Όποιος ισχυριστεί ότι ήταν πολύ απλό να κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ διαφορετική στάση στη Βουλή για το πρόσφατο νομοσχέδιο που αφορούσε το Ελληνικό, θα κάνει λάθος. Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση υπήρξε πολύ πρόσφατα κυβέρνηση και χειρίστηκε με συγκεκριμένο τρόπο το συγκεκριμένο ζήτημα. Παρά τις τότε προσπάθειές της, ως κυβέρνηση, να βελτιώσει τους όρους τής σύμβασης και παρά τις επιλογές τής σημερινής κυβέρνησης, που ανατρέπουν ισορροπίες επωφελέστερες για το δημόσιο, ακόμα και με μια αρνητική τοποθέτηση στη Βουλή θα κατέβαλε σημαντικό κόστος. Γιατί κάθε επιλογή στην πολιτική έχει κόστος, ιδίως όταν μπορεί να εμφανιστεί σαν ανατροπή μιας προηγούμενης. Το πραγματικό ζήτημα είναι το είδος του κόστους. Θα είναι αχρείαστο, μια μη οφειλόμενη πληρωμή, ή επενδυτικού χαρακτήρα, που θα αποδώσει πολλαπλάσια οφέλη;
Αγωνία για διεύρυνση της επιρροής
Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αγωνιά για τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής της και οδηγείται σε επιλογές, που υποθέτει ότι μπορεί να τη διευρύνουν με ενίσχυση της απήχησής της και σε συντηρητικότερα στρώματα. Το γεγονός αυτό, όμως, εγείρει ένα διπλό ερώτημα: με ποιο τρόπο μπορεί να επιτευχθεί αυτή η διεύρυνση της επιρροής, χωρίς να αγνοηθεί ο κανόνας του πολιτικού κόστους; Φαίνεται ότι το ερώτημα αυτό δεν έχει απαντηθεί, ίσως δεν έχει και ολοκληρωμένα τεθεί ακόμα, γιατί αποφεύγεται να απαντηθεί το προϋπάρχον ερώτημα, που θέτουν όλες οι καταγραφές της «κοινής γνώμης»: γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση δεν φαίνεται να εισπράττει την εμφανή πια φθορά της ΝΔ, η οποία κατά βάση οδηγείται στην «αδιευκρίνιστη ψήφο»; Η αυθόρμητη αμυντική συντηρητική αναδίπλωση δεν συνιστά απάντηση.
Ώσπου να απαντηθεί ρητά, ας συμβάλλουμε στον προβληματισμό με ορισμένες σκέψεις, που ίσως διευκολύνουν την αναζήτηση του σωστού μίγματος πολιτικής.
Προγραμματική, όχι ευκαιριακή, επανατοποθέτηση
Για να είναι πειστική μια επανατοποθέτηση, δεν μπορεί να γίνεται με κριτήριο τις πιέσεις της στιγμής. Χρειάζεται να ενταχθεί σε μια διαδικασία απολογισμού και αναστοχασμού, για να αποφύγει τον κίνδυνο να συκοφαντηθεί σαν μικροπολιτική υποκρισία. Με αυτή τη μέθοδο δεν εξασφαλίζεται μόνο η ορθότερη πολιτικά επιλογή, αλλά και η ευρύτερη δυνατή προσέγγιση διαφορετικών κοινωνικών ακροατηρίων, που εκτιμούν με το δικό τους τρόπο όχι μόνο το περιεχόμενο της προτεινόμενης πολιτικής, αλλά και τη σοβαρότητα της επιχειρηματολογίας κατά την αποτίμηση της συγκεκριμένης κατάστασης. Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει την ευκαιρία, καθώς βρίσκεται σε διαδικασία ιδιόμορφη μεν αλλά συνεδριακή, να ακολουθήσει αυτή την πρακτική.
Ειδικά στον τομέα που εντάσσεται και το Ελληνικό, υπάρχει όχι μόνο η ανάγκη, αλλά και η υποχρέωση μιας συνολικής επανατοποθέτησης. Επιβάλλεται όχι μόνο από τις ανατροπές που επέφερε η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά κυρίως από την επιδείνωση της κατάστασης στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Η οποία έχει προκαλέσει και διαφοροποίηση της τάσης που επικρατεί σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο για ζητήματα του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος. Το ίδιο ισχύει και για τα ζητήματα ενεργειακής στρατηγικής. Όλα αυτά αποτελούσαν κάποτε θέματα πρώτης προτεραιότητας για την ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά. Τώρα που συνιστούν παγκόσμια απαίτηση, γιατί να μη βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της;
Δυνατότητες προσέγγισης του «μεσαίου χώρου»
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι πώς προσεγγίζονται τα λεγόμενα πιο συντηρητικά στρώματα από την Αριστερά. Με την προσχώρηση σε συντηρητικότερες επιλογές, έχει αποδειχτεί από την επί δεκαετίες κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού – νεοσυντηρητισμού στην Ευρώπη, ότι εκείνος που πολιτικά και εκλογικά ευνοείται είναι ο αυθεντικός εκφραστής και όχι οι απομιμήσεις. Το γεγονός ότι αυτό δεν επαληθεύτηκε στην Ελλάδα μετά την παράδοση του ΠΑΣΟΚ, το χρωστάμε στη δημιουργία και την ανάπτυξη την κατάλληλη στιγμή μιας πειστικής δύναμης της Αριστεράς.
Αυτό που δείχνουν όλες οι πρόσφατες μετρήσεις, είναι ότι η ΝΔ δεν πείθει όπως έπειθε τα τμήματα του εκλογικού σώματος που, για ευκολία και με ελάχιστη ακρίβεια, ονομάζουμε «κεντρώο χώρο». Αυτό δεν συμβαίνει μόνο γιατί διέψευσε τις οικονομικές προσδοκίες τους. Διέψευσε εξίσου τους ισχυρισμούς της ότι είναι κεντροδεξιό, σχεδόν κεντρώο κόμμα. Αυτό που απωθεί μια τέτοια κατηγορία τού πληθυσμού, είναι το συντηρητικό, δεξιό, αυταρχικό, αντιδραστικό συχνά, κυβερνητικό πρόσωπό της. Αυτή η κατηγορία πληθυσμού σήμερα δεν προσεγγίζεται με λιγότερο ριζοσπαστισμό, με λιγότερη ευρύτητα στα ζητήματα υπεράσπισης της δημοκρατίας, του πλουραλισμού, αλλά με λιγότερες παραχωρήσεις προς το λαϊκισμό, με λιγότερες ομοιότητες προς τη ΝΔ στο πεδίο του ύφους και του ήθους, με εντονότερη παρουσία στην πολιτική της Αριστεράς αναφορών σε όλα τα δημοκρατικά και εξισωτικά σύγχρονα διαταξικά κινήματα, όπου συναντιέται μ’ αυτόν τον κόσμο. Εκεί μπορεί να αποδειχτεί ο κόσμος αυτός πολύ λιγότερο συντηρητικός από όσο φαίνεται, όταν τον παρατηρούμε από μια αποκλειστικά ταξική, οικονομίστικη μάλλον, σκοπιά.
Πολιτική για τη νέα γενιά
Ένα τρίτο, αλλά πρωτεύον ιεραρχικά, ζήτημα είναι η ταυτοποίηση της αδιευκρίνιστης ψήφου και της πρόθεσης αποχής από την εκλογική διαδικασία. Είναι ζήτημα που συναρτάται άμεσα με τη σημασία εκείνου του 8% του εκλογικού σώματος, που εμφανίστηκε μεταξύ ευρωεκλογών και βουλευτικών εκλογών για να ενισχύσει τον ΣΥΡΙΖΑ και αποσύρεται έκτοτε από τα δημοσκοπικά ευρήματα. Τα πάντα σχεδόν βοούν ότι πρόκειται για ηλικιακά νεότερα στρώματα, στα οποία η ριζοσπαστική Αριστερά είχε ως τώρα μεγάλη διείσδυση. Πότε και πώς θα ερμηνευτεί το γεγονός, πώς θα αξιολογηθεί για τη σύνθεση και το χαρακτήρα τής πολιτικής πρότασης και πώς αυτό θα επηρεάσει τη γενικότερη συμπεριφορά και φυσιογνωμία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Όταν προσφέρεται ένα τέτοιο πεδίο, δεν γίνεται να μην έχεις επεξεργασμένη, σαφώς προσανατολισμένη, εξειδικευμένη στο μέγιστο βαθμό πολιτική για τις νεότερες γενιές και για τη θέση τους και τη σημασία τους, στο σήμερα και όχι στο μέλλον, ως δύναμη κοινωνικής αλλαγής. Αυτό το κενό του, που είναι πιο σημαντικό από κάθε άλλο, θα το δει ο ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς μπορεί να το καλύψει; Με συντηρητικοποίηση ή με εμβάθυνση, εμπλουτισμό, ποιοτική αναβάθμιση και πειστικότητα του ριζοσπαστισμού, με την ενίσχυση του νεωτερικού στοιχείου της πολιτικής του;