ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Απόψεις Δεύτερο Θέμα

Ο λαός που ξεχνά, τι σημαίνει Δεξιά

Όλη μέρα, από το πρωί, παιανίζουν στη διαπασών στο σπίτι μου τα Carmina Burana του Καρλ Ορφ, σε εκτέλεση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας «Άρθουρ Ρούμπινσταϊν». Οι γείτονες θα με θεωρούν μανιακό, αλλά δεν με νοιάζει. Μπορεί και να έχουν δίκιο.

Έτσι μου ‘ρχεται να φορέσω το ζιβάγκο μου, να βγω στο μπαλκόνι και να απευθύνω πανηγυρικό χαιρετισμό, με στακάτη φωνή Ανδρέα Παπανδρέου. «Ελληνίδες, Έλληνες, είμαι βαθιά συγκινημένος…». Πού είναι ο Τάσος Μπιρσίμ, να κάνει τους δέκα διαβάτες να φαίνονται εκατό χιλιάδες και πού είναι ο Κίμων Κουλούρης να στέκεται απαστράπτων πίσω από τον περίλαμπρο Ηγέτη, μαζί με τη Μελίνα, τη Μάργκαρετ, τον Κώστα Λαλιώτη και τον Γιώργο Γεννηματά;

Τον Άκη και τον Μένιο Κουτσόγιωργα τους αφαιρώ από την εξίσωση, γιατί θα πάει αλλού η συζήτηση και δεν αρμόζει στη μεγάλη επέτειο. Το ΠαΣοΚ δεν ήταν ένα, αλλά πολύ περισσότερα. Δίπλα στους οραματιστές φιγουράριζαν οι τυχοδιώκτες, δίπλα στους ρομαντικούς οι αγιογδύτες, πίσω από τους έντιμους οι παπατζήδες.

Και παντού, σε όλα τα μήκη και πλάτη, σαλταδόροι ων ουκ έστιν αριθμός, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το Κίνημα, αλλά ήταν έτοιμοι να πηδήξουν στο άρμα για να σφετεριστούν θέσεις εξουσίας, να αρμέξουν εύφορα βυζιά, να απομυζήσουν ό,τι προοδευτικό κρυβόταν στο νέα ρεύμα και τελικά να μετατρέψουν την ευρωσοσιαλιστική Αριστερά (διότι τέτοια ήταν το ΠαΣοΚ όταν γεννήθηκε) σε μία κανονική αντιπαραγωγική Δεξιά ελληνικού τύπου, να την κάνουν δηλαδή σαν τα μούτρα τους.

Όταν το λαοφιλές ΠαΣοΚ κατέρρευσε, μετά από μία σχεδόν δεκαετία κυριαρχίας, άφησε πίσω του την οσμή της ευνοιοκρατίας, του ρουσφετιού, της σπατάλης και της διαπλοκής. Το έδαφος για την επιστροφή της Δεξιάς είχε πια καλλιεργηθεί, με προσωπική ευθύνη του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου όπως μεταλλάχθηκε μετά την ασθένειά του , και δυστυχώς με συνευθύνη της τότε Αριστεράς, συνασπισμένης μάλιστα ενάντια στον εχθρό που προς στιγμήν απείλησε τις πατροπαράδοτες σχέσεις κηδεμονίας με τον «λαό».

Ο Ανδρέας μπορεί να αθωώθηκε κουτσά στραβά από το διάτρητο Ειδικό Δικαστήριο που διερεύνησε το σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά η χώρα παραδόθηκε στα χέρια του αρχιερέα της Αποστασίας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μέσα σε χειροκρότημα από Φλωράκηδες, Κύρκους και Θεοδωράκηδες. Γιατί αισθάνομαι ότι το έχω δει και δεύτερη φορά αυτό το έργο;

Ο Ανδρέας επέστρεψε στην εξουσία το 1993, τριανταδύο μήνες πριν τον θάνατό του, αγκαζέ με τη Δήμητρα, αλλά δεν ήταν πια σε θέση να εμπνεύσει πολλούς ούτε να βγει στα μπαλκόνια και να προκαλέσει σοσιαλιστικό οίστρο. Ήταν πια μια σκιά του κραταιού εαυτού του, απλώς μία ανάσα απαλλαγής από τη λαίλαπα Μητσοτάκη.

Και εκών άκων  έγινε ξεθωριασμένο πράσινο χαλί προς την εγκαθίδρυση του κράτους Σημίτη, που άντεξε μία έξτρα οκταετία και μας άφησε κληρονομιά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της μεγάλης ρεμούλας.

Τα σαράντα χρόνια από την Αλλαγή βρίσκουν το ΠαΣοΚ με νέα ονομασία, με νέα φυσιογνωμία, καθηλωμένο σε ποσοστά αναπόδραστα μονοψήφια, αποψιλωμένο σε στελέχη, πιο δεξιό και αδέξιο και από τον ίδιο τον Σημίτη. Και παραδομένο στο έλεος των μνηστήρων που δεν θα αναγνώριζε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, για να θυμηθώ τη θρυλική αποστροφή του πρόσφατα νικημένου από τον κορονοϊό Γιώργου Κατσιφάρα.

Τα στελέχη του 1981 έχουν αποδημήσει εις Κύριον ή αποσυρθεί και το «παιντί» Λαλιώτης είναι πια 70 ετών. Ο Πέτρος Κωστόπουλος βγάζει ακόμη περιοδικά και ο Τάσος Μπιρσιμιτζόγλου ή Μπιρσίμ ανεβάζει πότε πότε στο Facebook επετειακά βίντεο, όπως το προπέρσινο για την 100ετία από τη γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην εξουσία κατσικώθηκε και πάλι ένας Μητσοτάκης, ολόιδιος σε μακιαβελικό ήθος με τον προηγούμενο. Αλλά χωρίς τις ικανότητες.

Ήμουν 15 ετών τον Οκτώβριο του 1981, με το πολιτικό αισθητήριο αρκετά ανεπτυγμένο, όπως συνηθιζόταν τότε, ιδίως στη δυτική όχθη του Κηφισού (όπου μεγάλωσα), αλλά και στην υπόλοιπη χώρα. Παρακολουθούσα ανελλιπώς τις μεγάλες συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα με τα μεταφερόμενα από την επαρχία πλήθη και παρέστην αυτοπροσώπως σε ορισμένες από αυτές. Δεν σας κρύβω ότι μου άρεσαν.

Στα αυτιά μου κουδουνίζουν μέχρι σήμερα τα συνθήματα από τα εκκωφαντικά μεγάφωνα των προεκλογικών κέντρων της γειτονιάς μου, αφού η πολιτική ηχορύπανση ήταν ακόμη νόμιμη, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, εκτός ωρών κοινής ησυχίας.

«ΠαΣοΚ το κόμμα της ελπίδας, ΠαΣοΚ το μέλλον της πατρίδας, ψήφος στο ΠαΣοΚ», παιάνιζαν οι ντουντούκες από το κατάφωτο κέντρο του κόμματος που έτρεχε πλησίστιο προς την αυτοδυναμία «Ο λαός δεν ξεχνά, τι σημαίνει Δεξιά». Και δωσ’ του Μίκη και Λοΐζο και Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Κάρμινα Μπουράνα.

Η Νέα Δημοκρατία είχε ψυλλιαστεί την πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα συντριβή, αλλά ο Γεώργιος Ράλλης παραήταν μειλίχιος και κεντρώος για να δρομολογήσει εκστρατεία τύπου «έρχονται οι κομμουνισταί για να μας πάρουν τα σπίτια». Το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη είχε βάλει στόχο το 17, ολογράφως δεκαεπτά, τοις εκατό, για να μπει στη δεύτερη κατανομή σύμφωνα με το εκλογικό σύστημα της εποχής.

Το κοντέρ της 18ης Οκτωβρίου 1981 έγραψε …Αλλαγή, με κεφαλαία γράμματα: ΠαΣοΚ 48,07% και 172 έδρες, Νέα Δημοκρατία 35,88% και πτώση μετά από επτά χρόνια κυριαρχίας (αν και με αξιοσέβαστο ποσοστό), ΚΚΕ 10,93% και όλοι οι υπόλοιποι εκτός Βουλής, καθ’ οδόν, οι περισσότεροι, προς τη λήθη και την αποστρατεία: Μαρκεζίνης 1,69%, ΚΚΕ Εσ. του Λεωνίδα Κύρκου 1,35%, Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ΚοΔηΣο 0,73%, Ζίγδης 0,40%, Νικήτας Βενιζέλος 0,37%, Χριστιανική Δημοκρατία του Ψαρουδάκη 0.15%. 

Ακροδεξιός σχηματισμός άξιος αναφοράς δεν υπήρχε στο προσκήνιο, αφού το αριστερίζον κλίμα δεν ευνοούσε εθνικόφρονα ζορμπαλίκια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν τότε 13 χρονών πορφυρογέννητος μαθητής Γυμνασίου, ο Αλέξης Τσίπρας 7 ετών πρωτάκι του Δημοτικού. Ο Μάκης Βορίδης, στα 17 του, διάβαζε για να μπει στη Νομική, όπου έμελλε να γίνει φόβος και τρόμος με τα τσεκούρια του, στο κτίριο της οδού Σόλωνος. Αυτό το τελευταίο σας το λέω από προσωπική πείρα.

Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω, ότι βγήκα στον πεζόδρομο της Στρατάρχη Καραϊσκάκη με πράσινο πλαστικό σημαιάκι και πανηγύρισα μέχρι ξελαρυγγιάσματος τη νίκη του ΠαΣοΚ: «Στις δε-κα-ο-χτώ, σο-σια-λι-σμός!». Εγώ, ο αμούστακος, και χιλιάδες άλλοι. Επαναλαμβάνω ότι η μισή Ελλάδα ψήφιζε Αντρέα. Δεν ήταν δα όλοι αυτοί παιδιά του ΠΑΚ.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Αλλαγή συμβόλιζε την ελπίδα, ότι κάτι στην Ελλάδα μπορεί να αλλάξει, διάβολε. Ότι δεν ήμασταν παραδομένοι στη μοίρα μας ούτε τσαλαπατημένοι μέχρι θανάτου από το άρμα της δεξιάς. Ότι υπήρχαν ακόμη αντανακλαστικά στην κοινωνία.

Ποτέ μου δεν έχω νιώσει τόσο «εθνικά υπερήφανος» όσο τη μέρα που παρακολούθησα από την ΕΡΤ την επινίκια συνέντευξη του Ανδρέα Παπανδρέου στο CNN. Για μια φορά, η Ελλάδα έμοιαζε να ατενίζει το μέλλον υπερήφανη και ατρόμητη, με έναν άνθρωπο του λαού στο τιμόνι της και με αμέριστη στήριξη από το εκλογικό σώμα, σε κάθε τολμηρή απόφαση που θα έπαιρνε.

Ακόμη, βλέπετε, ζούσαμε την εποχή των ψευδαισθήσεων. Πιστεύαμε, όσοι το πιστεύαμε, ότι η επόμενη μέρα θα ξημέρωνε με λουκέτο στις αμερικανικές βάσεις του θανάτου, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, «Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία», όπως ήταν το κεντρικό σύνθημα του ΠαΣοΚ.

Θυμάμαι, σαν να ήταν χθες, την ανακοίνωση των ονομάτων της πρώτης κυβέρνησης Παπανδρέου μέσα από την κρατική τηλεόραση. Άγνωστα ονόματα με σκοτεινά βιογραφικά στην παρανομία, πολλά ζιβάγκο, καθόλου γραβάτες, πάνω απ’ όλα μουστάκια και μούσια. Μπασκλάς, μεσιέ, μπασκλάς. Το χαμόγελο της Μελίνας, φωτεινός φάρος κοσμοπολιτισμού και δικαίωσης. Στη σκιά του, κρύβονταν περίτεχνα οι Άκηδες και οι Γιάννοι και οι Μένιοι.

Το ΠαΣοΚ της πρώτης τετραετίας δεν ήταν καθόλου κακή κυβέρνηση, αλλά -όπως και ο ΣυΡιζΑ πολύ αργότερα- πλήρωσε με φθορά τις υπερφίαλες υποσχέσεις που δεν είχε δυνατότητα ούτε θέληση να εφαρμόσει. Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα. Τα υπερβολικά μεγάλα.

Πριν όμως ενσκήψει ο εκφυλισμός, πρόφτασε να αφήσει το ίχνος του στο κοινωνικό κράτος, με τη δημιουργία του ΕΣΥ, την καθιέρωση των ΚΑΠΗ και άλλες κινήσεις που έκαναν τη διαφορά στο θυμικό του μέσου ανθρωπάκου. Αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, έκαψε τους φακέλους, έδιωξε τον χωροφύλακα, έριξε πολύ νερό στη φωτιά του εμφυλιοπολεμικού μίσους, που επιβίωνε δριμύ στα χρόνια Καραμανλή και Αβέρωφ μετά τη Χούντα. Μην αφήσετε κανέναν να σας πείσει ότι η Ελλάδα του 1985 ήταν ίδια με την Ελλάδα του 1980.

Ξαναβγήκα στον δρόμο με σημαιάκι άλλη μία φορά, τελευταία, τον Μάρτιο του 1985 όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να αποκαθηλώσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που επέμενε να κυβερνάει τη χώρα σκιωδώς, κράτος εν κράτει, από τον θώκο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δίπλα μου ανέμιζε τη δική της σημαιούλα με τον πράσινο ήλιο μία μετέπειτα βουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας, αν αγαπάτε. Την κρατάω στο χέρι έκτοτε!

Ο ψευτοεθνάρχης Καραμανλής παύθηκε εν μία νυκτί και το ΠαΣοΚ πρότεινε για το κορυφαίο αξίωμα τον Ανακριτή στην υπόθεση Λαμπράκη, Χρήστο Σαρτζετάκη. Ήταν, μάλλον, μία τελευταία πράξη αντίστασης, απέναντι στα φαντάσματα της Δεξιάς.

Δύο δεκαετίες αργότερα, όμως, είχαμε πάλι Καραμανλή. Και πιο μετά εκ νέου Παπανδρέου, σάρκα εκ σαρκός του εκλιπόντος ανδρός, και όμως βγαλμένον από άλλο ανέκδοτο. Μεθαύριο, ποιος ξέρει; Μπορεί να έχουμε δριμύτερη επιστροφή Γιωργάκη καταπώς φαίνεται, αλλά 48 τοις εκατό και 172 έδρες δεν προβλέπονται.

Στην καλύτερη, ή μάλλον στη χειρότερη, θα προκύψει καμιά τερατώδης γαλαζοπράσινη συγκυβέρνηση με τον γιο του Αποστάτη, προκειμένου να ξορκιστεί ο άθλιος Τσίπρας με αφεντικό της «σοσιαλιστικής» φράξιας τον άνθρωπο που διαπόμπευσε τις οροθετικές γυναίκες. Αυτό θα πει, αλλαγή.