Ένα κλασικό μοτίβο κάνει την εμφάνισή του στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης κάθε φορά που η Γαλλία, για δικούς της λόγους, φαίνεται να στηρίζει ορισμένες από τις ελληνικές θέσεις.
Όλοι θυμούνται αίφνης το αεροσκάφος που έφερε τον Καραμανλή από το Παρίσι μετά τη δικτατορία, τον στρατηγό Ντε Γκολ που αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ όπως έκανε και η Ελλάδα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και τις στενές σχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Φρανσουά Μιτεράν. Η «συμμαχία» με τη Γαλλία παρουσιάζεται σαν μια αδιασάλευτη σταθερά της εξωτερικής μας πολιτικής και το Παρίσι σαν από μηχανής θεός, που θα συντρέξει τη χώρα μας στις δύσκολες στιγμές.
Πολλοί λιγότεροι είναι αυτοί που θυμούνται ότι η σύμπραξη των δυο χωρών είναι συχνά συμπτωματική και πως η Γαλλία θυμάται την Ελλάδα όποτε την συμφέρει και πάντα με το αζημίωτο – το οποίο συνήθως μεταφράζεται στην αγορά φρεγατών και άλλων προϊόντων της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας.
Με την έναρξη όμως της αντιπαράθεσης στη Λιβύη και τη μετέπειτα όξυνση των ελληνοτουρκικών αντιθέσεων, το σύνθημα «Ελλάς-Γαλλία-Συμμαχία» επιστρέφει δυναμικά στους τίτλους των ελληνικών εφημερίδων. Η πρόσφατη μάλιστα αποστολή γαλλικών ναυτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο αντιμετωπίστηκε από την Ελλάδα περίπου σαν την… έλευση του ιππικού στα παλιά γουέστερν.
Πόσο γνήσιος και κοινά επωφελής είναι όμως ο νέος «έρωτας» του Παρισιού με την Αθήνα και κυρίως τι κινδύνους μπορεί να εγκυμονεί για την ασφάλεια της Ελλάδας;
Θα πρέπει να είναι κανείς αφελής για να πιστεύει ότι ο Μακρόν αποφάσισε να κινητοποιήσει τη γαλλική πολεμική και διπλωματική μηχανή για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της Ελλάδας στο όνομα μιας παλιάς «φιλίας» και των κοινών ευρωπαϊκών αξιών. Η στάση του καθορίζεται προφανώς από την αντιπαράθεσή του με τον Ερντογάν για τις σφαίρες επιρροής και τα ενεργειακά αποθέματα της Βόρειας Αφρικής, τις οποίες και οι δυο χώρες αντιμετωπίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ σαν δική τους αποικία.
Παλιοί και νέοι αποικιοκράτες
Παρά το γεγονός ότι και οι δυο χώρες τσακώνονται σε ξένο αχυρώνα, η Γαλλία διατηρεί, θεωρητικά τουλάχιστον, το στρατηγικό πλεονέκτημα λόγω των παλαιών δεσμών της με τα κράτη της Αφρικής. Οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν στρατιωτικές βάσεις στο Τζιμπουτί, στην Ακτή Ελεφαντοστού, την Γκαμπόν και τη Σενεγάλη και πραγματοποιούν στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Μάλι, τη Μαυριτανία, τον Νίγηρα, την Μπουρκίνα Φάσο και το Τσαντ. Παράλληλα, η Γαλλία ασκεί σημαντική επιρροή στις κυβερνήσεις της Τυνησίας και της Αλγερίας. Όπως εξηγούσε παλαιότερα το γερμανικό περιοδικό Spiegel, «από το 1960, όταν το Παρίσι εγκατέλειψε τις αποικίες του, ο γαλλικός στρατός έχει επέμβει 39 φορές σε χώρες της περιοχής». Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το Μάλι και τον Νίγηρα, οι παρεμβάσεις συνδέονταν άμεσα με πλούσια κοιτάσματα ουρανίου, ενώ στη Λιβύη το ενδιαφέρον περιστρέφεται γύρω από τα κοιτάσματα πετρελαίου της Σύρτης, όπου δραστηριοποιείται η γαλλική εταιρεία TOTAL.
Η επιρροή της Γαλλίας στην Αφρική μειωνόταν δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς νέοι παίκτες -όπως η Κίνα και η Ινδία- κυριαρχούσαν στο εμπόριο και τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα, ενώ οι ΗΠΑ αύξαναν την στρατιωτική τους παρουσία μέσω της Διοίκησης Αφρικής (AFRICOM) του Πενταγώνου. Καθώς όμως ο Πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε να απαγκιστρώσει ορισμένες από τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή, για να τις μεταφέρει στο μέτωπο της Ανατολικής Ασίας, το Παρίσι αισθάνθηκε ότι μπορεί να επιστρέψει δυναμικά. Το ίδιο όμως σκέφθηκε και η Τουρκία του Ερντογάν.
