Και μόνο το γεγονός ότι στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές η πανδημία και η οικονομία αποτέλεσαν τα δύο κρισιμότερα ζητήματα της αντιπαράθεσης, θα έπρεπε να έχει πείσει προ πολλού την ελληνική κυβέρνηση ότι ένα πρόβλημα που αφορά το σύνολο του πληθυσμού δεν είναι δυνατόν να μείνει εκτός του πεδίου της κριτικής. Πολύ περισσότερο όταν το διακύβευμα είναι η ίδια η ζωή, όχι κάποιες επουσιώδεις ή και ουσιώδεις λεπτομέρειές της. Ανθρωποι κινδυνεύουν. Και άνθρωποι χάνονται. Οχι «μοιραία». Οχι λόγω προχωρημένης ηλικίας και μόνο ή λόγω «σοβαρών υποκείμενων νοσημάτων».
Στον ενάμιση χρόνο της θητείας της, η κυβέρνηση έχει καταστήσει ολοφάνερο ότι δυσφορεί στην κριτική όσο και στην αυτοκριτική. Δεν την ανέχεται. Καμία κυβέρνηση βέβαια, πουθενά στον κόσμο, δεν καλοβλέπει την αμφισβήτηση του αλαθήτου της. Αλλά και καμία νεοελληνική κυβέρνηση δεν έχει απολαύσει τόση ευμένεια, τόση τρυφερότητα από τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ όση η κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό πολύ πριν από τις περίφημες «λίστες Πέτσα». Ετσι όμως διολίσθησε σε μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση: θεώρησε πραγματικότητα την εικόνα που της φιλοτεχνούσαν οι «θαυμαστές» της. Πίστεψε ότι, χάρη σ’ αυτήν –ή μάλλον χάρη στον επικεφαλής της, στον οποίο η εγκωμιαστική υπερβολή απέδωσε μεσσιανικές ιδιότητες– όλα πάνε όχι απλώς καλά αλλά εξαιρετικά, υπέροχα.
Δεν ήταν έτσι. Και δεν είναι έτσι. Δεν θα μπορούσε να είναι. Εκείνος ο πρωτότυπος ανασχηματισμός, που έγινε για να μη γίνει, κατέδειξε πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα αποπειράθηκε να καλύψει. «Και τώρα τρέχουμε»; Κατόπιν κύματος; Τα μόνα που τρέχουν είναι τα ασθενοφόρα, που ακούγονται πια να ουρλιάζουν με εφιαλτική συχνότητα.