Στον Γιώργο Σκου για την αγάπη του για τις γάτες…
Έσκυψε στο πεζοδρόμιο ν’ αφήσει μέσα σ’ ένα αλουμινόχαρτο λίγο φαγάκι για τα γατιά του δρόμου του. Χρόνια είχε μεγάλη αγάπη για τις γάτες. Όλο και περιμάζευε κάποια στο σπίτι, στην πυλωτή, στα νησιά που παραθέριζε τα καλοκαίρια. Απόψε όμως αυτή η νύχτα του Γενάρη θα ήταν από τις πιο παγωμένες του χειμώνα. Τα κοράκια στις τηλεοράσεις με ύφος περισπούδαστο, λες και είχαν σπουδάσει μετεωρολογία, προμήνυαν σφοδρή χιονόπτωση ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας όπου έμενε. Του άρεσε πάρα πολύ από παιδί να επικοινωνεί μαζί τους στη γλώσσα που αμέσως τις κινητοποιούσε! Ψιτ, ψιτ, ψιτ! Γελούσε πάντα με την καρδιά του και χαιρόταν όταν τις έβλεπε να ανταποκρίνονται σ’ αυτό του το κάλεσμα τρέχοντας σφαίρα! Κι αυτές να απαντούν με το γνώριμο βραχνό, κι άλλες με το διαπεραστικό νιαούρισμά τους! Οι ψυχούλες! Αυτό το βράδυ δεν θα καθόταν να τις χαζέψει. Ήταν βαρύ το κρύο. Θα άφηνε το φαγητό κι ένα χαρτόκουτο με λίγα πανάκια και θα ανέβαινε γρήγορα γρήγορα στο σπίτι. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει… Α, και να πιάσει πάλι να ξεφυλλίσει αγαπημένες ιστορίες και κείμενα γι’ αυτές, ακούγοντας τις κάπου κάπου να νιαουρίζουν από το δρόμο, ελπίζοντας ευχαριστημένες…
Οι γάτοι
Ευτυχισμένοι και ράθυμοι, χωρίς ηθική και εργασία, κυρτώνουν το τόξο της ράχης των απάνω στους πύργους των βιβλίων μας -οι γάτοι.
Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφήνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζει το σκύλο του σπιτιού. Απ’ την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ.
Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας, χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι’ αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση.
Πιστεύουν στη ζωή χωρίς να ρωτήσουν αν υπάρχει καλύτερη. Υπομένουν και τις εφτά ψυχές των! Για να τιμωρήσουν την ασκήμια της γειτόνισσας που τους φαρμάκωσε ξέρουν μ’ ένα πήδημα να βρεθούν απ’ τον Άδη στα πόδια της και να την τρομάξουν.
Όταν το καναρίνι μας λησμονήσει πως υπάρχει μέτρο στην τέχνη, αυτοί έχουν το θάρρος, χιμώντας στο κλουβί, να πνίξουν το τραγούδι και να ξαναφέρουν γύρω μας τη γόνιμη σιωπή.
Ο πράσινος λύχνος της ματιάς των καίει τα μεσάνυχτα στον τάφο του Baudelaire.
Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γατών – και τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.
Κι όμως όταν χαϊδεύονται από γυναίκες που κλάψανε πολύ, όταν κοιμόνται στα γόνατα των προδομένων απ’ τη μοίρα, οι γάτοι αφήνουν την καμπύλη της ράχης των να γλιστρά με ηδονή κάτω από το χάδι της αδυναμίας – κι ανάβει στο ηλεκτρικό τρίχωμά των η ηθική σπίθα!
[Ζαχαρίας Παπαντωνίου «Πεζοί ρυθμοί», 1922]