ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Τόπος

Η ΩΡΑΙΑ ΝΕΝΕΛΑ

Μια ελαιογραφία του ζωγράφου Ορέστη Κανέλλη,  που είναι το πορτραίτο της Νενέλας Χατζηλία, έχει την αφιέρωση « Στην ωραία Νενέλα». 

Τούτο το πορτραίτο, στάθηκε και η αφορμή να την φέρω  στο νου μου και να αναπολήσω τις στιγμές,  που η παρουσία της μαζί μ” αυτήν του Λευτέρη,  του συνεύνου της, έδινε ξεχωριστό τόνο στην ηλικιακά μπερδεμένη συντροφιά μας.

Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν μέσα από τα πάρτυ μας,  γνωριστήκαμε με τον αδελφό της τον Λιάκο Χατζηλία, έναν πανέμορφο,  αλλά και λίαν γοητευτικό άνδρα, δεινό γυναικοκατακτητή, που άφησε εποχή στην τότε Μυτιλήνη.

Περίφημος πιανίστας, αν έβρισκε πιάνο, μας χάριζε μοναδικές στιγμές με τα τραγούδια που γνώριζε,  και που δεν ήταν λίγα,  με ιδιαίτερη αδυναμία σ” αυτά της τζαζ. Θυμάμαι ότι είχε ιδιαίτερη αγάπη σ” ένα κινηματογραφικό κομμάτι από το Γαλλικό  φιλμ  «Μαρία του Οκτώβρη»,  το οποίο κυιολεκτικά λάτρευε. Θαρρώ και τον ακούω ακόμα.

Το φιλμ αυτό, από τις εμβληματικές ταινίες του μεταπολεμικού γαλλικού κινηματογράφου, αναφέρονταν στην γαλλική αντίσταση και έμοιαζε με θεατρική παράσταση, αφού ήταν γυρισμένο στο σαλόνι του σπιτιού ενός μέλους της ομάδας, που είχε αγωνιστεί από κοινού με τους άλλους, κατά των Γερμανών κατακτητών  και που ένας από τα μέλη της, ήταν ο προδότης, που έπρεπε να εντοπισθεί. Συναρπαστικό φιλμ με πρωταγωνιστές μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών, όπως η Ντανιέλ Νταριέ, ο Πωλ Μερίς , ο Σερζ Ρεζιανί κ.ά. Το τραγούδι αυτό το έπαιζε στο πιάνο ο Ρεζιανί.

Στη Μυτιλήνη των χρόνων του μεσοπολέμου αλλά και λίγο  αργότερα, οι γόνοι των εύπορων κυρίως οικογενειών,  πέραν των γαλλικών μάθαιναν και πιάνο. Φαίνεται, ότι μαζί με την αδελφή του, τη Νενέλα, έκαναν καλές σπουδές, γιατί  η Νενέλα έπαιζε με πολύ μεγάλη άνεση και δεξιοτεχνία το μουσικό αυτό όργανο σαν φτασμένη καλλιτέχνης. Όμως γι αυτή της την ικανότητα θα αναφερθώ παρακάτω.

Μίλησα για μια μπερδεμένη ηλικιακά συντροφιά. Πραγματικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, βρεθήκαμε να κάνουμε συντροφιά στο σπίτι του Λευτέρη και της Νενέλας όπου κυριαρχούσε, η μουσική πιάνου, οι απαγγελίες και ενίοτε και ο χορός όταν γίνονταν πάρτυ. Η ψυχή της συντροφιάς μας ήταν η Νενέλα και δεν είναι υπερβολή να πω, ότι  από μόνη της , ήταν μια ολόκληρη παρέα. Ήδη είχε τη φήμη της ωραίας γυναίκας, από τα εφηβικά της χρόνια και μαζί με τις επιστήθιες φιλενάδες της, τη Νόρα Βοστάνη, την “Ασπα Κωνδωνή και την Αννούλα Καλπάκα αποτελούσαν μια ξεχωριστή συντροφιά στα χρόνια του μεσοπολέμου, αλλά και αργότερα. Η Νενέλα όμως ξεχώριζε για το μπρίο της, τη ζωντάνια της,  αλλά κυρίως για την ελεύθερη  συμπεριφορά της. Πραγματικά, ένας απόλυτα ελεύθερος άνθρωπος, με τον έρωτα  να κυριαρχεί στη ζωή της. Η ίδια ήταν μια θελκτική παρουσία, μακρυά από τη μιζέρια του ψευτοαστισμού, που κατατρύχει τη ζωή της επαρχίας και τροφοδοτεί  το πνιγηρό κουτσομπολιό της. 

