ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Ιστορία και Μνήμη Αη Στράτη

 

Όταν το μικρό καράβι, το «Αιολίς», που κάνει τη γραμμή Μύρινα – Άη Στράτης, απομακρυνθεί αρκετά από τις ακτές της Λήμνου και βγεις στο κατάστρωμα, δεν θα αντικρίσεις τίποτα στο βάθος. Προς τα κει που είναι ο προορισμός του, των λιγοστών επιβατών και των κάθε λογής εφοδίων που μεταφέρει. Κοιτάζοντας τον χάρτη, που υπάρχει στη μικρή αίθουσα των επιβατών, διακρίνεις μια τόση δα κουκκίδα στη μέση του Αιγαίου πελάγους. Η γεωγραφική του θέση το έκανε να είναι, μάλλον, το πιο απομονωμένο ελληνικό νησί. Έτσι επιλέχτηκε ως τόπος εξορίας ανθρώπων με αριστερές, κομμουνιστικές και δημοκρατικές απόψεις και ιδεολογίες.

Ο τόπος εξορίας του Αγίου Ευστρατίου ονομαζόταν επίσημα «στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβιώσεως εκτοπισμένων». Οι εξόριστοι διαβιούσαν για μήνες, για χρόνια, σε σκηνές που τις είχαν στήσει μέσα στις δυο μικρές κοιλάδες – χαράδρες που σχηματίζουν οι χείμαρροι του νησιού Τενεδιώτης και Παραδείσης. Λιγοστοί εξόριστοι, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, κάποιες γυναίκες ζούσαν σε σπίτια του χωριού. Έτσι, κάτω από αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες οργάνωσαν τη διαβίωσή τους με τις Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων.

Σήμερα αν βρεθείς στον Άη Στράτη και ανηφορίσεις στον λόφο του Άη Μηνά, για να προσκυνήσεις, να τιμήσεις τη μνήμη των εξορίστων του νησιού, αισθάνεσαι, αρκεί να αφήσεις ελεύθερο τον εαυτό σου, την άυλη παρουσία αυτών των ανθρώπων, των βασανισμένων όλων των νησιών. Τίποτα από κει πάνω δεν μαρτυρά το αποτρόπαιο της εξορίας, του περιορισμού της ζωής κάποιων πολιτών. Από ψηλά δεν αντιλαμβάνεσαι ότι λίγο πιο κάτω, μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα, εκεί στην ύπαιθρο διαβιούσαν μερικές χιλιάδες άνθρωποι. Ακόμα κι αν περπατήσεις στον χώρο των στρατοπέδων, όσο προσεκτικά κι αν κοιτάξεις, δεν θα εντοπίσεις στοιχεία, κατάλοιπα της ζωής των κρατουμένων. Ο χρόνος, τα στοιχεία της φύσης –αγέρηδες και κυρίως πλημμύρες–, η βλάστηση τα εξαφάνισαν.

Περπατώντας στην παραλία, στους δρόμους του χωριού, νιώθεις κάποιες σκιές να σε συντροφεύουν– είναι του Γληνού, του Βάρναλη, του Λουντέμη, του Κορνάρου, του Κατράκη, του Καρούσου, του Φαρσακίδη, του Βουρνά, του Λειβαδίτη, του νεαρού Πατρίκιου, τόσων άλλων. Ακούς κάποιον να απαγγέλλει: «Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες/ άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι/ με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας/ μ’ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας/ άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο/ άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας/ εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ/ τη λευτεριά και την ειρήνη». Γυρνάς και αντικρίζεις τη μορφή του Ρίτσου. Όλοι τους επιζούν στις καρδιές μας, πάνω από μισό αιώνα· όσο κι αν επιχειρείται η διαστρεβλωτική αποσιώπηση. Η Ιστορία κι η Μνήμη έχουν καταγράψει εξόριστους και διώκτες.

 

συγγραφέας, διδάκτορας Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας