Για τις καθεστωτικές δυνάμεις, το πρόβλημα δεν είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει δημοσκοπικά τη φθορά που υφίσταται η Ν.Δ. τον τελευταίο καιρό. Αλλά περίπου το αντίστροφο. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να παραμένει μακράν η δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας, ενώ ακόμη δεν έχει αποβάλει εντελώς τον ριζοσπαστικό του χαρακτήρα. Για την πιο καλομαθημένη μεγαλοαστική τάξη της Ευρώπης, που έχει συνηθίσει να κυριαρχεί σχεδόν ανενόχλητη από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, είτε με τον βούρδουλα του μετεμφυλιακού κράτους είτε με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τη συστημική προπαγάνδα της μεταδικτατορικής περιόδου, είναι αδιανόητο, δυόμισι χρόνια μετά την «αριστερή παρένθεση» 2015-2019, να διεκδικεί ακόμη την εξουσία μια πολιτική δύναμη που έχει ως στρατηγικό όραμα τον σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία.
Μακριά από μας η υποτίμηση του αντιπάλου, όμως. Οι εν λόγω καθεστωτικές δυνάμεις διαθέτουν επαρκή πολιτική ωριμότητα και ευφυΐα. Νόμος αντίστοιχος με τον εμφυλιοπολεμικό 509 που καταργούσε το κομμουνιστικό κόμμα δύσκολο να θεσπιστεί, στις παρούσες συνθήκες τουλάχιστον. Γι’ αυτό τον λόγο, το καθεστώς έχει αρχίσει να το «φιλοσοφεί» το ζήτημα. Αποφάσισε πως δεν ενοχλεί τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός καθ’ εαυτόν, αλλά ο αριστερός του χαρακτήρας. Η στρατηγική στόχευση του καθεστώτος λοιπόν έχει επικεντρωθεί εκεί ακριβώς. Ως σύνθετος στόχος όμως, η αφάνιση της αριστερής φυσιογνωμίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να μεθοδεύεται κατά αναλόγως σύνθετους τρόπους.
Σε συνθήκες που –ακόμα τουλάχιστον- δεν έχουν προσλάβει τον χαρακτήρα κανονικού εμφυλίου πολέμου, σε συνθήκες –οσοδήποτε προβληματικής και υπονομευμένης- κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τα όπλα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη τέτοιων στόχων είναι κυρίως ιδεολογικά και προπαγανδιστικά. Επί πλέον, ακριβώς λόγω συνθηκών στοιχειωδώς ειρηνικής μορφής της διαμάχης, τα υποκείμενα της εκφοράς του ιδεολογικού ή/και προπαγανδιστικού λόγου καταλαμβάνουν ποικίλες θέσεις γύρω από το κόμμα ή και εντός του – καθ’ ότι ο λόγος είναι διάχυτος, και συχνά δεν παρουσιάζεται ευκρινώς ως «λόγος του αντιπάλου».
Ο λόγος περί ΣΥΡΙΖΑ εκφέρεται επομένως πολλαχώς – είτε ως λόγος «ουδέτερων παρατηρητών», είτε ως λόγος «φίλα προσκείμενων» σχολιαστών, είτε και ως λόγος μελών του «ΣΥΡΙΖΑ–Π.Σ.», που εισχώρησαν με την περιβόητη «διεύρυνση» ή και παλαιότερα. Επαναλαμβάνω: Σε όχι άμεσα (εμφυλιο-)πολεμικές συνθήκες, ακόμη και όταν πρόκειται για μέλη του κόμματος, δεν μπορούμε βέβαια να μιλάμε για «πέμπτη φάλαγγα» ή κάτι παρεμφερές. Η διάχυση του ιδεολογικού/προπαγανδιστικού λόγου συχνά τον καθιστά ασυνείδητα επιδραστικό, ακόμη και στα υποκείμενα που τον εκφέρουν.
Σε αυτό λοιπόν το διάχυτο πλαίσιο λόγου, που ως κεντρικό στρατηγικό στόχο έχει την απο-ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη μετατροπή του σε κεντρώο ή «κεντροαριστερό» κόμμα, κομβικό ρόλο κατέχει το τέχνασμα των κατασκευασμένων διλημμάτων. Προσφιλές τέχνασμα σε τέτοιες περιπτώσεις, καθ’ ότι πειστικό. Υποτίθεται ότι λαμβάνεται υπ’ όψη και αντιμετωπίζεται «με σεβασμό» η ύπαρξη αντικρουόμενων απόψεων, δεν λέμε κατ’ ευθείαν: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκηρύξει το αριστερό του παρελθόν». Αλλά οι αντιτιθέμενες απόψεις παρουσιάζονται κατά πώς βολεύει: ως ένα δίλημμα έτσι διατυπωμένο ώστε να καθίσταται ηλίου φαεινότερο προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα της ορθότητας.
Μάλλον η πιο βασική εκδοχή των εν λόγω κατασκευασμένων διλημμάτων, παραλλαγές της οποίας αποτελούν όλα τα υπόλοιπα διλήμματα, είναι η ακόλουθη: «ιδεολογική καθαρότητα ή πολιτική αποτελεσματικότητα». Η καθεστωτική προπαγάνδα επιστρατεύει εδώ στοιχεία από το παρελθόν της ίδιας της Αριστεράς και τα παρουσιάζει ως αναχρονιστικά κατάλοιπα που επιμένουν πεισματικά να διαφεντεύουν τρόπους σκέψης και συμπεριφορές του παρόντος.
Ετσι, η «ιδεολογική καθαρότητα» παραπέμπει σε λάβαρα με τις εικόνες του Μαρξ, του Ενγκελς και του Λένιν, ενώ η «πολιτική αποτελεσματικότητα» είναι ο πολιτικός «ρεαλισμός» που θα καταστήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ικανό να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία αφού θα έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες του «21ου αιώνα».
Ο ίδιος ο όρος «καθαρότητα» στην προκειμένη περίπτωση είναι απολύτως αποπροσανατολιστικός. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι, παρ’ ότι δεν δηλώνεται ρητά κάτι τέτοιο, υποκρύπτει την καταγγελία ότι πρόκειται για ένα είδος ρατσισμού της ιδεολογικής ταυτότητας.
Στην πραγματικότητα, ο μαρξιστικός προσανατολισμός, η αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, η σύνδεση με τα ριζοσπαστικά κινήματα, και –πάνω απ’ όλα- τα ταξικά χαρακτηριστικά της πολιτικής ενός κόμματος δεν αφορούν σύμβολα, σημαίες, ταμπέλες, οικόσημα, παράσημα ή πιστοποιητικά αριστερών φρονημάτων. Αφορούν τη χάραξη μιας σοσιαλιστικής στρατηγικής, με τα αναλυτικά εργαλεία που παρέχει η αριστερή –που σημαίνει κυρίως η μαρξιστική- θεωρία, καθώς και τη συνακόλουθη αριστερή πρακτική. Αυτά είναι που φοβάται το καθεστώς. Και προσπαθεί να τα ξορκίσει παρουσιάζοντάς τα ως το φάντασμα μιας ούτως ή άλλως παρωχημένης «ιδεολογικής καθαρότητας».
καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών