Νίκος Ξυδάκης/Ενοχοποίηση της φτώχειας, ξέπλυμα του βιασμού – Οι απολογητές της Νεοδεξιάς
«Γιατί ‘ναι νόθος για την εποχή του αυτός που δεν νιώθει τη νοστιμιά της δουλοφροσύνης» (Σαίξπηρ, Βασιλιάς Ιωάννης)
Το πανώ που σηκώθηκε στην Επίδαυρο δεν μιλά για τον βιαστή. Μιλά για τον βιασμό. Τον βιασμό της δημοκρατίας. Και της κοινωνίας.
Το πανώ της Επιδαύρου, της Καλαμάτας, τα πανώ που αρχίζουν να σηκώνονται σε συναυλίες και οδογέφυρες, είναι τα φανερά σημάδια ενός υπόκωφου πολέμου με πολλά θύματα. Μπορεί ο πόλεμος προσώρας να έχει χαρακτηριστικά ηθικής διαμαρτυρίας, πολιτισμικής σύγκρουσης, αλλά στην ουσία του είναι σύγκρουση κοινωνική, είναι κοινωνικός πόλεμος με ταξικά και ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά.
Δεν είναι καινοφανής. Φανερώνεται με ποικίλες μορφές και εντάσεις, τουλάχιστον από τον Δεκέμβρη του 2008 και τις Πλατείες του 2011. Και εξελίσσεται άλλοτε έμμορφα και έλλογα, παίρνοντας τη μορφή του πολιτικού ανταγωνισμού, όπως συνέβη το 2012 και το 2015· άλλοτε με μια κραυγή, έναν σπασμό, όπως στα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, ή στο «Μητσοτάκη γ…»· άλλοτε με μια άγρια απεργία επισφαλών, όπως στα κόκκινα γιλέκα.
Μια διαρκής σύγκρουση κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, βαλκάνιων πατρικίων και υποτελών πλεμπαίων· ένας πόλεμος με εκατοντάδες χιλιάδες, με εκατομμύρια θύματα, από τη φτωχοποίηση, την εξουθένωση, και κυρίως τη χειραγώγηση για να αποδεχτούν τα θύματα τη μοίρα τους και να τη δοξολογήσουν, να αποδεχτούν την υποτέλειά τους και να ευχαριστήσουν τους θύτες τους.
Μετά τα σοκ του 2008, της κατάρρευσης του 2010, των πολιτικών ρηγμάτων του 2012 και του 2015, η εγχώρια αντίδραση παρακολουθούμενη από ξένους προστάτες, αναδιπλώθηκε και κήρυξε την Παλινόρθωση. Το σχέδιο άρχισε να καταρτίζεται το 2015, εφαρμόζεται από το καλοκαίρι του 2019. Και προχωρά παρά τα εμπόδια. Παρά την κρίση της πανδημίας, παρά την κρίση του στασιμοπληθωρισμού και της ενεργειακής φτώχειας, η Παλινόρθωση, η Μεταδημοκρατία που μισεί τη Μεταπολίτευση, προχωρά ακάθεκτη. Εχουν επενδυθεί τεράστιοι πόροι, λύσσα, προσδοκίες. Δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν έπηλυ, κανέναν ευκαιριακό ένοικο, να απειλήσει τα νταραβέρια τους, τη νομή της εξουσίας.
Επιπλέον, τα εξωπολιτικά κέντρα της Παλινόρθωσης έχουν έτοιμες λύσεις Β’, εναλλακτικά σενάρια, που περιλαμβάνουν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα, με το στανιό και με το άγριο.
Η φαινομενικά ανεξήγητη, πεισματική υπεράσπιση ενός βιαστή, πρέπει να εξεταστεί υπό αυτό το πρίσμα του ασίγαστου κοινωνικού πολέμου, που οι ίδιοι έχουν κηρύξει εναντίον όλων όσους θέλουν να καθυποτάξουν.
Στο πρόσωπο του «ταλαιπωρούμενου» «φερόμενου» βιαστή βλέπουν την τάξη τους, τη φάρα τους.
Υπερασπίζονται την ασυλία τους. Υπερασπίζονται τον Μινωτή που τους αναλογεί, τον σερ Λόρενς Ολίβιε που τους αξίζει, σε αυτή την κατάδική τους Παλινόρθωση α λα Σαλό. Τόσο τους αναλογεί.
Η υπεράσπιση να ιδωθεί και υπό το πρίσμα της αβυσσαλέας υπεροψίας των αρίστων, της αλαζονείας των κολεγιόπαιδων, της περιφρόνησής τους για τον όχλο της Μεταπολίτευσης. Αφού μπορούμε, γιατί να μην το κάνουμε; Αφού μπορούμε, γιατί να ζητάμε συγγνώμη για συμβατικά μικροπαραπτώματα; Σε ποιον θα λογοδοτήσουμε, στους πληβείους των Β’ Περιφερειών που δεν μας ψηφίζουν καν;
Άρνηση λογοδοσίας για το κράτος δικαίου και την ελευθεροτυπία, παρά τα διεθνή ραπίσματα, έργω βιαιοπραγίες κατά της νεολαίας και των πρεκάριων, συρρίκνωση κάθε κοινωνικής πρόνοιας, μισανθρωπική φτωχοποίηση του μικρομεσαίου πλήθους, συστηματική ενοχοποίηση των θυμάτων, αναθεώρηση της ιστορίας, κοινωνικός έλεγχος με προπαγάνδα και βία.
