ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Τόπος

ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.

Γράφει ο Βάσος Βόμβας
Όταν ανακάλυψα την ποίηση του πατέρα μου, πρέπει να ήμουν δώδεκα χρονών παιδί.
 Στη βιβλιοθήκη μας, μαζί με τα βιβλία του, υπήρχε και ένα μεγάλο τετράδιο, δερματόδετο και στις σελίδες του ήταν κολλημένα, τα κομμένα απο τον Τρίβολο ποιήματά του. Παρ’ όλο, που δεν είχε τα φύλλα του περιοδικού , καίτοι αναγνώστης και μετέπειτα συνεργάτης του, είχε φροντίσει την ποιητική  του αυτή παραγωγή, να την διαφυλάξει κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του. Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα, αφού στην τότε ποίηση των αναγνωστικών μας τον κύριο και αποκλειστκό λόγο είχαν τα ονόματα του Ζ.Παπαντωνίου, του Ι.Πολέμη  του Δροσίνη και αργότερα του  Κ.Παλαμά και βέβαια του Δ.Σολωμού.
Ο Καβάφης,  ήλθε πολύ αργότερα,  στην Η’ Γυμνασίου και με εντυπωσίασε.
 Ας είναι καλά, ο σπουδαίος φιλόλογος μας, ο Βασίλης Αρχοντίδης, που με τις καινοτόμες αναλύσεις του πάνω στη ποίηση του μεγάλου μας ποιητή, μας έδωσε το εύρος της προσωπικότητας του.
Αυτό, που πλην των άλλων, με εντυπωσίασε στα ποιήματα του,  ήταν η ελευθερία του στίχου του, που ανάσαινε χωρίς τα δεσμά της ρίμας και έδινε στο ποίημα μιαν άλλη όψη, μιαν υφή , που μέχρι τότε μας ήταν εντελώς άγνωστη.
Ακόμη,  χωρίς να το καταλάβω, αυτόματα θα έλεγα, εξοικειώθηκα με την ποίηση του πατέρα μου, που όμως δεν πολυκαταλάβαινα αλλά μου άρεσε ο πλούτος των λέξεων του.
Στη βιβλιοθήκη μας, υπήρχαν διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, κυρίως μεταπολεμικά, όπως τα εμβληματικά  ΕΛΕΥΘΕΡΑ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ  του Φωτιαδη και η  ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, αλλά και τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ του Α. Καραντώνη, ένα περιοδικό που πρόβαλλε μαχητικά, την ανερχόμενη τότε  γενιά του’ 30. 
Προφανώς ο πατέρας μου, στο τέλος της δεκαετίας του ‘ 30, ήλθε σε επαφή με το καινούριο αυτό  είδος της ποίησης, τον υπερρεαλισμό και από το 1937 θα  κάνει τα πρώτα δειλά του βήματα. Θα τον ενθαρρύνει ο Στρατής Παπανικόλας, που πρώτος αυτός θα καταλάβει την ποιητική του φλέβα  και μάλιστα σε μια ποίηση πρωτόγνωρη και όχι ακόμα αποδεκτή από το αναγνωστικό κοινό.
Τον Γενάρη του 1939, με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιάννης Αλύτης, με το οποίο τον βάφτισε, λέγοντας του  – τι Ελύτης, τι Αλύτης- θα τον προσλάβει ως μόνιμο συνεργάτη του και θα του παραχωρήσει την “σουρρεαλιστική στήλη”  του περιοδικού.
Η στήλη θα παραμείνει ενεργή, μέχρι και το κλείσιμο του Τριβόλου, από του Γερμανούς κατακτητές,  μέχρι και τον Φεβρουάριο του 1941. Τελευταίο του ποίημα η “Μεσσαλίνα”.
Τα περιοδικά αυτά, τα ξεφύλλιζα κι εγώ, και χωρίς να το καταλάβω, άρχισα, σιγά-σιγά να μπαίνω στο νόημα αυτού του εντυπωσιακού ποιητικού κινήματος, που ήδη, μαζί και με την ζωγραφική, κυριάρχησε σ’ όλες τις μορφές της τέχνης,  από την δεκαετία του ’20.
Θυμάμαι, όταν ήμουν στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, είχα δει στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του Κόκκα, μια φωτογραφία του S.Dali, που κάθονταν πάνω σ’ ενα τραινάκι κι από κάτω έγραφε:
– Με το τραινάκι της υπομονής, ταξιδεύω στο υπερπέραν του υποσυνείδητου μου.
Με εντυπωσίασε σε τέτοιο βαθμό, που το δημοσίευμα αυτό,  το έκανα βίωμα μου και σε κάθε ευκαιρία το διαλαλούσα τους συμμαθητές μου, που δεν άντεξαν και μου κόλλησαν το παρατσούκλι Νταλί. Κι εγώ χαιρόμουν. Και στα σχολικά μου βιβλία έγραφα το όνομα του σπουδαίου ζωγράφου.
Φοιτητής πια, σε μια πόλη με θαυμαστούς ποιητές, τακτικός θαμών  των βιβλιοπωλείων και αναγνώστης όλων των λογοτεχνικών περιοδικών της, πλούτιζα τις γνώσεις μου,  παράλληλα με τις σπουδές μου, που  μεταξύ μας, πολλές φορές παραμελούσα για τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις,  ακόμα και στην περίοδο των εξετάσεων. 
Μάλιστα μια φορά, όταν ήλθε ο Μ.Χατζιδάκις, με το Γ. Μόυτσιο, για ένα ρεσιτάλ στην Εταρεία Μακεδονικών Σπουδών, και την ίδια ώρα έπρεπε να δώσω εξετάσεις στο μάθημα του καθηγητή Ν. Δελούκα, τα αξιόγραφα, προτίμησα να πάω στο ρεσιτάλ.
Το 1965, όταν ο πατέρας μου, συνταξιοδοτήθηκε και εκών άκων εγκαταστάθηκε στην  Αθήνα, με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου την Μιλτώ, κατά τη μεταφορά των πραγμάτων τους,  χάθηκε το τετράδιο.
Δεν ξέρω τι μπορεί να με ώθησε, αλλά σίγουρα κάτι υποσυνείδητα με παρότρυνε να βρω τα ποιήματα του και να τα δακτυλογραφήσω.
Απευθύνθηκα – που αλλού-  στο φίλο του, τον Βαγγελη Καραγιαννη,  που είχε όλους τους Τριβόλους. Μου τους δάνεισε και σιγά – σιγά τα αντέγραψα. Αυτά γύρω στο 1968. 
Και τα ξέχασα.
Μετά από “είκοσι έτη” τα ξαναβρήκα και σε μια  συζήτηση που είχα με τον Θανάση Καστανιώτη ( ήμουν ο δικηγόρος του) του ανέφερα το γεγονός κι αυτός χωρίς άλλη σκέψη,  μου είπε,:
– Φέρτα να τα εκδώσω Να του τα κάνουμε δώρο. Έτσι για να δώσουμε χαρά στο Μπάρμπα-Γιάννη. 
Κι αυτό έγινε.
Το πρόβλημα όμως τώρα ήταν, πως θα του το παρουσιαζαμε, γιατί είχε και κάποια καρδιολογικά προβλήματα και φοβόμουνα την αναπόφευκτη συγκίνηση του.
Ευτυχώς,  όλα πήγαν κατ’ ευχήν και σε λίγο καιρό αφού εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τον τίτλο Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΟΡΔΗΣ, απο το ομώνυμο ποίημα του, την πήρε στα χέρια του και με έκδηλη χαρά και συγκίνηση άρχισε να τη χαρίζει.
Κατά περίεργη σύμπτωση, ο φιλόλογος φίλος μου Κυριάκος Καραθεοδωρής, που ερχόταν τα απογεύματα και εργαζόταν στον ΚΕΔΡΟ, μου ζήτησε ένα αντίτυπο, για να το βάλλει στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Ήταν το μοναδικό που πουλήθηκε, στην τιμή που όρισε εκείνος.
