ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Τόπος

Αριστείδης Καλαργάλης / Λέσβος, Δεκέμβρης 1944

Παραμονή Χριστουγέννων του 1944 άραξαν έξω από το λιμάνι της Μυτιλήνης έξι μεταγωγικά και τρία πολεμικά αγγλικά πλοία. Σκοπός τους να αποβιβάσουν αποικιακά στρατεύματα – μαύρους κατά τους Μυτιληνιούς.

Ανήμερα των Χριστουγέννων συναντήθηκαν ο Αγγλος ταξίαρχος Turnbull και επιτροπή του ΕΑΜ. Εγινε επίσημη ανταλλαγή εγγράφων κι η επιτροπή απέρριψε όλες τις προτάσεις, έπειτα από ψήφισμα που ενέκρινε ένοπλο συλλαλητήριο του λαού της Λέσβου.

Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκε η οργάνωση του ΕΑΜ σε όλη τη Λέσβο και κατέβηκαν κάτοικοι από τα χωριά του νησιού. Στήθηκαν οδοφράγματα γύρω απ’ το λιμάνι.

Αρχείο Σίμου Χουτζαίου
Τέσσερα μερόνυχτα κάθονται στα αυτοσχέδια χαρακώματα, μέσα στην παγωνιά. Το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου, ο πλοίαρχος του πλοίου «Σείριος» Edwards ανακοίνωσε στη Ν.Ε. του ΕΑΜ ότι τα «στρατεύματα δεν θα βγουν στο νησί». Η αποχώρηση των Αγγλων ήταν μια σημαντική πολιτική νίκη του λαού της Λέσβου.

Παράλληλα με τη λαϊκή κινητοποίηση δημοσιογράφοι, λόγιοι και ποιητές της Λέσβου γράφουν άρθρα, σχόλια, ποιήματα· τα δημοσιεύουν στις εφημερίδες, τα διαβάζουν στις παρέες, εμψυχώνουν τους υπερασπιστές. Αποτελούν γραπτά ντοκουμέντα και πηγές Ιστορίας. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από κάποια.

Αρχείο Σίμου Χουτζαίου

Ο λόγιος Ηλίας Παρασκευαΐδης γράφει για τη «Λαϊκή οργή» που ξεπήδησε απ’ όλους τους κατοίκους:

«5 το πρωί. Χτυπούν οι καμπάνες. Γιορτή, Χριστούγεννα. Η μάνα δεν κοιμάται. Δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα. Πεσμένη στο κρεβάτι είχε τεντωμένο τ’ αφτί, μην τύχει και χτυπήσει η πόρτα. Ο γιος της ήταν έξω, στα οδοφράγματα, υπηρεσία. Ηταν τόσο χαρούμενος την ώρα που έφυγε! Κι εκείνη· λαχταρούσε η καρδιά της· μπορεί να χρειαζόταν κάτι τη νύχτα. […]

Η καμπάνα χτυπάει τώρα βιαστικά, νευρικά θαρρείς· το ρυθμικό γοργό της χτύπημα σκορπάει ανατριχίλα. Κίνδυνος! Το ξέρει. Δεν τρομάζει. Τρέχει στην κάμαρα των παιδιών. Ολοι είναι στο πόδι. Τους βαστάει η συγκίνηση όλους. Βιάζονται να βγούνε· ξέρουν πού θα πάνε. Μπας και δεν προφτάσουν. Μπας και μείνουν εδώ μονάχοι. […]

Πρέπει να νάναι όλοι κάτω· να κι ο μεγάλος. Μπαίνει στο σπίτι βιαστικά, αρπάει ένα μπαλταδάκι και φεύγει χωρίς να πει τίποτα. Νιώθεις τον εαυτό σου ασφαλισμένο σαν έχεις κάτι στο χέρι. […]

Ολοένα έρχονται καινούργιοι και ανακατώνονται. Χάνονται και γίνονται όλοι μια μάζα πηχτή που όλο και μεγαλώνει. Κουνιέται, σαν ένα μεγάλο βαθύ κύμα ρυθμικό και βουερό.

Αέραααα!!!! Μια φωνή μαζική περπατάει μαζί με το πλήθος αλύγιστη, προσταχτική· με βήμα σταθερό δρασκελά τις αποστάσεις· θυμίζει το χρέος».

Για τον αγωνιστή λαό της Λέσβου έγραψε ο δημοσιογράφος Στρατής Παπανικόλας το θρυλικό «Go back».

«Τι λεβέντης λαός είσαι συ! Είσαι φωτιά! Είσαι ατσάλι! Η ματιά σου σπαθί! Η κραυγή σου κεραυνός!

Go back

Σ’ ακούσανε τα εγγλέζικα κανόνια κι απόμειναν συλλογισμένα. Κ’ οι Μάβροι του Τορνμπούλ σα να κατάλαβαν κάτι από το δίκιο σου· σε κοιτούσανε με απορία γεμάτη θαυμασμό.

