ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Εκλογές 2023

Γιάννος Θανασέκος: ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.: βοναπαρτισμός;

Ο βοναπαρτισμός είναι ένας τύπος πολιτικής εξουσίας που έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την πολιτική επιστήμη αναφορικά με τους τύπους και τις μορφές των πολιτευμάτων που εγκαινίασαν οι νεωτερικές, προ-αστικές και αστικές επαναστάσεις, κατά τους 17ο, 18ο και 19ο αιώνα – κάποιες φορές η έννοια επεκτάθηκε και σε ορισμένα πολιτεύματα της αρχαιότητας. Δεν είναι εδώ ο τόπος για εκτενή θεωρητική παρουσίαση του βοναπαρτισμού ως πολιτικού φαινομένου – η βιβλιογραφία είναι πλούσια.

Ενα από τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον βοναπαρτισμό ως ιδιόμορφο τύπο πολιτικής εξουσίας συνίσταται στην ανάδειξη του Ηγεμόνα εκείνη τη συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, όπου μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών τάξεων, τμημάτων τάξεων και ομάδων που συγκροτούν μια κοινωνία, ουδεμιά εξ αυτών δύναται να επιβληθεί των άλλων και να τις υποτάξει ολοσχερώς ή εν μέρει.

Ο Ηγεμών αναδύεται ως εχέγγυος και διαιτητής αυτής της ασταθούς ισορροπίας. Αυτονομείται και αυτο-νομιμοποιείται διεκδικώντας αδιαμεσολάβητη σχέση με τον «λαό» που του κατοχυρώνουν η καθολική ψηφοφορία, η καταφατική βοή ή τα αποθεωτικά χειροκροτήματα του ακροατηρίου. Ενίοτε, διαθέτει και στοιχεία «χαρισματικού ηγέτη». Ιστορικά, τα συστήματα αυτά είναι ασταθή, μεταβατικά, καταλήγουν ως επί το πλείστον σε ρήξεις, στον αυταρχισμό, σε εμφύλιες συγκρούσεις, ακόμα και σε πολέμους (1).

Κάτω από το πρίσμα αυτό, ο βοναπαρτισμός συχνά χαρακτήρισε συγκεκριμένους ιστορικά πολιτικούς τύπους εξουσίας δίνοντας λαβή σε πλήθος συζητήσεων και ερμηνευτικών αντιπαραθέσεων στον χώρο της πολιτικής επιστήμης. Η γονιμότητα αυτών των χαρακτηρισμών είναι άνιση αλλά διαθέτει πάντα ευρηματικό ενδιαφέρον (2).

Ναι μεν ο βοναπαρτισμός αφορά κατά κύριο λόγο τη δομή και τη χρήση της πολιτικής εξουσίας του νεωτερικού κράτους, αλλά το εγχείρημα μπορεί, αναλογικά, να επεκταθεί και σε εν μέρει νεωτερικούς πολιτικούς θεσμούς, όπως αυτούς, λόγου χάριν, των πολιτικών κομμάτων. Κατά κανόνα προσωποπαγή, τα αστικά κόμματα (για τα οποία η κυβέρνηση είναι αυτοσκοπός) ρέπουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα «μέλη» τους επέχουν ρόλο «ψηφοφόρων» σύμφωνα με το σχήμα της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Καλούνται να ψηφίσουν τον «Αρχηγό» σε τακτές ημερομηνίες (Συνέδρια). Απουσιάζουν ενδιάμεσα θεσμικά δεσμευτικά όργανα, όπως και εσωτερικές θεσμικές συλλογικές διαδικασίες παραγωγής της πολιτικής, άσκησης ελέγχου και λογοδοσίας.

Εκ γενετής ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα συρραφής πολλαπλών συνιστωσών που κάλυπταν διαχρονικές παραδόσεις, εμπειρίες και διαστάσεις της ελληνικής και διεθνούς Αριστεράς (από την αντικαπιταλιστική Αριστερά έως τη ρεφορμιστική, περνώντας από την εξωκοινοβουλευτική, τη ριζοσπαστική, την ανανεωτική και την ευρωκομμουνιστική). Η εξισορρόπηση και συνύπαρξη αυτού του πολύπλοκου πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων κάτω από την ίδια κομματική στέγη καθιστούσε ήδη ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση ενός ιδιόμορφου βοναπαρτισμού: ιδιόμορφου, στον βαθμό που έπρεπε να εναρμονιστεί με τους πάγιους κανόνες των εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών ενός κόμματος της Αριστεράς.

Οι ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που πυροδότησε η κρίση του 2008-2010 και τα συνακόλουθα μνημόνια ναι μεν εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3% στο 33% και από κει στα κυβερνητικά έδρανα, αλλά παράλληλα οδήγησαν τη βοναπαρτιστική διευθέτηση των εσωτερικών ισορροπιών στα όριά της και εν τέλει σε απόλυτο αδιέξοδο: προσέκρουσε στη ρήξη/διάσπαση του 2015.

Οι διαδικασίες διεύρυνσης, ανασυγκρότησης και μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησαν από τα μέσα της κυβερνητικής του θητείας, έχουν γίνει αντικείμενο πολυπληθών αναλύσεων, εκτιμήσεων και ευρείας κριτικής. Εκτός του ότι έλαβαν χώρα αγνοώντας ή τουλάχιστον παρακάμπτοντας, συχνά κραυγαλέα, τις βασικές αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας, ήρθαν να προσθέσουν στις παραμένουσες «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ νέες εισροές στελεχών προερχόμενες από το εκσυγχρονιστικό σημιτικό ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, το Ποτάμι και τον ακαθόριστο πολιτικό «κεντρώο χώρο».

Πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για πολιτικές προσωπικότητες εξοικειωμένες με την πολιτική σκηνή και τα πολιτικά παρασκήνια, για ευδιάκριτους διανοούμενους στον ακαδημαϊκό και πολιτισμικό χώρο και για κατόχους τεχνοκρατικών δεξιοτήτων που δραστηριοποιούνται στις διάφορες «δεξαμενές σκέψης» τις οποίες ίδρυσαν βασικά στελέχη του κόμματος και ο πρόεδρος. Το σκηνικό, όπως και η ονομασία του νέου πολιτικού μορφώματος αλλάζουν άρδην, ερήμην των μελών που παραμένουν όμηροι των πρωτοβουλιών και αποφάσεων της υπέρτατης ηγεσίας. Οι τρέχουσες έντονες εντάσεις μεταξύ παλαιότερων και νεότερων συνιστωσών, ρευμάτων και κινήσεων, τόσο σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο όσο και προς κατοχύρωση θέσεων εσωκομματικής ισχύος, δημιουργούν εκ νέου ιδανικό έδαφος για την ανάδυση του βοναπαρτισμού εντός του κόμματος.

Η πρόσφατη και «άκρως αιφνιδιαστική», ακόμα και για τα στελέχη, δημόσια πρόταση του προέδρου δεν αφήνει κανένα περιθώριο ως προς αυτό. Ο ίδιος διαθέτει αναμφίβολα τις απαραίτητες δεξιότητες ενός τέτοιου ρόλου. Ωστόσο, αν η πρόταση αυτή δεν συνοδευτεί από τη θέσπιση αυστηρών ασφαλιστικών δικλίδων –υπάρχουν ήδη κάποιες ενδιαφέρουσες προτάσεις– οδεύουμε ολοταχώς προς ένα αρχηγικό κόμμα κατ’ εικόνα και ομοίωση των κλασικών αστικών κομμάτων.

Αυτό που διέκρινε τη ριζοσπαστική Αριστερά από τα αμιγώς αστικά κόμματα ήταν, αφενός, η εσωκομματική δημοκρατία και η συλλογική παραγωγή του πολιτικού προσανατολισμού και της στρατηγικής και, αφετέρου, η δημόσια δέσμευση ρήξης με τον νεοφιλελευθερισμό με ορίζοντα τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αν υπερισχύσει ο βοναπαρτισμός, οι διακριτικές αυτές αναφορές δεν θα βρίσκουν, στην καλύτερη περίπτωση, παρά απλή ρητορική μνεία στο προοίμιο του Καταστατικού και του προγράμματος.

Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Βρυξέλλες

(1) Οι πολιτικές τυπολογίες αυτού του είδους ανήκουν, θεωρητικά και επιστημολογικά, στην τάξη των «ιδεοτύπων» του Mαξ Βέμπερ και λειτουργούν όπως οι «κατευθυντήριες ιδέες» του φιλοσοφικού εγχειρήματος των «κρίσεων» (jugements) στον Καντ. Μας επιτρέπουν να οργανώνουμε τα εμπειρικά δεδομένα που διαθέτουμε κατά την προσέγγιση των πάντα σύνθετων φαινομένων της πραγματικότητας.
(2) Ενδεικτικά, χαρακτηρίστηκαν ως βοναπαρτισμοί οι τύποι εξουσίας του Κρόμγουελ, του Ναπολέοντα του Τρίτου (που έχει θέση υποδείγματος), ορισμένων συγκυριών της κυβέρνησης Ντε Γκολ στη Γαλλία, του Στάλιν κατά την περίοδο 1927-1934, της κυβέρνησης Μπρούνινγκ στη Γερμανία του 1930-1932, όπως και μια σειρά λαϊκιστικών κινημάτων και κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής κατά τον εικοστό αιώνα.