«Η νοστιμιά της δουλοφροσύνης»
Δεν μας εκπλήσσει που βρίσκονται κάποιες, λίγες, παρκετέζες πρόθυμες να λειάνουν το τραχύ έδαφος της οργής, να κατακεραυνώσουν τον όχλο, όπως πάντα. Πρόθυμοι να σιωπήσουν ή να κελαηδήσουν, κατά το συμφέρον, στον δοσιλογισμό της Κατοχής, στα σχέδια Περικλής, στα Ιουλιανά, στη χούντα, στο Πολυτεχνείο, στα Μνημόνια.
Πρόθυμοι να δοξάσουν τη νέα ηγεσία του offshore σέρφινγκ και της πλατφόρμας e-pass. Γκρούπις κοέλιου-ράμφου, μακιαβελιστές από τα πανέρια και ενσυναισθηματίες από τα λιντλ, γλειφτοπατρίκιοι, λεκανατζούδες του γκουβέρνου. Ευαίσθητοι όταν κανιβαλίζεται ένας χειραγωγός ανήλικων φτωχόπαιδων, ένα βιαστής με λοστό, ένας αποχαλινωμένος νταραβεριτζής ψυχών. Αναίσθητοι όταν συντρίβονται, σε δίκη χωρίς μάρτυρες, με 50 χρόνια φυλακή ο Ακίφ και ο Αμίρ, που πιάστηκαν πάνω στο ναυάγιο με την οικογένειά τους.
Οργή που ξεχειλίζει
Το θέμα δεν είναι η αλαζονεία ενός αυτοφωράκια υπουργού, ενός υφυπουργού δημοσίων σχέσεων, ενός αρθρογράφου ειδικού σκοπού. Η αλαζονεία είναι σύμφυτη με την εξουσία· και η ακόρεστη δίψα και η μανία και το σκοτάδι των σαιξπηρικών Ριχάρδων. Αξίζει να τα βλέπουμε και να τα βάζουμε στον συλλογισμό μας.
Εδώ όμως, με αφορμή τη δίκη καταδίκη και μη φυλάκιση ενός βιαστή, διαπιστώνουμε μια σύγκρουση που πηγαίνει πολύ βαθύτερα από τη νομική ή ηθική διαφωνία.
Βλέπουμε μια αμφισβήτηση των δομών της εξουσίας, όπως ταξικά και μεροληπτικά δρα, μια ανυπακοή προς τα συστήματα που αναπαράγονται καταπατώντας βάναυσα ακόμη και τις πιο κοινές συμβάσεις.
Βλέπουμε να μεταφέρεται στο πεδίο της δικαιοσύνης και του «αισθήματος δικαίου», όχι η διάθεση για αυτοδικία όπως λένε τα ρουλεμάν, αλλά να μεταφέρεται σε αυτό το ηθικό-θεσμικό πεδίο η συσσωρευμένη, η πνιγμένη οργή για τον γυμνωμένο βίο, για τις υλικές ανισότητες, την καθημερινή αδικία, τον κοινωνικό ρατσισμό.
Βλέπουμε την οργή του λαού για τους αλαζόνες που του αναλύουν κατάμουτρα ότι το πανώ είναι οχλοκρατία, ότι η κρίση δικαστικής απόφασης είναι αυτοδικία, ότι η vox populi είναι εξ ορισμού υποκινούμενος λαϊκισμός.
Η υπόθεση Λιγνάδη παίρνει άλλες διαστάσεις, όχι μόνο διότι ο ίδιος και οι προστάτες του πολιτικοποιούν την υπόθεση, αλλά κυρίως διότι μέσα σε όσα φανερώθηκαν στη δίκη και σε όσα φανερώθηκαν στη δημόσια σφαίρα, ο κόσμος είδε τους μηχανισμούς της κυριαρχίας, του εξανδραποδισμού, του στιγματισμού των υποτελών.
Κάποιοι ανατρίχιασαν με την παιδοφιλία, δεξιοί αριστεροί κεντρώοι (όχι οι ενσυναίσθητοι λιγναδιστές), άλλοι ανατρίχιασαν με τους βιασμούς, άλλοι με τη διαρκούσα μέθη μεγαλείου του βιαστή ― αλλά οι περισσότεροι εξαγριώθηκαν με τη βαναυσότητα ενός αποθηριωμένου συστήματος, που προστατεύει τον θύτη και στηλιτεύει τα θύματα. Εξαγριώθηκαν με την ωμότητα των μηχανισμών εξουσίας που ενοχοποιούν τη φτώχεια και ξεπλένουν τον βιασμό. Αυτή η οργή, βουβή και υπερχειλίζουσα, ναι, μπορεί να πάρει πολιτικά χαρακτηριστικά, και ήδη τα παίρνει, δεν ξερουμε προς ποια κατεύθυνση.