Δυο μερόνυχτα τώρα ξεκολλάς τον επιδρομέα απ’ τις ακτές σου. Δυο μερόνυχτα αγωνίζεται να κολλήσει τ’ αποβατικά του, για να βγάλει τους Μάβρους και τα σύνεργα, που θα σ’ αλυσοδέσουνε ξανά.

Μα είσαι εκεί· είσαι παντού· χιλιόματος! Μοριόφωνος! Εκατόχειρος!

Go back

Αγρυπνος. Κουρασμένος. Πεινασμένος. Γυμνός. Ξυπόλητος. Μέρα νύχτα μες στη λάσπη. Μες στο χιονόνερο. Και μες στ’ αγριοβόρι. Βράχος ασάλευτος μπροστά στο παγωμένο κύμα, που σπάνει στο μόλο απάνω σου, όπως σπάνουν και τ’ απανωτά κύματα των Μάβρων του Τορνμπούλ.

Go back

Αδάμαστε Λεσβιακέ Λαέ! Θέλεις τη Λεφτεριά σου. Θέλεις την Ανεξαρτησία σου. Την έχεις. Γιατί ξέρεις να την κρατάς με τον υπέροχο τρόπο που την υπερασπίζεσαι. Γεια σου και χαρά σου!».

Ο ποιητής και εαμικός νομάρχης Κώστας Φριλίγγος υμνεί με στίχους το γεγονός:

Ηρθ’ η ώρα κι η καρδιά μας τη χαρά της να ξανάβρει.
Για γεμίστε τα ποτήρια, για κενώστε τα ώς τον πάτο.
Δεν τ’ ακούσανε τ’ αφτιά σας το μεγάλο το μαντάτο;
Απ’ το κύμα του λαού μας πάν’, διωχτήκανε οι μάβροι.
Παν οι μάβροι, γεια σου Αγιάσο.
Λεβεντιά της Λέσβου, γεια σου!
Πάρε με κι ανέβασέ με μες τ’ αντάρτικα βουνά σου.
Ν’ ακουστώ με τη φωνή μου, λεβεντιά, και να σε φτάσω.
Δεν το ξέρω το τραγούδι που για σέν’ αξίζει τώρα
Να ταιριάξω, ΕΑΜ δικό μας, στου νησιού μας τα βλαστάρια.
Τι να πω για σένα, ΕΛΑΣ μας, που δοξάσατε τη χώρα
Τη βαριόμοιρην Ελλάδα, του νησιού μας παλικάρια;
Στην Αθήνα μέσα ουρλιάζουν λυσσασμένοι ακόμα λύκοι.
Μα η ώρα πια σιμώνει που θ’ ακούσει το Αιγαίο
Την αντρίκεια τη φωνή της. Το πρωτάκουστο το νέο:

«Νίκησες Λαέ. Δική σου όλ’ η δόξα, όλ’ η νίκη».

Ο αρχαιολόγος Στρατής Παρασκευαΐδης αποτυπώνει σκηνές του αγώνα:

«Στρατιωτικά αποσπάσματα με κράνη βαδίζουν κάπου γοργά κι αμίλητα μέσα στην πόλη. Ακόμα ο κόσμος κατεβαίνει, φτωχογυναίκες μαντιλοδεμένες άφωνες.

Αλλοι φωνάζουν: Μπρος, μη σταματάτε, προχωρείτε! Να μη βγουν! – Ενα σύγκρυο τρόμου και στερνής απόφασης.

Νοικοκύρηδες μεσόκοποι και ευκατάστατοι ζώνουνται οργισμένοι τη μαχαίρα, το πιστόλι κι αφήνουν γεια. Την ευχή σας! Οι γριές βουρκώνουν, οι γυναίκες πνίγονται, μα συγκρατιούνται: Στο καλό, ό,τι θέλει ο Χριστός! Μα σε λίγο δε βαστούν, αρπούν το μεγάλο παιδί, την αγάπη του πατέρα και τρέχουν.[…]

Αγέραστη λαϊκή ψυχή, δυνατή και μεγάλη, σκλαβωμένη, προδομένη, καταπατημένη, εξαπατημένη· άμποτε να βρεις πια το δρόμο σου και το λυτρωμό σου· πάνω σ’ αυτή τη μικρή γη των προγόνων σου, που την έχεις ποτίσει όλη με το αίμα και το δάκρυ σου και κάτω απ’ αυτό τον Ηλιο τ’ ουρανού και όλων των ανθρώπων!».

Παρέλαση, μετά την αποτροπή

Αρχείο Σίμου Χουτζαίου

Η ανθρωποθάλασσα της Λέσβου τον Δεκέμβρη του 1944 ένιωσε χαρά κι ικανοποίηση. Το χρέος έγινε· τα καράβια κι οι Αγγλοι έφυγαν κάτω απ’ την πίεση της λαϊκής οργής. Πλάι στον μπροστάρη λαό ήταν κι οι άνθρωποι των γραμμάτων του νησιού.

*Συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας