Γράφει ο Βάσος Βόμβας
Κάτω από τη σκέπη του Αγίου Θεράποντος, περικαλλούς ναού της πόλης μας, και πάνω στην προκυμαία της, εκεί που στη φωτογραφία μας, είναι αραγμένο ένα πανέμορφο καίκι, είναι το κτίριο της λέσχης ” Πρόοδος”, δίπλα ακριβώς στο ονομαστό καφενείο , το “Πανελλήνιον”.
Μα πρίν μιλήσουμε για τη λέσχη, θα ήθελα να πώ δυο λόγια, για το ναό, αυτό το εκπληκτικό αρχιτεκτόνημα, του Μυτιληνιού αρχιτέκτονα Αδαλή.
Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο – και ζητώ ταπεινά συγγνώμην από τους πιστούς του- ποτέ δεν μου άρεσε η εκεί παρουσία του.
Και εξηγούμαι. Δεν μιλώ για το αρχιτεκτόνημα, αλλά για τη θέση που κτίσθηκε. Νομίζω ότι αισθητικά δεν ταιριάζει στον περιβάλλοντα χώρο, που τον αποτελούν πανέμορφα κτίρια, νεοκλασσικά κ.ά, που δένουν αρμονικά και προσδίδουν στο λιμάνι μας, μια μοναδική αρχοντιά.
Χωρίς κανένα ενδοιασμό, θα το χαρακήριζα, μια τεράστια παραφωνία, που αδικεί την αρμονικη γραμμή των άλλων κτισμάτων.
Το ίδιο θα έλεγα και για τον ακατέργαστο όγκο, της Τράπεζας της Ελλάδος, που η γειτνίαση της, με το πανέμοφο παλιό δημαρχείο της πόλης μας, είναι κραυγαλέα παράταιρη και αισθητικά απαράδεκτη.
Είναι γνωστό, πως σε κάθε πόλη και κωμόπολη της χώρας μας, κατά τα πρότυπα των ευρωπαϊκών αντίστοιχων πόλεων, καθιερώθηκε ο θεσμός των λεσχών, όπου οι άρρενες κυρίως, της τότε εποχής, συνευρίσκονταν για να συζητήσουν και να ανταλλάξουν απόψεις πάνω στα θέματα της επικαιρότητας ή να διαβάσουν την εφημερίδα τους ή ακόμη και κάποιο βιβλίο, από την βιβλιοθήκη τους.
Η μόνη τότε διαφορά ήταν, ότι ο χώρος δεν ήταν επισκέψιμος για τον καθένα. Αυτές οι λέσχες ήταν χώροι αποκλειστικά των εύπορων μεγαλοαστών, που ανθούσαν και στην επαρχία.
Έτσι και το “Μικρό Παρίσι”, όπως ονόμασαν τη μικρή μας πόλη, τα χρόνια, αμέσως μετά την απελευθέρωση της, από τους Οθωμανούς, ίδρυσε τη λέσχη ” Πρόοδος”, εντευκτήριο των αρχοντάδων της, μια κλειστή δηλαδή λέσχη, αποκλειστικά γι αυτούς.
Με τα χρόνια, το άβατον αλώθηκε, από τις γυναίκες, αλλά και από τους “παρακατιανούς”, που έγιναν στο μεταξύ πλούσιοι και που τους χρειάζονταν οι αρχοντάδες, για χαρτοπαικτικά κυρίως δάνεια.
Και το χειρότερο, ο χώρος των κυνηγετικών συζητήσεων, για τις επιδόσεις των Νεμρώδ, στα ορτύκια και στις πέρδικες, απώλεσε τον αρχικό σκοπό του και έγινε απροσχημάτιστα μια καθαρή χαρτοπαικτική λέσχη.
Που και που, η παρουσία κάποιων έγκριτων γιατρών, διέκοπτε το χαρτοπαικτικόν πάθος των υπολοίπων, αλλά κι αυτό για λίγο.
Όμως τώρα πια, έχουμε και τη μόνιμη παρουσία των γυναικών, υπάνδρων και μη, που τους συναγωνίζονταν στις χαρτοπαικτικές τους επιδόσεις με απαράμιλλο πάθος. Αυτό το πάθος, πλειστάκις γινόταν βάρος δυσβάσταχτο, για τον απελπισμένο σύζυγο, όταν η κυρία έπαιζε τα “ρέστα” της.
Κι εδώ αρχίζει η μικρή μας ιστοριούλα, μετά από την τόση φλυαρία μου.
Ένα Σαββατόβραδο. Γιορτές ήταν ακόμη. Μια γνωστή κυρία του Μακρυγιαλού, αισθάνθηκε τρομερή δυσφορία, γεγονός που ανησύχησε σφόδρα τους συμπαίκτες της.
Αμέσως την έβαλαν σε μια πολυθρόνα και χωρίς καμιά χρονοτριβή κάλεσαν γνωστό καρδιολόγο της πόλης μας, με σπουδές στο εξωτερικό, αλλά γνωστό κυρίως , (πέρα από την επιστημοσύνη του) για την μεγάλη του ιδιορρυθμία.
Σε ελάχιστο χρόνο ο γιατρός μας κατέφθασε. Με γρήγορο βηματισμό άρχισε να ανεβαίνει την κλίμακα της λέσχης.
Η ασθενής κυρία, ξαπλαραντωμένη στην πολυθρόνα, με τα χέρια απλωμένα στα πλαινά της, και το κεφάλι της γερμένο στο ερεισίνωτό της, αναστέναζε βαριά, γεγονός που επέτεινε την αγωνία των συμπαικτών της, κυρίως όμως, του ευγενούς αλλά μονόχνωτου συζύγού της.
Ήδη ο γιατρός δρασκελίζει το τελευταίο σκαλοπάτι, της κάπως απότομης σκάλας και βρίσκεται σε απόσταση ενός περίπου μέτρου από την πολυθρόνα της ασθενούς.
Και τότε λαμβάνει χώραν τούτο, το μοναδικό στα παγκόσμια ιατρικά χρονικά γεγονός.
Βρισκόμαστε μπροστά στην ταχύτερη διάγνωση, που έγινε ποτέ από γιατρό, χωρίς καν να έχει προηγουμένως εξετάσει τον ασθενή του.
– Εν εχ’ τίπουτα. Απ’ τν αγαμσά είνι!
Προφανώς διέκρινε υστερικό φαινόμενο.
Και δεν έπεσε έξω, γιατί η κυρία, δεν είχε απολύτως τίποτα το παθολογικό και γρήγορα σηκώθηκε από την πολυθρόνα της.
Αν συνέχισε την χαρτοπαιξία δεν το γνωρίζω…