ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Δεύτερο Θέμα Ιστορία

Παρισινή Κομμούνα / Οι παρακαταθήκες της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης

Το απόγευμα της 28ης Μαΐου 1871, το τελευταίο οδόφραγμα της Παρισινής Κομμούνας υποχωρεί μαζί με τους 147 ύστατους υπερασπιστές της. Οι τελευταίοι κομμουνάροι αναδιπλώνονται προς το νεκροταφείο του Περ Λασέζ, όπου τους κυνηγά ο στρατός των Βερσαλιών. Θα εκτελεστούν όλοι τους στον νοτιοανατολικό τοίχο του νεκροταφείου και θα πεταχτούν σε έναν λάκκο που θα σκαφτεί επί τόπου – εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κύριο μνημείο της Κομμούνας.

Η εκτέλεση των Κομμουνάρων στο Περ Λασέζ αποτελεί το συμβολικό και πραγματικό τέλος της Παρισινής Κομμούνας, της πρώτης σοσιαλιστικής εργατικής επανάστασης της Ιστορίας, η οποία είχε τον έλεγχο της γαλλικής πρωτεύουσας για 72 ημέρες, ανάμεσα στις οποίες οι επτά τελευταίες θα μείνουν στην ιστορία ως «Η Ματωμένη Εβδομάδα». Κατά τη διάρκειά της θα σφαγιαστούν 30.000 επαναστατημένοι εργάτες και εργάτριες του Παρισιού.

Η Κομμούνα του Παρισιού θα χαιρετιστεί άμεσα από τους σοσιαλιστές στοχαστές της εποχής ως η αρχή μιας εποχής επαναστάσεων, που θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον σοσιαλισμό. Συμπληρώνοντας, την Παρασκευή που πέρασε, ακριβώς 150 χρόνια από την οριστική ήττα της Κομμούνας δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν η πρόγνωση αυτή επιβεβαιώθηκε ή στην πραγματικότητα επρόκειτο για το λυκόφως της εποχής των αστικών επαναστάσεων που είχε ξεκινήσει στην ίδια πόλη σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι η Παρισινή Κομμούνα άνοιξε μια εποχή κατά την οποία η οικονομική ισότητα διεκδίκησε δυναμικά τη θέση της δίπλα στην πολιτική και η ιδέα του κράτους, κομβική στις αστικές επαναστάσεις, τέθηκε ξανά σε συζήτηση.

Αυτή την εποχή, μαζί με τη φενάκη της αισιοδοξίας της, καλωσορίζει ο ύμνος των νικημένων της Κομμούνας που τραγουδούσαν «όμως ο κόσμος βράζει από κάτω / οι άσχημες μέρες θα τελειώσουν / και τον νου σας στην εκδίκηση / όταν οι φτωχοί το αποφασίσουν».

150 χρόνια μετά την αιματοβαμμένη συντριβή της Κομμούνας του Παρισιού, ο συγγραφέας Άρης Μαραγκόπουλος, που έχει μελετήσει και γράψει γι’ αυτήν, και ο μεταφραστής και ιστορικός Νίκος Σκοπλάκης, ανακαλούν τις παρακαταθήκες αυτής της πρώτης και πρώιμης σοσιαλιστικής επαναστατικής απόπειρας.

Το χρονικό της παρισινής Κομμούνας

2 Σεπτεμβρίου 1870: Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος τελειώνει με τη μάχη στο Σεντάν. Ο Γάλλος αυτοκράτορας Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και ο γαλλικός στρατός διαλύεται.

20 Σεπτεμβρίου 1870. Οι Πρώσοι ξεκινούν την πολιορκία του Παρισιού, απαιτώντας ένα αστρονομικό ποσόν για πολεμικές επανορθώσεις. Μια πολιτοφυλακή από 300.000 άνδρες, που είχε αντικαταστήσει τον διαλυμένο γαλλικό στρατό, υπερασπίζεται την πόλη.

28 Ιανουαρίου 1871: Η γαλλική κυβέρνηση κλείνει εκεχειρία με τους Πρώσους. Ακολουθούν γενικές εκλογές που αναδεικνύουν φιλομοναρχική πλειοψηφία με πρωθυπουργό τον γηραιό συντηρητικό πολιτικό Αδόλφο Θιέρσο.

18 Μαρτίου 1871: Ο Θιέρσος με στρατεύματα πιστά στη νέα κυβέρνηση επιχειρεί τον αφοπλισμό της πολιτοφυλακής. Το πλήθος αντιστέκεται και η κυβέρνηση εγκαταλείπει το Παρίσι. Την εξουσία αναλαμβάνει η Κεντρική Επιτροπή της Πολιτοφυλακής, η οποία, δέκα μέρες αργότερα, την παραδίδει σε μια εκλεγμένη Κομμούνα, που εκπροσωπεί τον λαό του Παρισιού.

