Σε τούτο το γράμμα, στις ” αγαπούλες του, τη Λενιώ και το Βαγγέλη Καραγιάννη, με αφορμή μια σύναξη της Μυτιληνιάς τους παρέας, την παραμονή μιας πρωτοχρονιάς, τού δίνεται η ευκαιρία να περιγράψει τη συντροφιά τους – μόνιμη πηγή έμπνευσής του- .στις γιορτινές τους στιγμές, μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο που χαρακτήριζε τα γραφτά του. Παράλληλα τού δίνεται η ευκαιρία, ερχόμενος σε γραπτή επαφή με τους άλλους φίλους του, να επεκταθεί και στα δικά τους της Αθήνας, όταν βρέθηκε εκεί σ’ ένα του ταξίδι στο ” κλεινόν άστυ”. Εδώ η ελευθεριότητα του, παίρνει τις διαστάσεις ενός άνευ όρων και ορίων ερωτισμού, ενώ η φιλοπαίγμων διάθεσις του, ξεπερνά την κάθε φαντασία και γίνεται ύμνος και χαρά της ζωής.
Γιατί, μη μου πείτε ότι είναι απλό πράγμα, απευθυνόμενος στη γυναίκα του φίλου σου, να της λες:
Τι ” παίνιο” να βρω για σένα Ελενιώ, που η φροντίδα σου, με συγκίνησε τόσο…Φτάνει μόνο η Πλατωνική αγάπη που σου έχω ή πρέπει να σε…… παντρευτώ; Για ρώτηξε τον Ευαγγέλη;
Άντε και καλή χρονιά!
Βάσος Ι. Βόμβας.
” ΑγαπούλαιΠαραμονή! Με διεσταλμένο το χείλι εις το οποίον είχεν σχεδιασθεί ένα χαμόγελον,ατενίσαμεν τα ομιχλώδη βάθη του μέλλοντος!! Ω! ουρανοί.Επικάθησεν πάλιν εις Μάϊος επί των σκεβρών ώμων μας, ενώ αντιθέτως το….”μαγιόξυλον” δεν είναι πλέον πολύ νέον, διά να τρέξη εις ανθοβριθή λειμώνα αιωνίου έρωτος, όπου σφύζουν οι ριγηλές πα-πα-ρού-νες και καλούν την πεταλούδαν,εις πτερόεντα φιλήματα ….αρρήτου γλυκύτητος.Την στιγμήν αυτήν, ο ΄Ομηρος με το ποιητικόν ένστικτον απαγγέλει με την τσιβδήν φωνήν του και με απέραντον οιστρηλασίαν…”Η ζωή είναι μια μακρυνή στιγμή! Ω! της αυγής,κγοκάτη γάζα,γαούφαλα του δειλινού”.Και η Δαναϊς με τα πορφυρά μάγουλα και το λαμπρόν πρόσωπον της, επινεύει χαριέντως και με καμάρι, διά τον ποιητικόν και αισθηματίαν σύζυγόν της. Αυτήν την μεγάλην βραδιάν ευγενώς κληθέντες ρεβεγιονάραμε παρά τω “σοβαρώ” Αχιλλεί, όπου μας επιδαψιλεύθησαν πολλαί και εξαίρετοι περιποιήσεις από το εξαίρετον ζεύγος. Η κ.Νίτσα ήτον χάρμα ιδέσθαι. Εμφάνισις λαμπρά και απαστράπτουσα, με παράστημα Καρυάτιδος, παρόμοιον τύπον της οποίας θα ονειρεύθη διά το”Μωυσέιόν” του ο φίλτατος αρχαιολόγος.