Εντύπωση επίσης προκάλεσε η αναφορά του αστυνομικού στους υπόλοιπους τρεις κατηγορουμένους, μία αναφορά ενδεικτική του πώς στήνονται τα σαθρά κατηγορητήρια μετά από κινητοποιήσεις. Στην κατάθεσή του, ο αστυνομικός ανέφερε πως τρεις κατηγορούμενοι «μας έσπρωχναν, μας χτυπούσαν και μας έβριζαν». Ενώπιον του δικαστηρίου ο αστυνομικούς είπε ότι τους συγκεκριμένους ανθρώπους που κατονόμαστε «δεν τους αναγνωρίζει ούτε τους ξέρει». Όταν οι δικηγόροι ρώτησαν πώς είναι δυνατόν να τους κατονομάζει στην κατάθεση χωρίς να τους αναγνωρίζει, η απάντησή του ήταν πως «ήταν προσαγόμενοι καθώς γύριζα στο Τμήμα».

Ο συγκεκριμένος αστυνομικός κατέθεσε ότι εδώ και δύο μήνες έχει πάρει μετάθεση στην ομάδα ΟΠΚΕ, ενώ παρά το γεγονός ότι κατέθεσε και σε εσωτερικό πειθαρχικό έλεγχο της ΕΛ.ΑΣ για την υπόθεση, ο έλεγχος που άνοιξε τον Φεβρουάριο του 2021 δεν έχει καταλήξει σε πόρισμα, 9 ολόκληρους μήνες μετά.

Σύμφωνα με την ιατρική γνωμάτευση του παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, ο Δημήτρης Καττής υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, μη καθορισμένο, καθώς δεν είχε προηγούμενο ιστορικό και προκλήθηκε από εξωτερικό παράγοντα. Η πλευρά της οικογένειας υποστηρίζει ότι προσπαθώντας να προσεγγίσει το Α.Τ Κολωνού, για να βρει τον γιο του, Ορέστη, που είχε συλληφθεί έξω από το σπίτι τους, ο Δ.Καττής χτυπήθηκε από αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει.

Ο δεύτερος αστυνομικός που κατέθεσε, ήταν μέλος της ομάδας ΔΙΑΣ που βρέθηκε στο σημείο και συνέλαβε τον Ν.Καβακλή, υποστηρίζοντας ότι τον είδε να προσπαθεί να απελευθερώσει συλληφθέντα (τον Δ.Καττή που βρισκόταν στο έδαφος). Δεν αναγνώρισε τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, «έναν κύριο ηλικιωμένο είδα μόνον» ανέφερε και υποστήριξε ότι συνάδερφοί του «είχαν βάλει χειροπέδες σε άτομο που αντιστεκόταν». «Αυτός που αντιστεκόταν ήταν εμφραγματίας» σημείωσε η δικηγόρος, Αντωνία Λεγάκη. Και αυτός, προσπάθησε να προσθέσει επιβαρυντικά στοιχεία για τους κατηγορούμενους που δεν είχε αναφέρει στην αρχική του κατάθεση. Όταν όμως οι δικηγόροι του ζήτησαν να επαναλάβει όσα είχε καταθέσει προανακριτικά, η απάντησεί του ήταν απλά «δεν θυμάμαι, ό,τι λέει η κατάθεση». Οι συνήγοροι υπεράσπισης σημείσαν σε εκείνο το σημείο ότι η απάντηση «δεν θυμάμαι» είναι θεμιτή, όταν δεν ισχύει επιλεκτικά εν μέσω αντιφάσεων.

Οι διαρκώς αντικρουόμενες μαρτυρίες που έχουν ακουστεί στο δικαστήριο από τους πέντε συνολικά αστυνομικούς που κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας οδήγησαν δύο εκ των δικηγόρων υπεράσπισης (Παλαιολόγος Παλαιολόγος και Παναγιώτης Σκαρογιάννης) να ζητήσουν από το δικαστήριο «να πράξει τα δέοντα» απέναντί τους, καταγγέλλοντας ψευδορκίες.

Τελευταίο επεισόδιο της δικασίμου, η αναπαραγωγή των βίντεο από το συμβάν, ένα από τα οποία (αυτό από τις κάμερες της πολυκατοικίας της οικογένειας) έφερε στη δημοσιότητα πριν μερικές εβδομάδες το ΤPP. Mε ένα λάπτοπ, οι συνήγοροι υπεράσπισης προσπαθούαν να εξηγήσουν στο Προεδρείο τι συμβαίνει, με την έδρα να καλεί και τους τρεις αστυνομικούς της ομάδας «ΔΡΑΣΗ», ώστε να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Εκεί ήταν επίμονη η προσπάθεια των αστυνομικών να υποστηρίζουν ότι δέχονται επίθεση με πέτρες, από τους διαδηλωτές, ωστόσο καμία πέτρα δεν καταγράφεται σε κανένα από τα βίντεο. «Υπάρχουν σε άλλα βίντεο που δεν έχουν φέρει» υποστήριξε ένας εξ’αυτών, που προσπάθησε επίσης να αποδείξει ότι ένα αντικείμενο που πέφτει σε αμάξι (του γιατρού, Μιχάλη Ρίζου, που θα καταθέσει ως μάρτυρες υπεράσπισης) είναι πέτρα και δεν φαίνεται, αλλά «ακούγεται».

Για καταθέσεις «κινούμενη άμμο» όλων των αστυνομικών έκανε λόγο η δικηγόρος, Αντωνία Λεγάκη. «Κάθε ερώτηση είχε και μία διαφορετική απάντηση» δήλωσε μετά το τέλος της συνεδρίασης στο ΤPP και πρόσθεσε πως «δεν υπήρχε περίπτωση να ρωτήσει το ίδιο πράγμα κάποιος δεύτερη φορά και να πάρει την ίδια απάντηση, ή ένας αστυνομικός να πει ό,τι είπε στην αρχική του κατάθεση. Ακούσαμε και το περίεργο ότι εκείνη την ημέρα ήταν σε σύγχυση ο αστυνομικός γιατί έτρωγε ξύλο και όταν του είπαμε ότι δεν έχει καταθέσει πως έφαγε ξύλο, μας είπε ότι εννοούσε πως όταν κάποιος του φωνάζει αισθάνεται ότι τρώει ξύλο». Συνέχισε λέγοντας πως «από τα βίντεο έγιναν σαφείς πάρα πολλές παραβιάσεις νόμων από την αστυνομία και μία σειρά από ψέματα που κατατέθηκαν ενόρκως από αστυνομικούς. Με στόχο να ολοκληρώσουν την παρανομία τους με μία άδικη καταδίκη των ανθρώπων που δέχθηκαν αυτήν την επίθεση στο σπίτι τους. Τα πράγματα φάινεται ότι ξεκαθαρίζουν, αλλά είμαστε ακόμα στη μέση της δίκης».