Το νέο κόμμα που εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή αποτελείται ουσιαστικά από δύο «συνιστώσες», οι οποίες μέχρι πρότινος ήταν εσωκομματικές ομάδες-τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η διαφορά με τις «συνιστώσες» των αρχικών βημάτων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι οι ηγεσίες εκείνων των «συνιστωσών» είχαν δημοκρατική νομιμοποίηση, είχαν προκύψει από εσωτερικές διαδικασίες, στις οποίες τα μέλη (λίγα ή πολλά) έλεγαν τη γνώμη τους και ψήφιζαν. Ετούτες δεν είναι έτσι.
Η απήχησή του νέου κόμματος στον κόσμο της Αριστεράς είναι, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη από το άθροισμα της απήχησης της «Ομπρέλας» και των «6+6», ωστόσο προσώρας αυτές οι δύο ομάδες είναι ο κορμός του και τα ηγετικά στελέχη τους είναι η, άτυπη έστω, ηγεσία του. Φαντάζομαι ότι οι διευθετήσεις, π.χ. για το προεδρείο της κοινοβουλευτικής ομάδας, την/τον γραμματέα της, για τους/τις εκπροσώπους τύπου κλπ. θα γίνουν έπειτα από συνεννοήσεις μεταξύ αυτών των δύο ηγετικών ομάδων, το ίδιο και η πολιτική που θα εκφωνείται.
Στην αρχή δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Οι άλλες και οι άλλοι, όχι μέλη αλλά οπαδοί –οργανωμένα μέλη, βλέπεις, δεν υπάρχουν (ακόμα;)–, θα παρακολουθούν, σιωπώντας για τη συμφωνία ή τη διαφωνία τους, αφού δεν υπάρχει η δομή στην οποία σχηματίζεται η συλλογική βούληση και εκλέγονται οι κάθε λογής εκπροσωπήσεις.
Από όσα έχουν ακουστεί ως τώρα, διαφαίνεται ο κίνδυνος αυτή η κατάσταση της ηγεσίας και των οπαδών να παγιωθεί για σχετικά μακρύ, ορισμένων μηνών τουλάχιστον, χρονικό διάστημα. Ο οπαδισμός όμως είναι επικίνδυνη κατάσταση, δημιουργεί ρήγματα (μεταξύ των οπαδών των «συνιστωσών») και παράγει φαινόμενα «ανάθεσης», παραγοντισμού και απόσυρσης. Χρειάζεται λοιπόν να επιταχυνθούν διεργασίες για τη διαμόρφωση δημοκρατικά εγκεκριμένης πολιτικής και ηγεσίας – δηλαδή δομής, στην οποία όσες και όσοι δεν ανήκουν στις διαμορφωμένες ηγετικές ομάδες, να μπορούνε να ενταχθούν, να γνωμοδοτούν και να ψηφίζουνε. Για να γίνει αυτό όμως ολοκληρωμένα –κι αυτό απαιτεί χρόνο– χρειάζεται να συζητηθεί και να κριθεί το πρόσφατο παρελθόν: το νέο είναι πάντοτε κριτική του προηγούμενου, κι αυτή η συζήτηση και κριτική δεν μπορεί να γίνει εκτός δομής.
Η ανάγκη της πολιτικής
Και η πολιτική του νέου κόμματος θα διατυπώνεται στην αρχή με συνεννόηση των ηγετικών στελεχών των δύο «συνιστωσών»· αλλιώς δεν γίνεται, διαφορετικά αυτό το σχήμα δεν θα έχει πολιτική και η καθεμιά και ο καθένας θα εκφωνούν ό,τι κατεβάζει ο νους τους. Μια ρύθμιση τέτοιου είδους όμως, όπως και η προσωρινή δομή, δεν μπορεί παρά να είναι πρόσκαιρες. Σύντομα κιόλας, στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό στη Βουλή, ο νέος σχηματισμός θα κληθεί να μιλήσει για το σύνολο της πολιτικής ύλης.
Η εντύπωση ότι η συζήτηση για τον προϋπολογισμό είναι οικονομική συζήτηση είναι εσφαλμένη: συζητιέται το σύνολο της πολιτικής της κυβέρνησης, οι προτεραιότητές της, οι επιλογές της, το σχέδιό της. Επομένως η αντιπολίτευση, ιδιαίτερα η αριστερή αντιπολίτευση, χρειάζεται να εκθέσει το σύνολο της δικής της πολιτικής, τις προτεραιότητες, τις επιλογές, το σχέδιό της και αυτά να τα αντιπαραβάλει με τα κυβερνητικά, αλλά και με εκείνα των άλλων κομμάτων. Οι αποφάσεις γι’ αυτά τα πράγματα είναι αποφάσεις για την πολιτική φυσιογνωμία του νέου φορέα.
Ηγεσία και διακήρυξη τώρα αμέσως!
Θα μου πεις, μα, μπορεί να γίνει συνέδριο τώρα αμέσως και να τα αποφασίσει όλα αυτά; Όχι, δεν μπορεί. Μπορούν όμως να υπάρξουν προσωρινά ηγετικά όργανα στα οποία θα συμμετέχουν τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τα μέλη της Πολιτικής του Γραμματείας που συμμερίστηκαν την κριτική και την αιτιολογία της αποχώρησης των μελών των αντίστοιχων οργάνων – δηλαδή μια προσωρινή ηγεσία που έχει κάποια προσωρινή νομιμοποίηση. Παρουσιάζεται μάλιστα μια ευκαιρία να αναδειχθεί έτσι το πλεονέκτημα των σχετικά ολιγομελών βουλευόμενων οργάνων και της συλλογικής ηγεσίας. Αυτά τα όργανα μπορούν να συγκροτηθούν αμέσως και να αναλάβουν όλο το βάρος –και είναι μεγάλο– της πολιτικής και της οργανωτικής συγκρότησης του νέου φορέα μέχρι το πρώτο του συνέδριο.
Ένα από τα πιο κρίσιμα, κατά τη γνώμη μου, ζητήματα είναι τυχόν διαφορές μεταξύ των δύο βασικών ρευμάτων που αποτελούν τον κορμό του νέου εγχειρήματος. Δεν φαίνεται να είναι σημαντικές, ωστόσο υπάρχει το ερώτημα για ποιον λόγο εμφανίστηκαν χώρια. Δεν λέω ότι χρειάζεται τώρα να υπάρξει ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση – στο κάτω κάτω αυτά είναι περσινά ξινά σταφύλια. Χρειάζεται όμως να υπάρξει πάρα πολύ σύντομα μια πρώτη διακήρυξη, όχι μακροσκελής (το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων που συνέταξε ο Λένιν ήταν δυόμιση σελίδες!), ώστε να φανεί πως ο νέος φορέας έχει κοινή ιδεολογική και πολιτική βάση. Διαφορετικά θα συντηρείται η δυσφημιστική μομφή ότι συνήλθαν και συμφώνησαν ετερογενείς και ετερόδοξες ομάδες με εξουσιαστικά κίνητρα.
Απαιτούμενα για το περιεχόμενο
Αυτό το πολιτικό κείμενο δεν μπορεί να έχει κεντρική αναφορά στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κασσελακική του παραμόρφωση: ο ετεροκαθορισμός είναι πάντοτε επιζήμιος. Η πολιτική και η ιδεολογική σύγκρουση με το κασσελακικό κόμμα έγινε και οδήγησε στη διάσπασή του· ο αντίπαλος τώρα δεν είναι ο κουτσουρεμένος ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και εκείνο που χρειάζεται είναι το βλέμμα προς τα εμπρός και η προσήλωση στον αληθινό σκοπό που είναι οι κοινωνικοί αγώνες και οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή του κράτους και για τη δημοκρατία στην πολιτική και στην οικονομία, και στον αληθινό αντίπαλο, όπως εκδηλώνεται και εκφράζεται πολιτικά από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και από τα νεοφασιστικά ή σκοταδιστικά μορφώματα στα δεξιά της. Όλα τα άλλα οργανωμένα πολιτικά ρεύματα είναι στην επιδίωξη αυτού του σκοπού εν δυνάμει σύμμαχα· μάλιστα χρειάζεται τώρα κιόλας να αναπτυχθεί πολιτική συμμαχιών και να εφαρμοστεί: ένας από τους λόγους που η απλή αναλογική δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα ήταν ότι η Αριστερά δεν εφάρμοσε πολιτική συμμαχιών, εκτός από εκκλήσεις, οι οποίες βέβαια δεν είναι πολιτική.
Ακόμα, αυτό το κείμενο χρειάζεται να μιλάει για τις κοινωνικές δυνάμεις, τις τάξεις και τα στρώματα στα οποία το νέο σχήμα αναφέρεται: πώς συνδέει τα συμφέροντα των στρωμάτων της μισθωτής εργασίας με εκείνα των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων; πώς απαντάει η Αριστερά στο ζήτημα της οικονομίας της φροντίδας και της απλήρωτης εργασίας – δηλαδή προπάντων στις γυναίκες;
Χρειάζεται επίσης αυτό το κείμενο να μιλήσει με σαφήνεια για τις ελευθεριακές αξιώσεις: τους αγώνες για τις ελευθερίες με σκοπό την ελευθερία – αυτό που συνήθως το αποκαλούμε «δικαιώματα», αλλά είναι πολύ ευρύτερο.
Τέλος –και αυτό το τελευταίο, αλλά πρώτο σε σημασία απαιτεί εδώ μακροσκελέστερη αναφορά–, χρειάζεται η επικέντρωση στο μείζον ζήτημα της εποχής μας, στο οποίο όλη η Αριστερά –και όχι μόνο στην Ελλάδα– έχει υστερήσει. Πρόκειται βέβαια για το περιβάλλον της ζωής των ανθρώπων, για τη νέα μορφή του μεταβολισμού του ανθρώπου με τη φύση, την οποία επιβάλλει ο κίνδυνος της μεγάλης καταστροφής.
Τα πρώτα δείγματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Φαίνεται, από δηλώσεις ηγετικών στελεχών του νέου σχήματος, σαν να ακολουθείται μια παλιά πολιτική της Αριστεράς, όπου η οικολογία ήταν κάτι πρόσθετο στις κοινωνικές συγκρούσεις, κάτι πρόσθετο στην οικονομική πολιτική, μια πρόσθεση αμήχανη, σχεδόν δίχως περιεχόμενο. Αν όμως η περιβαλλοντική κρίση είναι τόσο μεγάλος και τόσο άμεσος κίνδυνος –μεγαλύτερος ακόμα και από τον κίνδυνο γενικευμένου πολέμου–, τότε η οικολογία χρειάζεται να συνέχει τα πάντα: τη διοίκηση του κράτους, την οργάνωση της κοινωνίας και των κοινωνικών συγκρούσεων, τη λειτουργία των θεσμών και τη διεύρυνση της δημοκρατίας, το φορολογικό σύστημα και την πολιτική δημόσιων δαπανών, κάθε παραγωγή, τις επενδύσεις και την κατανάλωση, τις μεταφορές και μετακινήσεις, την πολεοδομία, τη χωροταξία, την εκπαίδευση: να ορίζει σε αδρές γραμμές τον νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα αναδείξει την ανανεούμενη πλευρά της Αριστεράς και του σοσιαλισμού σήμερα.