Συγκεντρωμένοι πέριξ της πρασίνης, κατά το έθος ,τραπέζης επαίζαμεν “κουμάρι” διά το “καλόν του χρόνου”! Και ήλθεν μεσονύκτιον! Τα φώτα χαμηλώνουν και σβήνουν επί τινα δευτερόλεπτα. Ο μύωψ όμως Γεωργάκης (πάντοτε 59 ετών) δεν το αντελήφθη και έκαμε καυγάν, γιατί ζητήξαμε να σταματήσει λίγο το “κουμάρι”.΄Υστερα από φωνάρες, η Μάλθα προσεπάθησεν με γλυκύ χαμόγελον, να σαγηνεύσει της “καρδιάς του τα φαρδιά πεζούλια”, δέχθηκε να υποχωρήσει η τετράγωνος, ως την κατσαρήν κεφάλαν του, λογική του και η χαρούμενη ομήγυρις, ήτις με ανυπόμονον βούλησιν σαρκοβόρου πέριξ της τραπέζης ονειρεύετο το κέρδι, ηγέρθη και ήρξατο άδουσα χαρμοσύνως εν χορώ.” ετελείωσεν ο χρόνος….ετσετρά, ετσετρά….” Η μελωδία όμως του παθιάρικου τραγουδιού χαλνάει εις εν σημείον, δ ι ό τ ι η καλλίφωνος Παμφιλίς μου έφυγε δύο νότας (κάτω-επάνω δεν έχει σημασίαν). Γκριμάτσα δυσαρεσκείας εφάνη εις τα μουσικά αυτιά,τα οποία ως ραντάρ εσημείωσαν το φάλτσο. Εγώ την εκεραύνωσα με βλέμμα λοξόν και κακόν, διότι εθίγη η αισθητική αρμονία. Ας είναι. “κι ήρθεν η αρχιχρονιά”….ετσετρά. Νέος χρόνος,νέο σφρίγο!…΄Ομως στα μάτια όλων, υπάρχει μια απόχρωση βλέμματος, που δεν ξέρεις τι δείχνει. Χαρά ή πικρία. Μεγαλώσαμε για, δηλαδή γεράσαμε, ας πούμε. Πάντως κυριαρχεί μια ασυγκράτητη τρυφερότης. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια. Ε viva! Ανταλλάσσονται καλοσυνάτες χειραψίες και τα χείλη αναπέμπουν τας πλέον γλυκεράς ευχάς.΄Αλλά οι πιο δηκτικές και μοχθηρές ευχές απευθύνονται σε κείνον τον επτυχή γέροντα και στον παρτενέρ του τον “νέον”.–΄Αντε και του χρόνου παιδιά. Και του χρόνου διπλοί!Πότε πια θ΄αποφασίσετε να πάρετε τον “χαμπά”;Και το “νειάτο” το γκρί, το ώριμο, το πεπειραμένο, το σοφό, με χαριτόβριτον ύφος γεροντοκόρου, απαντά.“Ευχαριστώ! Δε μ΄αφίν΄(ι) ακόμα η μαμάμ΄…”.Ο άλλος όμως ο “νέος” ελίσσεται κάπως εις τους αρχαιολογικούς λαβυρίνθους της κεκρυμένης βουλήσεώς του και απαντά αορίστως για να μη χαλάσει καρδιές.” Να δούμε!….”Εγώ την χρονιάραν εκείνην στιγμήν, σκεπτόμενος ότι θα μείνω “μπουκάλα” ως λέγεις Ευαγγέλη, δηλαδή θα κοιμηθώ νήστις και θα περάσω “αβρόχοις – ψολί” ως θα έλεγεν, ο ζαμπαράς υιός του Ροδόλφου, διότι το Ρήνι είχεν το “ρούχο” της, η αχαλίνωτος φαντασία μου επέταξεν, έτσι αθελήτως, εις το μαγικόν εκείνο “μαγιώ” του οδοντογιατρού Κωσταντινίδη*.Από τι ύφασμα θαυματουργόν ήτο ραυμένον;…..