Η γαλλική επιθετικότητα, βέβαια, είχε κλιμακωθεί επικίνδυνα ήδη από την εισβολή στη Λιβύη, όταν η Γαλλία άρχισε να εξοπλίζει ομάδες ισλαμιστών εξτρεμιστών, οι οποίες άρχισαν να δρουν ανεξέλεγκτα σε αρκετές γειτονικές χώρες.
Το Παρίσι, λοιπόν, αντίθετα από την εικόνα που θέλει να προβάλλει στο εξωτερικό, δεν αποτελεί παράγοντα σταθερότητας, αλλά φέρει βαρύτατη ευθύνη για την αποσταθεροποίηση αρκετών καθεστώτων στη βόρεια Αφρική και τη ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η δε αντιπαράθεσή του με την Άγκυρα είναι μια από εκείνες τις ιστορίες όπου δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, παρά μόνο αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα τα οποία συνθλίβουν ολόκληρες χώρες και λαούς στο πέρασμά τους. Ο Ερντογάν, παραδείγματος χάριν, ενώ έχει δίκιο να κατηγορεί τη Γαλλία για νέα «αποικιοκρατία», στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα δικαίωμα να ομιλεί, αφού εφαρμόζει την ίδια επιθετική πολιτική. Αντίστοιχα, ο Μακρόν μπορεί κάλλιστα να ισχυρίζεται ότι η Τουρκία εξοπλίζει ομάδες ισλαμιστών στη Λιβύη, αλλά ο λόγος του είναι υποκριτικός δεδομένου ότι η Γαλλία πρωτοστάτησε σε αυτή τη διαδικασία.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να υποστηρίξει ότι ακόμη και έτσι η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να συμμαχήσει με τη Γαλλία, γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν δεν βρίσκεται στην πλευρά της ηθικής και του διεθνούς δικαίου, τουλάχιστον θα στέκεται στην πλευρά των ισχυρών και θα απολαμβάνει τη στήριξη ολόκληρης της Ευρώπης. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα είναι και σε αυτή την περίπτωση αρκετά πιο σύνθετα.
Σε αυτή την αντιπαράθεση, η Γαλλία όχι μόνο δεν εκπροσωπεί την Ευρώπη, αλλά συχνά βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με άλλες ισχυρές χώρες της Ένωσης. Για την ακρίβεια, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας έντονης αντιπαράθεσης, η οποία απειλεί τη συνοχή όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του ΝΑΤΟ. Με τη στάση της έχει συγκρουστεί πολλές φορές διπλωματικά με την Ιταλία (οι πετρελαϊκές εταιρίες της οποίας έχουν διαφορετικά συμφέροντα στη Λιβύη), ενώ δεν κατάφερε να κερδίσει ποτέ την πραγματική στήριξη του Βερολίνου. Η παλαιότερη δήλωση του Μακρόν ότι το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό» εξέφραζε αυτήν ακριβώς την αδυναμία του Παρισιού να επιβάλλει τις απόψεις του σε ευρωπαϊκές χώρες.
Οι ψευδαισθήσεις λοιπόν της Αθήνας ότι ξαφνικά απέκτησε έναν αληθινό και ειλικρινή σύμμαχο στην αντιπαράθεσή της με την Άγκυρα, φαίνεται να αγνοούν τις πραγματικές ισορροπίες στην περιοχή. Η Αθήνα, όπως και το Κάιρο, κινδυνεύουν να γίνουν «εργαλεία» της Γαλλίας στην αντιπαράθεσή της με την Τουρκία για τον ενεργειακό έλεγχο περιοχών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Καθώς ο Μακρόν δεν δίστασε να υποδαυλίσει ακόμη και το σενάριο ένοπλης σύγκρουσης Αιγυπτιακών και Τουρκικών δυνάμεων στη Λιβύη, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι είναι πιθανότερο να λειτουργήσει σαν εμπρηστής παρά σαν πυροσβέστης στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση.
Το ερώτημα όμως είναι τι συμφέρον έχει η Ελλάδα να μετατραπεί σε έναν ακόμη λεγεωνάριο στον ψυχρό πόλεμο της Γαλλίας με την Τουρκία για την Αφρική.