Ο «Γκαγκάριν» ήταν πάντα τολμηρός και καινοτόμος στις πολλές δουλειές που έκανε, χωρίς αυτή η πρωτοπορία να μεταφράζεται σε ιδιαίτερα οικονομικά οφέλη. Έτσι προέκυψε και το πετυχημένο παρατσούκλι που του κόλλησαν στο χωριό. Στην αρχή ξεκίνησε ανοίγοντας ένα πρακτορείο τύπου, προσφέροντας ποικίλες υπηρεσίες σ’ ένα αρκετά απομονωμένο νησιώτικο χωριό. Αρχικά, την πρόσβαση στις εφημερίδες, που τότε αποτελούσαν βασική και έγκυρη πηγή ενημέρωσης και πληροφόρησης. Στη συνέχεια, τα περιοδικά «ποικίλης ύλης», όπως το Ρομάντζο και το Φαντάζιο, που συντρόφευαν κυρίως το γυναικείο κοινό με φωτορομάντζα και καλλιτεχνικά νέα. Και βέβαια, τα παιδικά περιοδικά «Μικρός Ήρωας», «Μικρός Σερίφης», «Σεραφίνο», «Μπλέκ» κλπ, που άνοιγαν νέους ορίζοντες στην παιδική μας φαντασία. Επίσης, στο μαγαζί του «Γκαγκάριν» μυηθήκαμε στη γοητεία των αυτοκόλλητων της Πανίνι. Χωρίς να έχουμε πάει ποτέ σε γήπεδο, οι ποδοσφαιριστές φάνταζαν υπεράνθρωποι στο παιδικό μας μυαλό. Τα αυτοκόλλητα ήταν καλής ποιότητας και περιείχαν πολλές πληροφορίες για κάθε παίκτη, όπως την ηλικία, το ύψος, το βάρος, τη θέση στο γήπεδο και φυσικά το όνομα της ομάδας τους, που παραπέμποντας συνήθως στην αντίστοιχη πόλη, ήταν για μας ένα πρωτότυπο μάθημα γεωγραφίας.
Στη συνέχεια ο «Γκαγκάριν» άνοιξε πρακτορείο ΠΡΟ–ΠΟ και ακριβώς δίπλα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Μέσω του πρωτοπόρου «Γκαγκάριν» ήρθαν οι πρώτες τηλεοράσεις στο χωριό. Η τηλεόραση, που ήταν μονίμως ανοιχτή στη βιτρίνα του καταστήματος, ήταν για μας τα πιτσιρίκια ένας καινούριος μαγικός κόσμος. Εκεί στηνόμασταν με τις ώρες χαζεύοντας, χωρίς να ακούμε φωνή, τα προγράμματα της κρατικής τηλεόρασης. Όταν, όμως, μεταδιδόταν κάποιος ποδοσφαιρικός αγώνας, γινόταν πανικός. Καθισμένοι κάτω στο τσιμέντο, σπρωχνόμασταν για την καλύτερη δυνατή θέαση κι είχαμε γεμάτες τις τσέπες μας με αυτοκόλλητα της Πανίνι, με ποδοσφαιριστές από το ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά κι από όλα τα μεγάλα, διεθνή ποδοσφαιρικά γεγονότα. Τα δείχναμε ο ένας στον άλλο, ανταλλάσαμε μεταξύ μας τα διπλά, οι πιο οργανωμένοι είχαν μαζί τους και το άλμπουμ, επιδεικνύοντάς το με καμάρι, και το κυριότερο παίζαμε διάφορα αυτοσχέδια παιχνίδια μ’ αυτά τα μαγικά χαρτάκια. Κι αν κάποιο από αυτά ήταν από τα λεγόμενα «σπάνια», τότε γινόταν διαπραγματεύσεις, δημοπρασίες κι ομηρικοί καυγάδες για την απόκτησή του.
Πριν λίγες μέρες παρακολουθήσαμε τη διοργάνωση του εξ αναβολής Γιούρο 2000 κι αυτές τις παιδικές μνήμες ήρθε να ξαναζωντανέψει ο γιος μου. Κατέφθασε περιχαρής στο σπίτι φέρνοντας μαζί του το άλμπουμ της Πανίνι για το Γιούρο 2020, συνοδευμένο με αρκετά φακελάκια γεμάτα αυτοκόλλητα. Αφού περιεργαστήκαμε τις λεπτομέρειες για τη διοργάνωση, τα γήπεδα, την προϊστορία, την εξέλιξη των προκρίσεων από τους ομίλους και πολλά άλλα για μυημένους, αρχίσαμε την τελετουργία του ανοίγματος και του κολλήματος. Μπορεί να υπήρξε η διαπίστωση ότι τα αυτοκόλλητα ήταν φτωχά σε πληροφορίες σε σχέση με παλιότερες διοργανώσεις, ίδιον μιας εποχής όπου κυριαρχεί η εικόνα και δεν επιδιώκεται η αφομοίωση των πληροφοριών, η αίσθηση όμως της επιστροφής στην παιδική ηλικία μέσω των αυτοκόλλητων της Πανίνι είναι ανεκτίμητη!
Στη βιτρίνα του «Γκαγκάριν» βλέπαμε, εκτός των άλλων, και το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης. Ήταν τότε που ο Τόλης Βοσκόπουλος, ερωτευμένος με την Ζωίτσα, τραγουδούσε συγκλονιστικά το «Ξανθή, αγαπημένη Παναγιά». Γράφοντας αυτές τις γραμμές έμαθα για την απώλεια του Τόλη. Κρατάω στο μυαλό μου τη συναυλία του πριν από τρία χρόνια, όταν γέμισε ασφυκτικά το θέατρο Δάσους και για τρεις ώρες αντιλαλούσε το Σέιχ–Σου από την αγέραστη, ερωτική φωνή του. Ένας ερμηνευτής που γέμιζε τη σκηνή παρότι στεκόταν σχεδόν ακίνητος, κρατώντας με το ένα χέρι το μικρόφωνο και κάνοντας συνεχώς με το άλλο κινήσεις συναισθηματικής δυναμοποίησης των τραγουδιών. Που και που βέβαια, σε κάποιες εισαγωγές τραγουδιών, έριχνε και μια γυροβολιά με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο. Αν τον γνώριζε ο Φρανσουά Τρυφώ, θα έφτιαχνε πάνω του την υπέροχη ταινία «Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες». Καλό ταξίδι Τόλη!