Το σενάριο να προκύψει στις εκλογές μια πλειοψηφία SPD, Πράσινων και die Linke δεν είναι πια ουτοπικό, αν φυσικά το «κυνηγήσουν» και οι τρεις.
Τελικά ακόμα ένας Αύγουστος διέψευσε την περιβόητη ρήση περί μη ύπαρξης ειδήσεων τον μήνα αυτό της ανάπαυλας. Αυτό που σίγουρα ισχύει είναι ότι λόγω ραστώνης κάποιες ειδήσεις χάνονται ή απλά δεν τυγχάνουν της προσοχής που θα τους άξιζε. Μια τέτοια είδηση είναι και αυτή που έχει να κάνει με την αλλαγή του πολιτικού κλίματος στη Γερμανία. Η κατρακύλα της Χριστιανοδημοκρατίας φαίνεται να μην μπορεί να σταματήσει, όπως αποδεικνύει και η εσπευσμένη ενεργοποίηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος θα είναι και πάλι υποψήφιος μετά από 48 (!) χρόνια βουλευτικής θητείας, κάτι που αποτελεί ήδη ένα ρεκόρ που δύσκολα θα σπάσει. Ο σημερινός πρόεδρος του Μπούντεσταγκ αναγκάστηκε λοιπόν να ριχτεί στη μάχη υποστήριξης του υποψήφιου του κόμματός του Αρμιν Λάσετ, ο οποίος πέφτει από τη μια γκάφα στην άλλη και τον οποίο ακόμα και τώρα, στην τελική ευθεία των εκλογών, το 70% των ψηφοφόρων της Χριστιανοδημοκρατίας θα προτιμούσε να τον δει να αντικαθίσταται από κάποιον άλλον.
Εχουμε ξαναγράψει βεβαίως ότι το πρόβλημα της συγκεκριμένης παράταξης δεν είναι απλώς θέμα προσώπων, αλλά και ιδεολογίας. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση το να διαδέχεσαι την Ανγκέλα Μέρκελ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και ο Λάσετ αποδεικνύεται μάλλον πολύ «ελαφρύς» για τη βαριά φανέλα…
Η είδηση επί της ουσίας είναι ότι με την επιλογή ενός υποψηφίου που θεωρείται «λίγος» δεν φούσκωσαν μόνο τα πανιά του σοσιαλδημοκράτη υποψήφιου καγκελάριου, Ολαφ Σολτς, ο οποίος σταθερά πλέον διεκδικεί στις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό πολύ καλύτερο από εκείνο του 2017 και ακόμα και την πρώτη θέση. Στην ουσία αυτό που ξαφνικά μοιάζει να μην είναι απίθανο είναι η προοπτική να προκύψει μετά τις 26 Σεπτεμβρίου μια «αριστερή» πλειοψηφία στο νέο κοινοβούλιο από το SPD, τους Πράσινους και την die Linke (Η Αριστερά). Σε μια σειρά από δημοσκοπήσεις τα τρία αυτά κόμματα φαίνεται να αγγίζουν ένα ποσοστό της τάξης του 50%. Φυσικά οι δημοσκοπήσεις είναι μια εικόνα της στιγμής και απομένουν ακόμα τέσσερεις εβδομάδες, στις οποίες πολλά μπορούν να συμβούν.
Ωστόσο με δεδομένη την φθορά της κυβέρνησης, που και στην περίπτωση του Αφγανιστάν αποδείχτηκε ότι έκανε σοβαρά λάθη, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρεώνονται οι συντηρητικοί υπουργοί Εσωτερικών και Αμυνας τίποτα δεν θα πρέπει πλέον να αποκλειστεί.
Το ερώτημα είναι άλλο και ακόμα παραμένει αναπάντητο. Θέλουν τα τρια κόμματα που θεωρητικά βρίσκονται όλα αριστερότερα της Χριστιανοδημοκρατίας να δουλέψουν προς μια τέτοια κατεύθυνση; Θέλουν δηλαδή να υποστηρίξουν μια τέτοια «νέα πλειοψηφία» ή τελικά οι εκατέρωθεν εμμονές και παραδοσιακές φοβίες θα κυριαρχήσουν και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θα αποδειχτεί ισχυρότερο κίνητρο από την προοπτική μιας πολιτικής αλλαγής;
Οπως έγραφε η αριστερή «tageszeitung» η επιλογή του Λάσετ και οι εσωτερικές φαγωμάρες της Κεντροδεξιάς αποτελούν το καλύτερο δώρο για την αριστερά γενικώς. Είναι στο χέρι της να «ξεδιπλώσει» το πακέτο και να το αξιοποιήσει όσο μπορεί καλύτερα. Η εμπειρία λέει ότι τόσο οι Σοσιαλδημοκράτες όσο και οι Πράσινοι μπορεί στο τέλος να φοβηθούν να κάνουν ένα τέτοιο βήμα. Οι πρώτοι λόγω παραδοσιακού συντηρητισμού, οι δεύτεροι γιατί θα βασανίζονται από τη διάψευση του σύντομου μάλλον ονείρου μιας πράσινης καγκελαρίου. Και η die Linke δεν έχει δυστυχώς τη δυναμική που θα χρειαζόταν για να τους πιέσει περισσότερο προς μια πιο προοδευτική κατεύθυνση. Αλλά το σενάριο φαντάζει εφικτό σήμερα, τουλάχιστον αριθμητικά. Συνεπώς έχει κανείς το δικαίωμα να το υπενθυμίζει στους εν δυνάμει πρωταγωνιστές. Προσθέτοντας ότι μια τέτοια αναζωογόνηση του πολιτικού τοπίου θα ήταν τελικά μια σημαντική υπηρεσία για τους πολίτες, όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης.