«Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία φταίει ο ίδιος». Eτσι αρχίζει ο Ιμάνουελ Καντ, γράφοντας το 1784, το περίφημο δοκίμιό του «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός;» Και κατόπιν αναπτύσσει την κεντρική του θέση, που είναι η προτροπή για αυτόνομη σκέψη την οποία ταυτίζει με την ωριμότητα. Ο Διαφωτισμός λοιπόν ως δυναμική διαδικασία είναι η ανάληψη της ευθύνης να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε αυτόνομα – χωρίς καθοδήγηση από άλλους.
Ας αφήσουμε κατά μέρος τα αυστηρά φιλοσοφικά ζητήματα που θέτει ο Καντ με αυτή του τη θέση και προτροπή και ας πάμε κατ’ ευθείαν στο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο. Χωρίς να υπάρχει βέβαια ονομαστική αναφορά σε αυτό το κείμενο του Καντ, όλα τα δημοκρατικά καθεστώτα της εποχής της νεωτερικότητας, δηλαδή της εποχής που έχει ως αφετηρία της τον Διαφωτισμό, θεσπίζονται επί τη βάσει αυτής ακριβώς της καντιανής θέσης. Και μάλιστα κατά τρόπο θα έλεγα «κυριολεκτικό». Με την ηλικιακή έξοδο από τη βιολογική ανωριμότητα, και όχι από μια ανωριμότητα «για την οποία φταίνε οι ίδιοι» αποδεχόμενοι κάποια άνωθεν καθοδήγηση, οι πολίτες μιας δημοκρατικής χώρας αποκτούν πλήρη δικαιώματα και υποχρεώσεις που θεμελιώνονται ακριβώς στο ότι θεωρούνται ικανοί να κρίνουν αυτόνομα.
Εκκινώντας λοιπόν από αυτό το δεδομένο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως «δημοκρατικόμετρο» για τα πολιτικά καθεστώτα τον βαθμό στον οποίο σέβονται την ωριμότητα των πολιτών τους – τη θεμελιακή δηλαδή για τη δημοκρατία ικανότητα των πολιτών να κρίνουν αυτόνομα τα ζητήματα που αφορούν τους ίδιους και την κοινωνία όπου ζουν και εργάζονται. Χρησιμοποιώ τον νεολογισμό «δημοκρατικόμετρο» με μια δόση χιούμορ, αλλά καθόλου σαρκαστικά (όπως κατά κανόνα χρησιμοποιείται ο όρος «αριστερόμετρο»). Το ότι διαθέτουμε «δημοκρατικόμετρο» σημαίνει πως όντως μπορούμε να κρίνουμε τη γνησιότητα της δημοκρατικότητας κάποιου καθεστώτος, που τυπικά είναι δημοκρατικό, σύμφωνα με τούτο το γενικό κριτήριο.
Η προσέγγιση αυτή, παρ’ ότι έχει ως αφετηρία κάποιες στοιχειώδεις αρχές του Διαφωτισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού, πιστεύω πως φωτίζει κατά τρόπο ιδιαίτερα αποκαλυπτικό σημαντικές πτυχές της ταξικής ανισότητας στις καπιταλιστικές κοινωνίες καθώς και των εξουσιαστικών πρακτικών που τη συνοδεύουν. Η ταύτιση της ιδιότητας του ενήλικου πολίτη με τη διανοητική αυτονομία προϋποθέτει ότι η ωριμότητα δεν είναι μόνο βιολογική, αλλά και διανοητική. Που με τη σειρά του εξηγεί γιατί η εξασφάλιση της στοιχειώδους εκπαίδευσης για όλους τους πολίτες είναι θεμελιώδης δημοκρατική αρχή.
Εως εδώ καλά. Τα ουσιαστικά ζητήματα όμως που αφορούν την ταξική ανισότητα και την άσκηση εξουσίας τίθενται από τη στιγμή που η ιδιότητα του «μορφωμένου πολίτη» απολυτοποιείται και προσλαμβάνει ιδεολογικό χαρακτήρα. Οταν ταυτίζεται απόλυτα η αυτονομία της κρίσης με την εκπαίδευση, σημαίνει ότι «λιγότερη» εκπαίδευση συνεπάγεται και «λιγότερη» αυτονομία της κρίσης.
Σύμφωνα με αυτό το ιδεολόγημα λοιπόν, ακόμη και αν τυπικά δεχόμαστε πως όλοι οι ενήλικοι πολίτες έχουν ίσα δικαιώματα, «ας μη γελιόμαστε, δεν είναι όλοι το ίδιο ώριμοι να κρίνουν, οι πιο μορφωμένοι είναι πιο ώριμοι». Δεδομένων των ταξικών ανισοτήτων που ενυπάρχουν στις ουσιαστικές δυνατότητες για μόρφωση, τούτο αυτομάτως αναπαράγει τις εν λόγω ανισότητες προσκολλώντας σε δαύτες το επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της διάκρισης ως προς την κριτική ικανότητα: «…αυτοί που είναι φτωχοί κάνουν λάθος επιλογές σε κρίσιμες στιγμές».
Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ιδεολογική αναπαράσταση της κοινωνίας, σύμφωνα με την οποία η μεγάλη μάζα των «απλών ανθρώπων», παρ’ ότι ενήλικοι και τυπικά αυτόνομοι πολίτες, «στην πραγματικότητα» δεν είναι και τόσο ώριμοι να κρίνουν για όσα τους αφορούν. Χρειάζονται διαρκή διαπαιδαγώγηση.
Επομένως το πρόβλημα δεν συνίσταται απλώς στο ότι ορισμένα πολιτικά καθεστώτα είναι λιγότερο δημοκρατικά επειδή υποτιμούν την ωριμότητα των πολιτών τους. Ο καπιταλισμός εν γένει, αλλά ιδίως στη νεοφιλελεύθερη φάση του όπου η συρρίκνωση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας τείνει να καθιστά τις ανισότητες ευκαιριών στην εκπαίδευση ακόμη εντονότερες, είναι βαθύτατα αντιδημοκρατικός στον βαθμό ακριβώς που στηρίζεται στο ιδεολόγημα του διπόλου: «μορφωμένη ελίτ / αμόρφωτη μάζα». Στον καπιταλισμό τίθεται διαρκώς και εμπράκτως σε αμφισβήτηση το ότι όντως οι «απλοί πολίτες» έχουν επιτύχει την καντιανή «έξοδο από την ανωριμότητα».
Στην εποχή της πανδημίας, όπου οι συνθήκες έχουν οδηγήσει στην εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική κατάσταση να συγχέεται διαρκώς η επιστημονική γνώση των ειδικών με την άσκηση πολιτικής εξουσίας, το ιδεολόγημα περί απαραίτητης παιδαγωγίας των ανεύθυνων και ανώριμων μαζών εκφράζεται πλέον ρητά. Εξ ου και το ότι για ορισμένα από τα μέτρα που ισχύουν δηλώνεται τώρα ευθέως πως έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα.
καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών