Πρωταπριλιάτικα βρέθηκα στην πρώτη κηδεία επί πανδημίας – πολλές οι απώλειες, αλλά η ιδιότυπη λογοκρισία του πένθους δεν έδωσε την «ευκαιρία» – μη σώσει και δώσει ποτέ τέτοια «ευκαιρία». Συνάδελφος αγαπητός. Πλήθος φίλων στο νεκροταφείο για το αποστασιοποιημένο ξόδι, που καταργεί παραδόσεις χιλιετιών, αδιάκοπα τηρούμενες από την εποχή που οι πρόγονοι των σπηλαίων έδωσαν στο πένθος όλη την υλικότητα που ανακουφίζει τη μετά θάνατον αποϋλοποίησή μας – ένα κόκαλο, μια πέτρα, ένα όστρακο, δυο κουκούτσια δίπλα στον συσπειρωμένο σε στάση εμβρύου νεκρό.
Αντί χειραψιών, δειλή επαφή πυγμών κι αγκώνων. Και μαζί εγκράτεια λυγμών και ανάσχεση δακρύων, άκλαυτοι πάνε οι νεκροί της πανδημίας, ανεξάρτητα από τι πάνε, οι μορφασμοί θλίψης ή χαμογελαστής ανάμνησης κρύβονται κάτω από τη μάσκα, η παράφωνη ψαλμωδία του παπά διακόπτεται από το μεγάφωνο του νεκροταφείου, «μη συνωστίζεστε, μην εφάπτεστε, τηρείτε τις αποστάσεις», φωνάζει αυστηρά η υπάλληλος του νεκροταφείου, δίκιο έχει κι αυτή, αλλά η παρόρμηση όλων είναι να την αγνοήσουν επιδεικτικά, να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, να ανακατέψουν δάκρυα και γέλια. Πλην όμως ελάχιστοι παραβιάζουν το πρωτόκολλο του απαγορευμένου πένθους, στον κόσμο του Sars Cov 2, στη μητσοτάκεια «Ελλάδα 2.0», ζωή και θάνατος διασταυρώνονται στο 0, αν και ο προορισμός τους είναι το άπειρο.
Κι έτσι, καθώς ήταν πρωταπριλιά κι ο αγαπημένος νεκρός ασφυκτιούσε τόσο μόνος και ανέγγιχτος, σκέφτηκα τι ωραίο που θα ‘ταν να πεταγόταν απ’ το γυαλιστερό κιβούρι του, «την πατήσατε, φιλάρες, πλάκα σάς έκανα», μια πρωταπριλιάτικη πλάκα καλοστημένη, καλοσχεδιασμένη βδομάδες πριν, «κι η πανδημία μια πλάκα ήταν, όλα είναι ένα κακόγουστο πρωταπριλιάτικο ψέμα του Κούλη και της παρέας του, που το ετοίμαζαν δυο χρόνια τώρα» – μια κι είναι τόσο καλοί στο ψέμα είπαν να το τραβήξουν στα άκρα. «Μα δεν γελάει κανείς; Τι έγινε, ρε σύντροφοι, χάσατε το χιούμορ σας;».