Την άλλην ημέραν όταν εξύπνησα μαχμουρλής και επήγα εις το αναγκαίον, παρηκολούθησα, έτσι αθελήτως τους έρωτας της νεαράς και ασελγούς γατούλας μου,ήτις μετέβαλεν το πλυσταριό μας εις γκαρσονιέραν. Εκεί ήτον μαζευμένοι κάτι αρνιόγατοι γαμπροί με πρισμένες μούρες από την παραλυσίαν, ψωραλέοι αλλά βαρβάτοι και το ξεπάτωσαν το λάγνον αυτό ζώον.Το εσπέρας της αυτής ημέρας, εκλήθημεν εις απογευματινόν ρεβεγιόν εις τους Ανδρεοπούλους, διά να κόψωμεν την πίτταν. Το δε βράδυ της αυτής ημέρας επήγαμεν εις τους Καμβαδέλους, όπου είχα πολύ συξέ, διότι εξεβρακώθην, παρά τας διαμαρτυρίας της Παμφιλίδος…..Ε, να αυτά.Το ποίημα σου, Ευαγγέλη, το περιγραφικόν ήτον αριστούργημα και ήρεξεν πολύ. Εθαυμάσαμεν την εγκράτειάν σου.΄Εμεινες λοιπόν ένα μήνα “μπουκάλα” ως λέγεις; Εγώ θα έλεγον “αναμάρτητος”, διότι έλειπεν από το πλευρό σου η “νεαρά” σου συμβία. Και τι, ενώ γύρω σου σε χάιδευε το χνώτο του πικάντικου και δελεαστικού πειρασμού! (η Μάρω δηλαδή).Ω! εσύ, τίμιε και ερωτιάρη φίλε μου, πως μπορούσες να ατενίζεις κάθε μέρα και να μη σου πέσουν τα ξένα οδόντια απ΄τη λιγούρα,αυτό το σπαρταριστόν έδεσμα, που΄ναι από μέλι-γάλα-βούτυρο και αυγό ζυμωμένο; Πως βάσταξες εγκρατή και τίμιε φίλε και δεν το έκανες σμπαράλι, μ΄αυτό το “κουτβό” πέο σου, αυτό το σπαρταριστό μπαρμπουνάκι, αυτό το enfant gate. Μυστήριον….! Εγώ θα ημάρτανον οπωσούν. Μβρε το άτιμον το “πουτανάκι” πόσον ωραίον είναι!!!Αυτό το τελεπταίο μου ταξίδι εις τας Ανθήνας, θα μου μείνει αξέχαστο αγάπαι. Η μόνη βολά που μου άρεσε η Ανθήνα. Είμαι υπόχρεως διά τας περιποιήσεις σας. Τι “παίνιο” να βρω για σένα Ελενιώ, που η φροντίδα σου με συγμκίνησε τόσο; Φτάνει μόνο η Πλατωνική αγάπη που σου έχω ή πρέπει να σε …..παντρευτώ; Για ρώτηξε τον Ευαγγέλη;Αληθώς περάσαμε στιγμές……αριστοκρατικής απολαύσεως εις το πολυτελές σαλουάν του King George ή στο μπαράκι του Τζόναρς με τα τραγανιστά τσίπς….Μέσα εις εκείνην την ονειρωδώς αριστοκρατικήν θαλπωρήν εθαύμαζα πρώτον τον εαυτόν μου και δεύτερον την ωραίαν ευμορφήν σου με τα ωραία καγιαρά μάτια, που ήτον ωσάν σπινθηρίζουσα θάλασσα κάπως μπλάβα, πιο πολύ μπλάβα!…Ετέντωσα το “ολιγερόν και κοπτερόν κορμί μου”, ως λέγει, ο ευφυής μεν, υπερβολικός δε (η μόνη φορά που δεν είπεν υπερβολήν) σύζυγός σου και αισθανόμου άνετον την ζωήν μου μέσα σ΄εκείνα τα φανταχτερά άμα και απαλά ντεκόρ με τον απλούν και γλυκύν φωτισμόν των.΄Οταν τα διηγούμην εδώ με το εμπρέπον χρώμα, ο Γέρων με ρώτηξε.”Πήγατε και στου Ζαχαράτου; Και εκεί ωραία ήτον!” Ως βλέπετε το γεροντικόν γούστον δεν προσαρμόζεται ευκόλως εις τας νεανικάς μας αντιλήψεις. Τον εκάρφωσα με βλέμμα οικτίρμον και οργίλον άμα και τον κατσάδιασα εις την καθαρεύουσαν. Ακόμα και εις το αισθητικόν δωμάτιον σας αγάπαι ήτον ζεστή η ατμοσφαίρα κι ας έμπαινε το παγερόν ξεροβόρι από το σπασμένο τζάμι και ας ήτον σβηστόν το καλοριφέρ. Τέσσερες ήλιοι λάμποντες η Ελενιώ, η Νίνα, η Ρωξάνη και Το Μαρούλι εζέσταιναν την ατμοσφαίραν και το αίμα.΄Ητον πράγματι, όλα ωραία και πικάντικα και ενθουσιώδη. Ενθυμούμαι με πολύ γέλιο Ευαγγέλη, την σκηνήν του μβάνιου, όπου εδείξαμεν τα “πέη” μας! Πως βρε παιδί μου, σού το κατάντησαν έτσι οι ιατροί, δηλαδή έτσι κακόφορμον; Θα έπρεπε να το κόψεις, εσύ που δεν αντέχεις τας αισθητικάς ατελείας. Την ίδια γνώμη έχει και ο Βαβρίτσας που καταγίνεται με το αρχαίον αισθητικόν κάλλος.Ακόμα ευχαριστήθηκα και την βραδυά της ταβέρνας Πορτοκάλλη, όπου προς τιμήν μου συνεκεντρώθησαν, αι οικογένειαι των παλαιών ενδόξων προξένων Ράλληδων, ευφυής και ευτράπελος βλαστός των οποίων, αυτός ο ζαμπαράς υιός του Roudolf Γιώργος, μ΄έκανε να σπαρταρώ στο γέλιο μ΄εκείνα τα ωραία, έξυπνα αδιάντροπα. Δύο βλαστοί της τραπεζικής οικογενείας de Pesmajoglou και ο Conte και η Contessa de Bonno παλαιά αρχοντική οικογένεια εκ Corfu έλκουσα την καταγωγήν.΄Ολα αυτά ήτον ωραία και εδώκανε νέον τόνον εις την ζωήν μου κατά την μικράν αυτόθι παραμονήν μου. Τα ενθυμούμαι με νοσταλγίαν.Η Παμφιλίς μου σας είχεν γράψει περιγραφήν της αφίξεώς μου. Αλλά είχεν εν μικρόν ορθογραφικόν λάθος και επειδήπερ αστειευόμενος την ειρωνεύθην, εθυμώθη και το έσχισε.Ευαγγέλη, ενθυμού διά καμίαν ατζένταν ή καλλιτέχνημα που δεν θα τό΄θελες διά τον εαυτόν σου.Εδώ τελειώνω, διότι voglio pissare και σπεύδω εις το αναγκαίον. Μαζί με το γράμμα αεροπλοϊκώς, αποστέλλω γλυκά φιλήματα εις Νίναν, Ρωξάνην, κ.Στέφανον (κατεργάρην) και ιδιαίτερα στο Μαρούλι.(Θα το φάω φύλλο-φύλλο και τελευταία την καρδούλα}. Στον Ε.Φ.O. τον ΄Αλπες, τον Γιάγκο, την γλυκείαν Αλίς. Ιδιαίτατα στον Γιώργο τον ζαμπαρά.”Σας φιλώ γλυκάΟ ΤζόνyΣημ. * Πρόκειται για τον γνωστό σάτυρο – οδοντογιατρό του Πειραιά, που είχε απασχολήσει τότε το Πανελλήνιον.