Από τα ανέκδοτα που την συνόδευαν,  τούτο είναι ξεχωριστό γιατί προσδιορίζει με μοναδικό  τρόπο το ταμπεραμέντο της. 

Λέγεται ότι σε μια θεατρική γυμνασιακή παράσταση, έπαιζε ένα αγγελούδι που έρχεται στη γη να γνωρίσει τους ανθρώπους. Και κάποια στιγμή, όταν  γίνεται αναφορά στον έρωτα, με απορία ρωτά : 

«Τι  είναι επιτέλους αυτός ο έρωτας, πρώτη μου φορά τον ακούω».

Και η γαλαρία σείστηκε από το χειροκρότημα.

Ανιδιοτελής, απέραντα ευγενική σε κατακτούσε απ’ την πρώτη στιγμή με το χαμόγελο της και την μοναδική  καλοσύνη της. Δεν θυμάμαι να μίλησε άσκημα για κανέναν. Χαίρονταν σαν μικρό παιδί με το τίποτα. Δεν θα ξεχάσω μια φορά, που πήγα σπίτι της και της πρόσφερα, έτσι για γελάσουμε, ένα κλαδάκι με πράσινα φύλλα, λέγοντας την:

 – Νενέλα δεν έχω τίποτα άλλο να σου προσφέρω παρά μονάχα τούτο το πράσινο φύλλο. Εκείνη το πήρε με μεγάλη χαρά και μου είπε.

– Μα τι λες αγάπη μου,  τούτο είναι το ωραιότερο δώρο που μου χάρισαν.

Αδυναμία της το  εξεζητημένο ντύσιμο. Θαρρώ πως ραβόταν η ίδια από  μόνη της.  Λέγεται μάλιστα ότι στην γκαρνταρόμπα της επικρατούσε το αδιαχώρητο από τα πολλά φορέματα και η πρόσβαση από τους δικούς της, ήταν απαγορευτική. 

Μπορούμε να πούμε πως με ιδιαίτερη προσοχή φρόντιζε την ηλοθεραπεία της,  αφού εμμονικά  ήθελε να ξεχωρίζει στο μαύρισμα του σώματος της. Στην πλαζ, κοντά στο σπίτι της και δίπλα στο σπίτι του Σιφναίου, στο «Νενέλα μπητς»  λιάζονταν με τις ώρες αφού προγουμένως αλείβονταν με ειδικής σύνθεσης λάδι, δικής της συνταγής, παρασκευασμένο στα εργαστήρια του φαρμακοποιού Αλέκου Τσόχατζη, και που προς τιμήν της ονομάστηκε 

«Νένελ oil».

Με το χαρακτηριστικό της βάδισμα, που το μιμόταν με μοναδικό τρόπο ο Πητ Χατζηβασίλης, κατέβαινε για να το παραλάβει από το φαρμακείο. Επειδή πειράζαμε τον Αλέκο,  ότι η Νενέλα του έχει ιδιαίτερη αδυναμία, και ότι επιτέλους θα πρέπει να δείξει κάποιο ενδιαφέρον, αυτός αμήχανος, όταν περνούσαμε από το φαρμακείο του, παρίστανε τον πολυάσχολο.

Κι εγώ εύρισκα την ευκαιρία να την πειράξω.

– Νενέλα τι θα γίνει με τούτη την αμπτάλα!

– Τι περιμέν’ς μουρόμ από άνθρωπο που δεν καταλαβαίν”!

Στα χρόνια της δεκαετίας του ’70 η στενή συντροφιά ήταν οι, Κώστας Πατλάκας, ο Γιώργος Καλαγάνης, ο Πάνος Βάγιας, ο Δημήτρης Καράλης, και βέβαια ο Λευτέρης Κατσάνης. Ίσως  και κάποιοι άλλοι που δεν τους θυμάμαι.

Βραδυές ανεπανάληπτες με τον Πατλάκα να απαγγέλει Φώτη Αγγουλέ αλλά και δικά του ποιήματα, που είχε γράψει εξόριστος στις φυλακές του Γκέρμπρετ, εκεί κάτω στα » σύρματα» της Αφρικής. Και η Νενέλα στο πιάνο να τραγουδά » Αυτά τα μάτια κάπου τάχω ξαναδεί…..» κ.ά  εράσμια τραγουδάκια της τότε εποχής. 

Δεν μπορώ να μη θυμηθώ, μια αποκρηάτικη βραδυά, ένα πάρτι μασκέ στην Αθήνα, στο σπίτι της Μαρίας  και του Απόστολου Σιφναίου. Πρέπει να ήταν το 1972. Η προετοιμασία από τον Απόστολο ήταν το κάτι άλλο. Χωρίς υπερβολή ένα ολόκληρο 15θήμερο δούλευε  να παρουσιάσει ένα νούμερο,  όπου πέντε χορεύτριες από διαφορετικές χώρες θα χόρευαν χορούς σε μουσική της πατρίδας τους. “Ετσι ντυθήκαμε με ξεχωριστές φορεσιές, ο Κωστής Ιωάννου Μαρλένε Ντήτριχ, ο Βύρων Λεωνιδόπουλος Ισπανίδα χορεύτρια του Φλαμένγκο, ο Βάσος Καραμάνος η γαλλίδα τραγουδίστρια Ζιζί Ζαμέρ, Ο Απόστολος  Σιφναίος, χορεύτρια οριεντάλ, η Λα Λειλά Σουλειλά Λα, κι εγώ λαική γκόμενα  με κλαρωτό φουστάνι η Γαρουφαλιώ Παρδάλω.

 Η επιτυχία τεράστια. “Ετσι προς στιγμήν πέρασε απαρατήρητη η παρουσία της Νενέλας, που ω! της συμφοράς είχε ντυθεί Ζιζί Ζαμέρ,  μ” ένα λαμέ μαύρο φόρεμα και με κολλημένες πάνω σ” αυτό μικρές κόκκινες καρδούλες. Η σύγκριση με τον Καραμάνο της προξένησε μελαγχολία. Καθόταν σε μια γωνιά και δεν μίλαγε. Την πήρα χαμπάρι και έσπευσα βαστώντας ένα πηρούνι και άρχισα να τσιμπάω τις καρδούλες της,  δήθεν για να τις φάω. 

-Τελευταία εγώ θα κλέψω την πραγματική σου καρδιά, της λέω με πάθος Ρωμαίου,γιατί εσύ είσαι η πραγματική Ζιζή Ζαμέρ!

 Ε, αυτό ήταν. Για πότε βρέθηκε στο πιάνο και άρχισε να παίζει κάτι ξέφρενους ρυθμούς κι εμείς από κοντά να τραγουδάμε. 

Πραγματικά,  δεν θα το πιστέψετε, εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανένας άλλος. Παρά μόνο η ΝΕΝΕΛΑ.

Ναι, αυτή που πέρασε απ” τη ζωή μας μέσα και που τώρα, εκεί στην αλλότροπη ζωή του ουρανού,  μπορεί να αναμιμνήσκεται μαζί μας τις μέρες που πέρασαν και χάθηκαν σαν συννεφάκια.

Οι Κατσάνηδες ήταν μια όμορφη και ξεχωριστή οικογένεια, μαζί με το μοναδικό Μαρικάκι τους.Η παρουσία τους στη μικρή μας πόλη, άφησε έντονα τα σημάδια της. Ευγενείς, γενναιόδωροι,  γεμάτοι καλοσύνη, και αρχοντιά, διέφεραν από  τους συντοπίτες μας σ” όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, μακρυά από κακεντρέχειες και φτηνό κουτσομπολιό. Ξεχωριστοί άνθρωποι και φίλοι.

“Ομως βάσκανος μοίρα  χτύπησε πολύ νωρίς τη Νενέλα και έκοψε  το νήμα της ζωής της.

Και στέρησε τους φίλους της, από την πολύτιμη παρουσία της.

Και κείνη ξανάγινε αγγελούδι.

Μάρτιος του 2021