Είναι σύνηθες, όποτε κάποιο στέλεχος ή ομαδοποίηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δημοσιεύουν κάποιες σκέψεις ή κάποιο κείμενο για την στρατηγική, την τακτική ή την πρακτική του κόμματος, να δίνεται το εναρκτήριο λάκτισμα για έναν «χορό» σχολίων. Σε αυτές τις ζωηρές συζητήσεις, ιδιαίτερα μετά την εκλογική μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρατηρούνται δύο μοτίβα: Υπάρχουν εκείνοι που μελετούν, κρίνουν ή επικρίνουν όσα εκφράστηκαν, ενίοτε σκληρά, και απαντούν επί των θεμάτων. Υπάρχουν και εκείνοι που επιχειρούν να απαξιώσουν, κυρίως με αφορισμούς, την ίδια τη διαδικασία της εσωκομματικής συζήτησης.
Ουδείς μπορεί να εξαντλήσει τις παρατηρήσεις του σε έναν ισχυρισμό πως τα δύο μοτίβα ακολουθούνται από παρατηρητές και αναλυτές με κακές προθέσεις και υστεροβουλίες (εξαιρούμε τους καθ’ έξιν υβριστές και τις ανούσιες παρεμβάσεις τους). Στην πραγματικότητα, μάλιστα, ακόμα και οι πλήρως αφοριστικές προσεγγίσεις, που απορρίπτουν ακόμα και τη διαδικασία της εσωκομματικής συζήτησης, είναι χρήσιμες. Και αυτό επειδή κατανοεί κανείς τις σοβαρές ελλείψεις που ταλαιπωρούν τους κομματικούς μηχανισμούς και εν προκειμένω τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όσοι απορρίπτουν την ανάγκη εσωκομματικών συζητήσεων, εξαντλούν την κριτική τους σε σχήματα του τύπου «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ακούει την κοινωνία», «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζει την κοινωνία», «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καλά στελέχη», «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βγάζει ανακοινώσεις», «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αποτελεσματική επικοινωνιακή τακτική». Ακόμα και αν όλα αυτά τα προβλήματα είναι υπαρκτά, η επίλυσή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη και δεν επιτυγχάνεται με ένα άρθρο σε μια ιστοσελίδα. Και ακόμα και αν κάποια από αυτά τα προβλήματα διευθετηθούν, τότε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα εξασφαλίσει αυτόματα και την εκλογική υπεροχή;
Όχι. Και οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα συστημικά κόμματα έχουν μετατραπεί σε πολυσυλλεκτικά κόμματα ή, για να το θέσουμε ακριβέστερα, κόμματα πολυσυλλεκτικών συμφερόντων. Επιχειρούν δηλαδή να ικανοποιήσουν αιτήματα διαφορετικών -συχνά και ετερόκλητων ή αντιτιθέμενων- κοινωνικών ομάδων. Ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας τους, μικροαστικός στον πυρήνα του, θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσά τους, οι οποίες τοποθετούνται συνήθως σε λίγα ζητήματα δικαιωμάτων (δείτε χαρακτηριστικά τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000).
Στην περίπτωση όμως των αριστερών και ριζοσπαστικών κομμάτων, οι ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές είναι εμφανείς και δεν απλώνονται μόνο σε θέματα δικαιωμάτων. Στο στρατηγικό επίπεδο και στους όρους αναπαραγωγής του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που αποσκοπούν να δημιουργήσουν κρύβεται η ουσία της ιδεολογικής και πολιτικής διαφοροποίησης.
Είναι λοιπόν απαραίτητο τα αριστερά κόμματα να μην αποτελούν απλώς έναν μηχανισμό με καλύτερα συνθήματα ή ομορφότερες καμπάνιες. Πρέπει να διαμορφώνουν ένα πρόγραμμα πραγματικά εναλλακτικό για το παρόν, που θα συνοδεύεται από θεσμικές τομές και θα συνοδεύει την κοινωνία στην πορεία προς την αλλαγή της. Αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται μέσα από επίπονες δημοκρατικές και συλλογικές διαδικασίες. Αν αφεθεί στις τύχες κάποιου κογκλαβίου ή μια ομάδας τεχνοκρατών, τότε θα είναι αποτυχημένο, τόσο για το ίδιο το κόμμα όσο και για την κοινωνία. Το παράδειγμα του ύστερου ΠΑΣΟΚ είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά.
Προέχει λοιπόν ο καθορισμός του κοινωνικού πεδίου που θέλει η Αριστερά να εκφράσει (όχι αόριστα «την κοινωνία» ή «τον κόσμο») και έπειτα η διαμόρφωση του αναγκαίου προγράμματος.
Σε όλες αυτές τις συζητήσεις ελλοχεύει πάντως και ένας πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος, που μπορεί να ρίξει στα βράχια οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα. Είναι ο κίνδυνος της λαθεμένης ανάγνωσης του ίδιου του κοινωνικού πεδίου.
Μπήκαμε αισίως στην τέταρτη δεκαετία από την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η Αριστερά παλεύει ακόμα να διαβάσει αποτελεσματικά τις κοινωνικές κινήσεις, που, με τα τεχνολογικά άλματα στη βιομηχανία και την επικοινωνία, έχουν γίνει τόσο ραγδαίες που και οι επιστήμονες αδυνατούν να τις συλλάβουν επαρκώς. Με άλλα λόγια, είναι ίδια η κοινωνική διαστρωμάτωση της Ελλάδας και οι ανάγκες των στρωμάτων σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του 2010; Έχει μείνει απαράλλακτη η αλυσίδα παραγωγής, τοπικά και παγκοσμίως; Υπάρχουν ακόμα τα ίδια ρήγματα στον κοινωνικό ιστό; Έχουν τους ίδιους στόχους οι εργάτες με τους διανοούμενους; Έχει μείνει αναλλοίωτη η ενασχόληση με την πολιτική, τον συνδικαλισμό, τα σωματεία, τους συλλόγους, τη γειτονιά;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι αρνητικές. Και υπάρχουν ακόμα πολλά αντίστοιχα ερωτήματα, που ενισχύουν την αλήθεια: Τα πολιτικά προτάγματα μπορεί να παραμένουν ισχυρά, αλλά το νέο κοινωνικό και οικονομικό σώμα απαιτεί νέες αναλύσεις, νέες επεξεργασίες και νέα πολιτικά προγράμματα.
Δεν επαρκεί, φυσικά, μόνο ο προγραμματικός λόγος. Η δράση, η εξάσκηση στο πεδίο του πραγματικού και καθημερινού, αποτελεί κρίσιμη στιγμή στην πορεία ενός κόμματος. Πώς θα δράσει όμως ένα κόμμα όταν δεν γνωρίζει πού βρίσκονται οι προνομιακοί του τόποι; Πώς θα μιλήσει στους συνομιλητές του όταν δεν γνωρίζει ποιοι είναι; Η σχέση και η αλληλεξάρτηση της θεωρίας με τη δράση είναι διαρκής και πανίσχυρη. Και μέσα στις ριζικά διαφορετικές συνθήκες άσκησης πολιτικής, η δράση είναι ατελέσφορη και αναποτελεσματική εάν νομίζουμε πως υπάρχει γενικώς κάποια «κοινωνία» που περιμένει να ακούσει. Ή εάν πιστεύουμε ότι κάποιοι γνωρίζουν επακριβώς πώς θα της μιλήσουμε.
Για να το πούμε πιο απλά: Μια ομάδα για να νικήσει πρέπει να μάθει να διαβάζει το γήπεδο, να φτιάχνει πλάνο και να μάθει να ανταλλάσσει μπαλιές. Γι’ αυτό να φροντίσουμε και να πάψουμε να κάνουμε τους προπονητές που κάθονται στην εξέδρα.