνειας που καταλαμβάνει αποτελεί το αδιαμφισβήτητο σύμβολο της «κόκκινης Βιέννης».

Παρά την μαζική υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων της Βιέννης προς το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα αυτή η σχέση δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις και εντάσεις. Οι σχεδιασμοί εφαρμόζονταν χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των κατοίκων, αρκετές από τις εφαρμοζόμενες αντιλήψεις και πρακτικές χαρακτηρίζονται από συντηρητισμό, ιδιαίτερα η γυναίκα γινόταν αντιληπτή κυρίως ως σύζυγος και μητέρα, σαν ο βασικός θεματοφύλακας της νέας γενιάς, η σωστή ανατροφή της οποίας σύμφωνα με τα σοσιαλιστικά ιδανικά θεωρούνταν το βασικό κοινωνικό και πολιτικό καθήκον του φύλου της. Ενώ και οι μεγάλες μειονότητες των Εβραίων και των Σλαβόφωνων υπόκειντο σε διακρίσεις και υποτίμηση της κουλτούρας τους. Επιπλέον οι αυστηροί κανόνες και απαγορεύσεις που ρύθμιζαν την ζωή και την λειτουργία των κοινόχρηστων εγκαταστάσεων και οι (υπερ)εξουσίες του θυρωρού δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια στους ενοίκους να αναπτύξουν δικές τους πρωτοβουλίες, ειδικά εκτός των επίσημων δομών του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος.

Το αποτέλεσμα ήταν το μεγαλύτερο μέρος όχι μόνο των μελών της εργατικής τάξης, αλλά και του ίδιου του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος να εγκλωβιστεί σε έναν παθητικό ρόλο. Η ιδέα της ηγεσίας ότι η κομματική κουλτούρα μπορούσε να οργανώσει όλη την ιδιωτική σφαίρα των εργατών αποδείχτηκε μη ρεαλιστική και οι πρακτικές των λαϊκών στρωμάτων συνέχισαν να διαφοροποιούνται έντονα από τις επιθυμίες της. Η σταθεροποίηση ενός συστήματος πολιτικού δεσποτισμού τόσο του κόμματος όσο και της δημοτικής αρχής ακύρωνε την μαζική υποστήριξη και συμμετοχή στις κομματικές εκδηλώσεις και τελικά οδήγησε στην κάμψη της ενεργητικότητας των μαζών, καθώς η εργατική τάξη έχανε την εμπιστοσύνη της στην ικανότητα της για αυτοτελή δράση. Την  κρίσιμη στιγμή αυτό θα αποδεικνυόταν μοιραίο.

Επιπλέον η δημοτική αρχή της Βιέννης παρέμεινε υπερβολικά εξαρτημένη από τις συντηρητές εθνικές κυβερνήσεις και τις επιλογές τους και πολιτικά απομονωμένη από την υπόλοιπη Αυστρία, στην οποία η ηγεμονία των δυνάμεων της Δεξιάς δεν μπόρεσε να διαρραγεί. Και καθώς οι Βιεννέζοι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούσαν να παρέμβουν στις παραγωγικές σχέσεις, ο αποκαλούμενος «δημοτικός σοσιαλισμός» δεν άλλαξε ριζικά την κοινωνική δομή της πόλης, περιοριζόμενος στην σφαίρα της αναπαραγωγής και της αναδιανομής, με τη Βιέννη να παραμένει το ίδιο καπιταλιστική με την υπόλοιπη Αυστρία.

Αν και μετά το 1928 ο συσχετισμός δύναμης χειροτέρευε συνεχώς και οι δημοκρατικές ελευθερίες και οι εργατικές κατακτήσεις ολοένα και αποδομούνταν η ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήλπιζε μέχρι τέλους σε έναν ειρηνικό και έντιμο συμβιβασμό με έναν αντίπαλο που όμως δεν ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί. Παράλληλα πίστευε ότι μια τόσο ισχυρή οργάνωση που συσπείρωνε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και είχε ένα εκτεταμένο δίκτυο συνδικάτων και οργανώσεων υπό τον έλεγχο της ήταν αδύνατον να ηττηθεί. Η άκρατη εμπιστοσύνη στο δημοκρατικό κράτος δικαίου και η αναζήτηση συνταγματικών δικλίδων για την αποτροπή της εξελισσόμενης αντιδημοκρατικής εκτροπής, απότοκο της εργαλειακής αντίληψης για το κράτος, θα εγκλωβίσει το κόμμα στον κοινοβουλευτικό αγώνα με σκοπό την κατάκτηση της εξουσίας και σε πανεθνικό επίπεδο, κάτι που όμως από την μία απέτυχε, από την άλλη συνέβαλε στην περαιτέρω παθητικοποίηση της βάσης του. Όταν τον Φεβρουάριο του 1934 θα επέλθει η ένοπλη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής και της άκρας δεξιάς, η αδυναμία της αριστεράς να προβάλλει σοβαρή αντίσταση στην κατάλυση της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση του λεγόμενου «Αυστροφασισμού» απλά θα επικυρώσει μια ήττα η οποία στην πραγματικότητα είχε ήδη συντελεστεί.

Αν και το εγχείρημα της «κόκκινης Βιέννης» είχε συγκεκριμένα όρια και ήρθε γρήγορα αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις του, αποτελεί μοναδικό παράδειγμα άσκησης κοινωνικής πολιτικής κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Σε μια εποχή που οι ανάγκες των υποτελών στρωμάτων μόλις και άρχιζαν να λαμβάνονται υπόψη και οι κυρίαρχες τάξεις ήταν απόλυτα εχθρικές απέναντι σε παραχωρήσεις απέναντι τους, η περίπτωση της Βιέννης αποτέλεσε παράδειγμα πρώιμου κοινωνικού κράτους, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη θα το γνωρίσει μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς όμως αυτές οι προσπάθειες να εντάσσονται στο εγχείρημα δημιουργίας μιας νέας κοινωνίας.

Σήμερα ο δήμος της Βιέννης κατέχει περισσότερα από 220.000 διαμερίσματα, ενώ χρηματοδοτεί και άλλες 200.000 συνεταιριστικές κατοικίες, αυξάνοντας διαρκώς το στεγαστικό του απόθεμα. Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του στεγαστικού προγράμματος Δρ. Michael Ludwig το 2013 μισό εκατομμύριο ανθρώποι κατοικούσαν στα περίπου 2.000 δημοτικά συγκροτήματα, ενώ σήμερα ένα 62% των κατοίκων της πόλης ζει σε ένα δημοτικό ή από το δήμο επιδοτούμενο διαμέρισμα.