Στη μνήμη του Λουκά (Φούκας) και στις συναντήσεις μας στην πλατεία Γιώργου Κολλημένου κάπου εκεί στα ανατολικά προάστια της Αθήνας.
Αδούλωτη έμεινε η Αθήνα. Χίλιες διακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες. Στην ψυχή της. Στην καρδιά της. Στο φρόνημά της. Κι ας ξεψύχησε στους δρόμους από την πείνα. Κι ας φορτώθηκε σε κάρα για να θαφτεί ομαδικά. Κι ας πάγωσε από το κρύο. Κι ας φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι. Κι ας βασανίστηκε στη Μέρλιν. Κι ας κρεμάστηκε στους δρόμους. Κι ας πυροβολήθηκε στις πλατείες. Κι ας εκτελέστηκε στην Καισαριανή. Χίλιες διακόσιες εξήντα τέσσερις μέρες την κράτησε αδούλωτη το ΕΑΜ του λαού της, ο ΕΛΑΣ ο στρατός της , η Τάξη των φτωχών της, η ηρωική Ηλέκτρα, η Παναγιώτα Σταθοπούλου, η Διαμάντω Κουμπάκη, η δεκαεφτάχρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου που εκτελέστηκε με δεκαεφτά σφαίρες, όσα και τα χρόνια της, τα παλικάρια της Ηλεκτρικής την παραμονή της απελευθέρωσης που έσωσαν την Αθήνα, ο Γιώργος Κολλημένος, ο φυματικός που οδηγούσε τον αγώνα κρυμμένος, οι ανάπηροι πολέμου στο νοσοκομειο Σωτηρία, ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, το τιμωρό χέρι του λαού της… Η κόκκινη Καισαριανή, η Καλογρέζα, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, το Αιγάλεω, η Καλλιθέα, η Κοκκινιά, το Περιστέρι, το Δουργούτι… Χίλιες διακόσιες μέρες έμεινε αδούλωτη η Αθήνα πριν ελευθερωθεί…
Η υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη […]
Λευτεριά ή θάνατος
λευτεριά ή θάνατος – ο κόσμος
μες στ’ ανοιχτά αυτοκίνητα φωνάζοντας […]
Όμορφες μέρες. Δεν προφτάσαμε να τις χαρούμε.
Βούιζε η πολιτεία. Βούιζε ο κόσμος.
Βούιζε κι η καρδιά του ανθρώπου
σαν ένα ζήτω ανάμεσα σε χιλιάδες κόκκινες σημαίες στα μπαλκόνια της Αθήνας
χιλιάδες κόκκινα συνθήματα στους τοίχους,
στον περίβολο της Βουλής, στις σκάλες της Εθνικής Βιβλιοθήκης
στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου, στην Ακαδημία
καθώς χυμούσαν τα εργατόπαιδα απ’ τις γειτονιές πλημμυρώντας την οδό Σταδίου, τις κεντρικές λεωφόρους, το Σύνταγμα,
ο λαός κατηφορώντας από τις γειτονιες στα επιταγμένα αυτοκίνητα
ο λαός φωνάζοντας απ’ τους εξώστες των θεάτρων
κι οι φοιτητές καβαλλικεύοντας τα κάγκελα των μπαλκονιών
καβαλλικεύοντας τις άσπρες μάντρες άσπρα αλόγατα
να φεύγουν στον ορίζοντα σφίγγοντας μές στα χέρια τους τα γκέμια του μέλλοντος
λευτεριά ή θάνατος λευτεριά ή θάνατος
υποστολή του αγκυλωτού σταυρού στην Ακρόπολη […]
Το ξέραμε – η πιο δυσκολη ώρα.
Είχαμε πολλές δουλειές να κάνουμε.
Είχαμε να θάψουμε τους νεκρούς μας –
“τους τελευταίους νεκρούς μας” -, λέγαμε,
τα παιδιά της Ηλεκτρικής – καημένα συντρόφια –
τα φερετρά τους πέρασαν κάτου από τις ζητωκραυγές
οι Υπουργοί του Λαού κρατούσαν τα φερετρά
κι η Λευτεριά συνόδευε το ξόδι.
Δεν προφταίναμε τότες να κλάψουμε.
Πολλές δουλειές μας περίμεναν. Πολλές δουλειές.
Είχαμε να θάψουμε τους νεκρούς μας.
Είχαμε να οργώσουμε τα χωράφια μας που κάπνιζαν ακόμα.
Βέβαια οι λάκκοι είτανε έτοιμοι από τις οβίδες,
έτοιμοι οι λάκκοι καρτερούσαν να φυτέψουμε δέντρα –
Είχαμε να χτίσουμε από την αρχή τα καμένα χωριά μας
πάνου σε νέα σχέδια δημοκρατικά
είχαμε να πλύνουμε τις γειτονιές μας απ’ τα αίματα
είχαμε να στυλώσουμε τα ηρώα των μαρτύρων μας –
όχι τίποτα πράματα σπουδαία – φτωχικά πράματα,
ένας σωρός ασβεστωμένα λιθάρια
ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός με πολλά ονόματα
ένα ελασίτικο κράνος στην κορφή του Σταύρου
και γύρω-γύρω κολωνάκια με κάγκελα
και γύρω-γύρω απ’ τα κάγκελα φέρναν κι ακούμπαγαν τις γλάστρες τους οι γριούλες
και γύρω-γύρω από τις γλάστρες η μεγάλη στοργή της προλεταριακής συνοικίας
και γύρω-γύρω από τη συνοικία οι γειτονιές του κόσμου
και πάνου-πάνου ο ουρανός με τα πουλιά του, με ταγνεφια του, με τ’ άστρα του
Πολλές δουλειές. Δεν προφταίναμε. Κι είτανε να μερεμετίσουμε το σπίτι μας
να σουβατίσουμε που και που τους τοίχους
να μπαλωλοΐσουμε μια στάλα τα ρούχα μας
να βάλουμε κάνα πουκάμισο παστρικό […]
[Γιάννης Ρίτσος, μικρό απόσπασμα από το εμβληματικό ποίημα του “Οι γειτονιές του κόσμου”]