Στους ταχύτατους ρυθμούς της τεχνολογικής εξέλιξης οι περισσότεροι αδυνατούμε να έχουμε συμμετοχή ή δυνατότητα κριτικής ματιάς στα όσα συμβαίνουν και καθορίζουν εν πολλοίς την πορεία μας [την τύχη μας]. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία άλλοι βλέπουν σαν απελευθερωτικά και άλλοι σαν εγκλωβιστικά και τυραννικά, ήδη έχουν αρχίσει να χάνουν την αίγλη τους – αλλά αυτό συμβαίνει μόνο στους νέους· εμείς οι πρεσβύτεροι, σαν νεοφώτιστοι, εξακολουθούμε να βγάζουμε το άχτι μας στους λογαριασμούς μας [το μίσος μας, τα συμπλέγματά μας, τις κακίες μας, τη ζηλοφθονία μας και ενίοτε την καλοσύνη και την αλληλεγγύη]. Για τους νέους όμως αυτά τα μέσα είναι πλέον κουραστικά, μονότονα και εντελώς απωθητικά – ποιος να το φανταζόταν…
Γιατί τούτο; Γιατί οι νέοι [όχι όλοι οι νέοι] στρέφουν την πλάτη τους στη λάμψη του υπολογιστή ή του τελευταίου μοντέλου του κινητού τους; Γιατί -λένε- όλα είναι ψεύτικα, ιδιοτελή και ανειλικρινή, είναι γεμάτα σκοπιμότητα, ρουφιανιά και ασχημοσύνη· επιπλέον δεν μπορούν να τηγανίσουν αυγά σε αυτά τα τρομαχτικά μηχανήματα – αυτό, πώς το βλέπουμε; Ολα αυτά που κυριαρχούν σε αυτά τα μέσα διαχέουν τη δυσπιστία, τη δυσφορία και, τέλος, έναν ολοκληρωτικό αρνητισμό για τη χρήση και τους σκοπούς τους. Τα ακούς όλα αυτά και δεν ξέρεις πώς νιώθεις. Είναι καλό για το μέλλον των παιδιών, ή μήπως τα απομονώνει και έχουν πρόβλημα πια επικοινωνίας με τον κοινωνικό περίγυρο; Μήπως, βλέποντας όλη αυτή την ασχήμια, εθίζονται σε σκοτάδια, σε φοβίες και άρνηση να γίνουν μέλος της κοινωνίας, έτσι όπως τη βλέπουν να έχει καταντήσει – ωμή, κυνική κι απάνθρωπη;
Πρέπει όμως να είναι κανείς κοντά στους νέους για να αντιληφθεί τους μεγάλους προβληματισμούς τους, να νιώσει την αγωνία τους, να κατανοήσει τις φοβίες τους· ίσως τότε πάψει να επαναπαύεται στην τάχα μου σύγκρουση των γενιών, στην ώριμη αδράνειά του, στην περίφημη απαξίωσή του προς τους νέους. Τι θα κάναμε χωρίς αυτούς;