Και ποιος το αγόρασε. Ο στενός μου φίλος, ο Κώστας ο Μίσσιος, αυτός ο ακαταπόνητος εργάτης, των λεσβιακών γραμματων, και που στη συνέχεια παρουσιάζοντας τον ποιητή , έγραψε μια ωραία κριτική για την ποίηση του. 
Και μια λεπτομέρεια, που αξίζει τον κόπο να την αναφέρω:
‘Οταν τα ποιήματα του, είχαν πια εκδοθεί και ετοιμαζόμουν να του τα προσφέρω, ανακάλυψα ένα του ποίημα, το ΣΤΗΘΙ ΤΟ ΝΩΠΟΝ, καταχωνιασμένο μέσα στα χαρτιά του,  γραμμένο με μελάνι, και με σχέδιο δικό του, που παριστάνει γυμνή γυναίκα, σαν άρπα, με στήθος ραμφίζον, αφιερωμένο στη μούσα του τη Λενιώ, όπου της γράφει:
” Αφιερούται το ανωτέρω αριστούργημα, εις την πλέον ωραίαν, καλλιπάρειον και καλλίστηθιν φίλην (Η) ελενιώ  πρώην αριστοκράτιδα  De Pesmajoglou”.
Kαι στην επιστολή,  που το συνοδεύει:
” Εσένα αγάπη (Η) ελενιώ* σου στέλνω ένα σονέτο που εξυμνεί το βυζί σου! (κάντο κορνίζα). Δεν νομίζω ότι άλλος ποιητής θα υμνούσε καλλίτερα και την ωραιοτέραν καλλονήν”.
Όταν πήγα να παραλάβω τα βιβλία, το πήρα μαζι μου φωτοτυπημένο,  για να το δώσω στον Θανάση.. Στο γραφείο του, στη Ζ. Πηγής 3, εκείνη την ώρα, βρίσκονταν κι ο Γιάννης Ξανθούλης, που τότε τα βιβλία του εκδίδονταν στον εκδοτικό οίκο του Καστανιώτη . 
Μαλιστα χρειάζονταν και τη νομική μου άποψη (γνώμη) γιατί το βιβλίο του,  που μόλις είχε κυκλοφορήσει ” Η εποχή των καφέδων”,  είχε ως εξώφυλλο του,   μια φωτογραφία του διάσημου φωτογράφου Κούντελα, που μέσω του εδώ αντιπροσώπου του,  ζητούσε την καταβολή  ενός υπέρογκου ποσού για την άδεια των πνευματικών του δικαιωμάτων. Φυσικά και δεν του  δόθηκε  και προτιμήθηκε η αλλαγή του εξωφύλλου.
‘Εδωσα στον Θανάση το ποίημα , κι αυτός  με τη σειρά του, αφού το διάβασε,  το έδωσε στον Ξανθούλη.
Το πήρε, το διάβασε, κι αυθόρμητα είπε τούτο το ιδιαίτερα κολακευτικό για τον πατέρα μου.
Ας το δούμε και ως υπερβολή.
– Ελύτης;  Όχι τούτος είναι καλύτερος!
Το βιβλίο εκδόθηκε, με μια λαμπρή εισαγωγή,  του  επιστήθιου  φίλου του Βαγγέλη Καραγιάννη. Το πήρε στα χέρια του, το χάρηκε  και άρχισε να το χαρίζει στους φίλους και γωστούς του, γράφοντας στον καθένα τους και μια ιδιαίτερη αφιέρωση. 
Μια απ’ αυτές είναι και τούτη που σας παρουσιάζω και που στάθηκε και η αφορμή να γράψω αυτή τη μικρή, προσωπική  μου ιστοριούλα.
Κι εγώ με τη σειρα μου, τι άλλο να κάνω,  από το να σας χαρίσω,  τη  σκέψη  και  τη στοργή του.
Και να σας πω.
Αυτός ήταν ο Γιαννακός. Ο πατέρας μου!
Νοέμβριος, του μη σωτηρίου έτους 2021
Σημείωση:
* το Ή στο όνομα της Λενιώς,  είναι το λατινικό γράμμα Η και το έβαζε για να δώσει έμφαση στο όνομα της μούσας του.
Την φώναζε Χελενιώ.