Η Κομμούνα παίρνει αμέσως φιλεργατικά μέτρα. Παγώνει τα ενοίκια. Κρατικοποιεί την εκκλησιαστική περιουσία, διαχωρίζει την Εκκλησία από το κράτος και θεσπίζει δημόσια εκπαίδευση για όλους. Δίνει παράταση στην καταβολή χρεών, παίρνει μέτρα κατά της τοκογλυφίας. Όλα τα πολιτικά και δημόσια αξιώματα γίνονται αιρετά και αυτοί που τα κατέχουν άμεσα ανακλητοί. Το ίδιο και οι δικαστές. Ο μισθός των δημόσιων υπαλλήλων δεν υπερβαίνει τον μέσο μισθό του ειδικευμένου εργάτη.

21 Μαΐου: Τα στρατεύματα του Θιέρσου εισβάλλουν στο Παρίσι. Οι μάχες θα κρατήσουν μια εβδομάδα. Θα ακολουθήσει μια άνευ προηγουμένου σφαγή. Υπολογίζεται ότι 20.000 – 30.000 άτομα θα εκτελεστούν επιτόπου ή μετά από συνοπτικές διαδικασίες, ενώ άλλα 40.000 θα φυλακιστούν σε υπερπόντιες φυλακές.

* Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Neil Gaulkner «Μια ριζοσπαστική ιστορία του κόσμου», εκδόσεις Καστανιώτη

Τι διδάσκει η Κομμούνα

Του Άρη Μαραγκόπουλου

…Το λοιπόν, ερωτώ, πού θα μας οδηγήσει αυτή εδώ η επανάσταση; Θα μας οδηγήσει όπου το θελήσουμε εμείς. Στην απόλυτη καταστροφή, αν την εγκαταλείψουμε. Στην τελική απελευθέρωση, αν θριαμβεύσει.

Εφημ. Le Cri du Peuple, Κυριακή, 2 Απριλίου 1871.

28 Μάη, πριν λίγα χρόνια, Παρίσι, νεκροταφείο Père Lachaise. Ένα βανάκι σταματά δίπλα μου κι ο νεαρός κούριερ ρωτά, ενώ διαβάζει αγχωμένος την άγνωστή του διεύθυνση («mur des fédérés»), πού βρίσκεται ο Τοίχος των Κομμουνάρων. Βιάζεται να «παραδώσει» ένα επετειακό στεφάνι. Από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν υπάρχει ψυχή στον Τοίχο, το αποθέτω εγώ… Σήμερα, 150 χρόνια από το τέλος της Κομμούνας, σκέφτομαι μερικά χαρακτηριστικά της που, κανονικά, αυτός ο άσκημα αμειβόμενος εργαζόμενος θα ’πρεπε να γνωρίζει για την Ιστορία του. Επειδή θα διαπίστωνε πράγματα που ίσως του φανούν σήμερα, στην εποχή των “Κίτρινων Γιλέκων” κ.λπ., πολύ χρήσιμα.

Με δυο λόγια, θα διαπίστωνε σε ποιο βαθμό, στην πρώτη αναποδιά, π.χ. σε μια μεγάλη εθνική κρίση:

1. Όσοι πολιτικοί διατυμπανίζουν τον πατριωτισμό τους (π.χ. Φαβρ, Φερί) ή ακόμα και τη δημοκρατικότητά τους (π.χ. Γκαμπετά, Ροσφόρ, Κλεμανσό, Ιγκό) είναι οι πρώτοι που παραδίνουν τα όπλα, οι πρώτοι που συνθηκολογούν με τους πιο ταπεινωτικούς όρους απέναντι στον κοινό εχθρό.

2. Όσοι βιάζονται να εξασφαλίσουν την πολιτική τους θέση για την επόμενη μέρα αναπτύσσουν λαϊκιστική ρητορική με στόχο τις ακατέργαστες πολιτικές συνειδήσεις (Θιέρσος, εκλογές Φλεβάρη 1871: κερδίζει τους αγρότες με σύνθημα την ειρήνη).

3. Όσοι καραβανάδες παριστάνουν τους υπερπατριώτες αποδεικνύονται πάντα είτε απλώς προδότες (π.χ. Τροσί, Μπαζέν) είτε στυγνοί μακελάρηδες (π.χ. Μακ Μαόν). Στρατιωτικοί με συνείδηση, όπως ο Ντανφέρ Ροσρό, αποτελούν εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

4. Οι συνομιλητές της εξουσίας διανοούμενοι, σε μια σεβαστή πλειονότητα, συγκροτούν εύκολα το ιδεολογικό ανάχωμά της, αξιοποιώντας τον επεξεργασμένο λόγο τους κατά της εξέγερσης (π.χ. Φλομπέρ, Ζολά, Γκοτιέ, Πολ ντε Σεν Βικτόρ, εξαίρεση: Μανέ, Κουρμπέ).

Ο Γάλλος εργαζόμενος θα διαπίστωνε ακόμα ότι από την πλευρά των εξεγερμένων:

5. Ο επαναστατικός, ταξικός ενθουσιασμός δεν αρκεί για τη νίκη. Αντιθέτως, όταν δεν συνοδεύεται από στρατηγική ωριμότητα και ανάλογη τακτική προετοιμασία, προκαλεί όχι μόνο ήττες τακτικής αλλά οδηγεί τη λαϊκή εξέγερση σε πισωγύρισμα, απογοητεύσεις κ.λπ. (π.χ. Μπλανκί, Σαπιά, Φλουράνς, Τριντόν).

6. Ακόμα και τα πιο επαναστατικά, εξεγερσιακά τμήματα της εργατικής τάξης είναι σε τέτοιο βαθμό διαποτισμένα από την αστική ηθική, την αστική μικροπρέπεια, τις αστικές ενοχές, τη ψευδοχριστιανική αντιμετώπιση του εχθρού ώστε, στην κρίσιμη στιγμή, να χάνουν τον κεντρικό στόχο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ιστορική αδυναμία της Κομμούνας να πάρει στα χέρια της την Εθνική Τράπεζα και άρα να μπορέσει να εξοπλίσει και να θρέψει κανονικά (όπως το έκαναν οι Βερσαγιέζοι) τον δικό της στρατό.

7. Καμία εξέγερση δεν προχωρά με τον σταυρό στο χέρι. Οι κομμουνάροι πολύ συχνά ατύχησαν επειδή είτε εμπιστεύτηκαν τα «πατριωτικά» αισθήματα του απατεώνα αντιπάλου είτε δεν κατάφεραν να διακρίνουν τον ομοεθνή, πλην ταξικό αντίπαλό τους ως «κανονικό» εχθρό. Το παράδειγμα του ηρωικού κομμουνάρου Εζέν Βαρλέν που τον αποκαλούσαν «Ιησού της εργατικής τάξης» επειδή επέμενε να μην πειράζουν τους Βερσαγιέζους ομήρους και που, μόλις τον συνέλαβαν (τον κατέδωσε ένας παπάς…), αυτοί τον μακελόκοψαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο, υπενθυμίζει αυτή την αλήθεια.

8. Το πιο αποφασιστικό, δυναμικό στρώμα σε κάθε εξέγερση είναι οι γυναίκες (που υποτιμούν οι σύντροφοί τους), όπως η ελευθεριακή αγωνίστρια, πρωτοπόρος παιδαγωγός, μαχητική κομμουνάρος, στιβαρή διανοούμενη, εξεγερσιακή ποιήτρια Λουίζ Μισέλ, η δυναμική φεμινίστρια εργάτρια Ναταλί Λεμέλ, οργανωτική ψυχή μαζί με τον συνοδοιπόρο σύντροφό της Eζέν Βαρλέν του συνεταιρισμού τροφίμων «la Ménagère» και του συνεταιριστικού εστιατόριου «La Marmite», η Πόλε Μινκ, η Άννα Ζακλάρ, η Ελισάβετ Ντμίτριεφ και πλήθος άλλες γενναιόψυχες αγωνίστριες…

Ήττα και θρίαμβος της Κομμούνας

Του Νίκου Σκοπλάκη

Ο Βικτόρ Ουγκό έγραφε στις 8 Ιανουαρίου 1872: «Το Παρίσι δεν μπορεί να αστοχήσει. Οι φαινομενικές αποτυχίες καλύπτουν τους ανέκκλητους θριάμβους». Η αιματηρή καταστολή δεν έπνιξε την Κομμούνα στη λήθη, όπως προσδοκούσαν οι πανικόβλητοι εχθροί της· η Κομμούνα συνδιαμόρφωσε πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς ως μνήμη και τόπος των εξεγερμένων του μέλλοντος, άνοιξε τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κυοφορήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν καινούργιες επαναστάσεις. Έτσι, ο θρίαμβός της παραμένει ανέκκλητος, ακόμα -και ιδίως- στις περιόδους της πιο βαθιάς ήττας. Ούτε λοιπόν πρόκειται μονάχα για τη γλαφυρή υπερβολή του λογοτέχνη, όπως εξάλλου δεν είναι τυχαίο το ότι στην ίδια πρόταση η Κομμούνα ταυτίζεται με το Παρίσι.

Εκείνο το Παρίσι ήταν που τέθηκε με εκδικητική αγριότητα στο στόχαστρο των νικητών: Ήδη από τις 28 Μαΐου 1871, 137 κομμουνάροι εκτελέστηκαν στο Père – Lachaise, λίγο πριν πέσει το τελευταίο οδόφραγμα, στην οδό Fontaine-au-Roi. «Το vae victis γίνεται λόγος εθνικού συμφέροντος», συνέχιζε ο Ουγκό στο κείμενό του. Ποια ήταν η έκταση της σφαγής κατά τη διάρκεια της Ματωμένης Εβδομάδας (Semaine Sanglante, 21 – 28 Μαΐου 1871) και, κυρίως, μετά την κατάπνιξη της Κομμούνας; Σύμφωνα με παλαιότερες πηγές, ο αριθμός των νεκρών από τις «επικίνδυνες τάξεις» ανερχόταν στις 30.000. Ο ιστορικός Robert Tombs, στο βιβλίο του με τίτλο «The War against Paris 1871 / La Guerre contre Paris 1871» (1981 και 1997), κατεβάζει τον αριθμό σε 7.000. Στις περισσότερες σύγχρονες μελέτες, γίνεται αναφορά σε 8.000 με 15.000 νεκρούς: βαρύτατος φόρος αίματος, σε κάθε περίπτωση.

Φόρος που καταβλήθηκε από το εργατικό Παρίσι της Κομμούνας, πλάι στο οποίο στάθηκαν, σύμφωνα με τις διαθέσιμες στατιστικές, το 10% των μικρεμπόρων, το 8% των υπαλλήλων, το 7% των υπηρετών. Κατά τους ίδιους υπολογισμούς, μεταξύ του εργατικού στοιχείου υπερτερούσαν αριθμητικά όσοι εργάζονταν στις οικοδομές, στο μέταλλο ή σε περιστασιακές εργασίες κάθε είδους· ακολουθούσαν εκείνοι που έκαναν ξυλουργικές εργασίες, εργάτες και εργάτριες στην ένδυση κι όσοι εργάζονταν στο βιβλίο και στον καλλιτεχνικό χώρο. Μονάχα ο λοχαγός Μπριό ανέλαβε να δικάσει και να καταδικάσει 1.051 γυναίκες της Κομμούνας, ενώ ο λοχαγός Γκισάρ είχε επιφορτιστεί με τη δίκη 651 παιδιών· τα περισσότερα ανάμεσά τους είχαν τεθεί «υπό την κηδεμονία της Κομμούνας» («pupilles de la Commune»). Από τα πρακτικά της δίκης μαθαίνουμε για ένα από τα παιδιά, τον 12ετή Ντιμπιρό: Δεν ήξερε να διαβάζει, δεν τον πήρανε ποτέ μαθητευόμενο, ο πατέρας του δεν ήθελε να τον πάρει πίσω, διότι ήταν «πολύ κακό παιδί». «Είναι ωστόσο έξυπνος!» αντιτείνει ο λοχαγός. «Παραείναι έξυπνος!» αποκρίνεται ο πατέρας.

Να άκουσε άραγε ο Ουγκό για εκείνον τον γαβριά, που ακόμα κι ο πατέρας του τον απαρνήθηκε κι έμοιαζε τόσο με τον δικό του τον Gavroche, λες κι είχε ξεπηδήσει πάνω στο οδόφραγμα του 1871 απ’ τις οδομαχίες του 1832 και τις σελίδες των «Αθλίων»; Ποιος να ξέρει…

Εντούτοις, ο Ουγκό υπήρξε σπάνια εξαίρεση μεταξύ των διάσημων ομοτέχνων του. Ενώ ο Φλομπέρ, ο Δουμάς υιός κι ο Εδμόνδος ντε Γκονκούρ δεν παρέλειψαν να συμμετάσχουν στην υστερία εναντίον των κομμουνάρων, ο Ουγκό ύψωνε την ποιητική φωνή του από τις Βρυξέλλες, όπου ασκούσε τη δική του «συμφιλιωτική» κηδεμονία: «Châtier qui? Paris? Paris veut être libre / Ici le monde, et là Paris, c’est l’équilibre / Et Paris est l’abîme où couve l’avenir». «Να τιμωρήσουν, ποιον; Το Παρίσι; Το Παρίσι θέλει μονάχα την ελευθερία / Ο κόσμος εδώ, από εκεί το Παρίσι· αυτή είν’ η ισορροπία! / Και το Παρίσι είναι η άβυσσος που το μέλλον επωάζει».

Παρά τις επιμέρους προθέσεις του λογοτέχνη, αυτή είναι η Κομμούνα: Το μέλλον των εξεγέρσεων ως ήττα και ως θρίαμβος, η χαώδης μήτρα των δυνατοτήτων τους.