Αργά το απόγευμα, λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, μια μικρή, ξύλινη βάρκα βγαίνει απ’ το λιμάνι της Επάνω Σκάλας. Τι σου κάνει το πέρασμα των χρόνων, το γύρισμα της Ιστορίας! Εδώ, στον βόρειο «Μαλόεντα λιμένα» της αρχαιότητας, εκεί που άλλοτε έδεναν τα εμπορικά πλοία, τώρα το πολύ να δεις καμιά εικοσαριά βάρκες. Εβγαζαν στην εμπορική στοά του κόσμου τα εμπορεύματα απ’ τις πολιτείες της Ανατολής.
Μέσα στη θάλασσα είναι κατασκευασμένες 4-5 ξύλινες σκάλες για να δένουν οι βάρκες. Πρόκειται για αυτοσχέδιες κατασκευές των ψαράδων, ερασιτέχνες οι περισσότεροι. Κάθε τόσο τις επισκευάζουν, αντικαθιστούν φθαρμένα ξύλα και βίδες, περισσότερο προσέχουν τις βάσεις που βρίσκονται βυθισμένες στη θάλασσα. Οταν υπάρχει νηνεμία, οι βάρκες καθρεφτίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας. Θαρρείς ότι αιωρούνται κι η καρίνα τους δεν βυθίζεται στο νερό. Διαβάζοντας τα ονόματα των βαρκών νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε θαλασσινό εικονοστάσι· άγιος Γεώργιος, άγιος Κωνσταντίνος, άγιος Αλέξανδρος, άγιος Νικόλαος, ανάμεσά τους ο ρομφαιοφόρος Ταξιάρχης. Παρακεί είναι η γειτονιά των γυναικών· η Ανθούλα, η Δέσποινα, η Ελλη, η Μυρτιδιώτισσα κι η μικρούλα Πόπη.
Μπορεί να είναι κι έτσι, μας λέει ένα μαρμάρινο γλυπτό θραύσμα, που βρέθηκε τώρα τελευταία. Σαν πέτρινη φωτογραφία εικονίζει έναν ψαρά με τα ψαρικά σύνεργά του, να στέκει όρθιος μες στη βάρκα. Ζυγιάζει, σηκώνει να ρίξει το καμάκι του και σε ετοιμότητα το άλλο χέρι να βοηθήσει, έτσι ώστε να ρίξει στη βάρκα το αλίευμα. Είναι ο Γιάννης, ο ψαράς των αιώνων, κι η βάρκα του, η Πόπη. Ταξιδεύουν στον χρόνο. Μεταφέρουν τη γνώση, τη σοφία της ζωής κι ας μην το ξέρουν.
συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας