ΤΑ ΜΠΛΟΚΙΑ

Ειδήσεις και αναλύσεις από τη Λέσβο και την Ελλάδα με αριστερή ματιά!

Αλληλεγγύη Δεύτερο Θέμα

«Στα καμπ πεθαίνουν σαν κομμάτι κρέας»

 

Η συγκλονιστική μαρτυρία του Αφγανού δημοσιογράφου Αζάντ Χαμίντι που ένιωσε βαθιά στην Ελλάδα τον ρατσισμό του κράτους και μερικών πολιτών

«Επέζησα από τον πόλεμο, έχω περάσει βασανιστήρια φεύγοντας από τη χώρα μου, έχω δει ανθρώπους να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια μου. Αυτά που είδα όμως στην Ελλάδα ήταν ακόμη χειρότερα». Οσα αφηγείται στο Documento ο Αφγανός δημοσιογράφος Αζάντ Χαμίντι είναι συγκλονιστικά. Κυνηγημένος από την κυβέρνηση του Αφγανιστάν για άρθρα που είχε γράψει, κατόρθωσε έπειτα από πολλές αποτυχημένες απόπειρες να φτάσει στην Ελλάδα. Η ζωή του απειλήθηκε αρκετές φορές. Στην Ελλάδα όμως δεν βρήκε την Ιθάκη που αναζητούσε, παρά δέχτηκε ρατσιστικές συμπεριφορές που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει με την οικογένειά του τη χώρα μας και να πάει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μέχρι και σήμερα φοβόταν να μιλήσει για όσα του έχουν συμβεί επειδή δεν αισθανόταν ασφαλής. Η φωτιά στη Μόρια όμως και το δράμα που βιώνουν περίπου 13.000 άνθρωποι τον έκαναν να σπάσει τη σιωπή του.

«Το πρόβλημα ήταν το χρώμα του δέρματός μας»

Ο Αζάντ έφτασε το 2016 στη Χίο και ύστερα από δύο μέρες «πήγα στην Αθήνα, όπου και αιτήθηκα άσυλο –το έλαβα το 2018– επειδή ήθελα να μείνω στην Ελλάδα. Τέσσερις μήνες μετά ξεκίνησα να εργάζομαι για ανθρωπιστικές οργανώσεις και τα τελευταία τέσσερα χρόνια εργάστηκα για τους πρόσφυγες». Το όνομα του Αζάντ ήρθε στο προσκήνιο τον περασμένο Φεβρουάριο όταν η Βρετανίδα σύζυγός του –γεννήθηκε στο Ιράν και μεγάλωσε στο Ηνωμένο Βασίλειο– κατήγγειλε παρενόχληση από αστυνομικούς στο λιμάνι της Λέσβου, ενώ βρισκόταν μαζί με τον άντρα της και το ενάμισι έτους παιδί τους.

«Εφτασα στο λιμάνι της Λέσβου τον Φεβρουάριο του 2020» διηγείται ο Αζάντ. «Είχα δουλέψει για κάποιους μήνες στη Χίο για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Ασυλο [ΕΥΥΑ], η οποία μου ζήτησε να δουλέψω στη Λέσβο. Με το που κατεβήκαμε από το καράβι η αστυνομία σταμάτησε εμένα, τη γυναίκα μου και το παιδί μας, παρότι είχαμε μαζί μας τα απαραίτητα έγγραφα. Χωρίς να μας ρωτήσουν τίποτε, μας έστειλαν σε ένα πλήθος σκουρόχρωμων ανθρώπων. Γινόταν φυλετικός έλεγχος. Εφεραν αστυνομικά σκυλιά να μας ελέγξουν για ναρκωτικά. Δεν βρήκαν τίποτε. Επειτα μας πήγαν σε ένα κοντέινερ και έψαξαν και τις 14 τσάντες που κουβαλούσαμε. Εβγαλαν τα εσώρουχα της συζύγου μου από την τσάντα και γέλαγαν με αυτά. Η γυναίκα μου μέσα στο κοντέινερ θήλαζε και τρεις τέσσερις αστυνομικοί που βρίσκονταν εκεί –νομίζω ήταν της Δίωξης Ναρκωτικών– κοιτούσαν τα στήθη της και την κορόιδευαν. Δεν ήμουν σε θέση εκείνη τη στιγμή, αλλά πραγματικά ήθελα να τους πάω σε δικαστήριο για σεξουαλική παρενόχληση σε βάρος της γυναίκας μου. Ελεγξαν τα ρούχα του μωρού μου. Τα παιχνίδια του. Τις πάνες του. Η σύζυγός μου τους είπε να προσέχουν με τα παιχνίδια. Της είπαν να κλείσει το στόμα της αλλιώς θα τη στείλουν από κει που ήρθε».

«Ξέρουμε τι θα κάνουμε με εσάς»

«Φανταστείτε» αφηγείται ο Αζάντ στο Documento «ότι όλα αυτά έγιναν προτού μας ζητήσουν τα διαβατήρια. Το πρόβλημα ήταν το χρώμα του δέρματός μας. Βάσει του ευρωπαϊκού νόμου είναι έγκλημα να κάνεις φυλετικό έλεγχο και θα έκανα κάτι γι’ αυτό αλλά δεν ήμουν σε καλή κατάσταση εκείνη τη στιγμή. Η γυναίκα μου είναι Βρετανίδα πολίτης. Οταν όμως οι αστυνομικοί είδαν τα έγγραφά της τη ρωτούσαν από πού είναι. Τους απαντούσε ότι είναι Βρετανίδα και ρωτούσε αν αμφισβητούν τα έγγραφά της. Εκείνοι γελούσαν μαζί της και της έλεγαν ότι δεν μοιάζει με Βρετανίδα. Τη ρωτούσαν από πού είναι οι γονείς της, λες κι έχει σχέση αυτό με την υπηκοότητα. Δεν ήμασταν ανήλικοι, αλλά δύο ενήλικοι άνθρωποι».

Υστερα από μερικές μέρες «η γυναίκα μου δημοσιοποίησε το γεγονός στο Facebook, το αναδημοσίευσε και μια τοπική εφημερίδα, οπότε όλοι το έμαθαν. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοικιάζαμε ήρθε και μας ρώτησε γιατί το κάναμε αυτό. Υπάρχουν εκατοντάδες σχόλια κάτω από τη δημοσίευση της συζύγου μου στο Facebook που μας απειλούν και λένε μεταξύ τους να μας σκοτώσουν και να μας πετάξουν έξω από τη χώρα. Την ίδια μέρα δέχτηκα τηλεφωνήματα από τοπικούς αριθμούς. Ηταν ντόπιοι που μου έλεγαν “μην ανησυχείς, θα σε βρούμε εσένα και τη γυναίκα σου. Να πάτε πίσω στη χώρα σας και να κάνετε ό,τι θέλετε”. Μου είπαν να φύγουμε από τη Λέσβο γιατί ήξεραν τι θα κάνουν με εμένα και την οικογένειά μου. Την ίδια μέρα αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Λέσβο. Αφήσαμε περίπου 1.000 ευρώ στον ιδιοκτήτη, παραιτήθηκα από τη δουλειά μου και επιστρέψαμε στην Αθήνα. Εμεινα σιωπηλός περιμένοντας να φτάσει η βίζα μου –οικογενειακή– στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μόνος μου στόχος ήταν η ασφάλεια της οικογένειάς μου» υπογραμμίζει ο Αζάντ.

«Αφήστε τους να πεθάνουν, να φάνε ποντίκια»

Σχετικά με τη διαχείριση του προσφυγικού ο Αζάντ σημείωσε πως «γνωρίζουμε ότι υπάρχουν όρια και έλεγχοι από την ΕΕ, αλλά παράλληλα έχουν φτάσει πολλά χρήματα στην Ελλάδα. Ημουν μέλος σε πάρα πολλές ΜΚΟ και κυβερνητικές οργανώσεις, τα χρήματα όμως που λαμβάνουν και ξοδεύουν δεν κατευθύνονται προς τους πρόσφυγες. Επειδή ήμουν στην ΕΥΥΑ, πολύ μεγάλος αριθμός υπαλλήλων είναι ρατσιστές. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονταν σε αρκετές περιπτώσεις τις υποθέσεις ασύλου βασιζόταν στο χρώμα του δέρματος και στο πώς μοιάζει ο άνθρωπος. Αυτό αντίκειται στα ευρωπαϊκά πρότυπα».

Παράλληλα, ο Αζάντ στάθηκε στο γεγονός ότι «με αφορμή τη φωτιά στη Μόρια βλέπεις εκατοντάδες σχόλια που όλα λένε “αφήστε τους να πεθάνουν, να φάνε ποντίκια από τους δρόμους”». Από τον περασμένο Φεβρουάριο όμως «υπάρχει μεγάλος κίνδυνος και για τους εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις και για οποιονδήποτε σχετίζεται με την προσφυγική κοινότητα. Εχουν χτυπηθεί, τραυματιστεί άσχημα και χάσει τα υπάρχοντά τους εργαζόμενοι σε ΜΚΟ. Αστυνομικοί σταμάτησαν εργαζόμενους της ΕΥΥΑ που κατευθύνονταν στη Μόρια και τους χτύπησαν, λέγοντάς τους να φύγουν από τη Λέσβο γιατί το νησί δεν τους δέχεται. Μια άλλη φορά, ενώ κατευθυνόμασταν με συναδέλφους προς τη Μόρια με αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει, μας σταμάτησαν αστυνομικοί και ήλεγχαν επί μισή ώρα τα έγγραφά μας. Μας είπαν ότι εδώ δεν είναι η χώρα μας και ρωτούσαν αν ξέρουμε να οδηγούμε. Ολα αυτά σε φτάνουν σε σημείο που δεν σε αφήνει να προχωρήσεις».

«Κάποιος θα σου πει ότι είσαι σκουπίδι»

«Υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται έστω πόσο συνεισφέρουν οι χιλιάδες πρόσφυγες στην τοπική οικονομία, αφού ζουν μόνιμα εκεί και ξοδεύουν χρήματα. Προσπαθείς να κάνεις τόσα πολλά και στο τέλος της μέρας κάποιος θα σου πει ότι είσαι ακόμη σκουπίδι»

«Δεν κατηγορώ τους Ελληνες και την τοπική κοινότητα. Ημουν στην Ελλάδα το 2016 όταν ήταν ανοιχτά τα σύνορα, αλλά επέλεξα να μείνω επειδή από την πρώτη στιγμή είδα πόσο υπέροχοι είναι οι άνθρωποι. Υπάρχει μεγάλη πίεση προς τους Ελληνες. Αλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν αναλαμβάνουν αρκετές ευθύνες, παρά μόνο τώρα που κάηκε η Μόρια λένε ότι θα δεχτούν ανθρώπους από εκεί» σημειώνει ο Αζάντ και συνεχίζει: «Τον περασμένο Φεβρουάριο ο πληθυσμός στη Μόρια ανερχόταν σε περίπου 25.000, ήταν δηλαδή σχεδόν ισοπληθείς με τους κατοίκους. Φανταστείτε τι σημαίνει αυτό για τους ντόπιους, όταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια σχεδόν δεν είχαν δει πρόσφυγες. Οι λίγοι πρόσφυγες που έρχονταν έφευγαν από την Ελλάδα. Πλέον όμως ο κόσμος ξεμένει εκεί».

Οσο παραμένει αυτή η κατάσταση ο ρατσισμός διευρύνεται: «Πρόσφατα ήμουν σε νοσοκομείο της Αθήνας για ένα πρόβλημα υγείας του γιου μου. Ο υπεύθυνος υπάλληλος του νοσοκομείου για τη διανομή του φαγητού είπε ότι δεν θα δώσει φαγητό στο μωρό μου επειδή δεν πληρώνουμε φόρους. Κι ας πλήρωνα υψηλό φόρο επειδή είχα καλό μισθό εργαζόμενος ως freelancer. Προσπαθείς να κάνεις τόσα πολλά και στο τέλος της μέρας κάποιος θα σου πει ότι είσαι ακόμη σκουπίδι. Οταν έμπαινα σε σουπερμάρκετ στη Λέσβο οι εργαζόμενοι με ρωτούσαν από πού είμαι. Οταν τους απαντούσα “από το Αφγανιστάν” με ρωτούσαν αν έχω μαζί μου όπλα και αν μπορώ να φτιάξω βόμβες. Δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ρατσιστές. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που δεν αντιλαμβάνονται έστω πόσο συνεισφέρουν οι χιλιάδες πρόσφυγες στην τοπική οικονομία, αφού ζουν μόνιμα εκεί και ξοδεύουν χρήματα».

«Στην Ευρώπη πεθαίνεις κάθε μέρα»

Τα όσα περιγράφει ο Αζάντ για τη ζωή του θυμίζουν σενάριο ταινίας: «Στο Αφγανιστάν ήμουν πολιτικός ρεπόρτερ. Ημουν σε εξορία, κρυβόμουν από την κυβέρνηση για εννέα μήνες. Αιτία είναι άρθρα που είχα γράψει, τα οποία στρέφονταν εναντίον αμερικανικών αρχών που εμπλέκονταν σε δολοφονίες πολιτών στο Αφγανιστάν, αλλά και εναντίον της αφγανικής κυβέρνησης που το είχε επιτρέψει αυτό στις αμερικανικές αρχές. Το 2015 αποφάσισα να εγκαταλείψω τη χώρα. Πήγα στο Πακιστάν, από εκεί στο Ιράν, όπου και με συνέλαβαν επειδή μετακινούμουν παράνομα. Χρειάστηκε να κάνω τρεις φορές αυτό το ταξίδι για να καταφέρω να δραπετεύσω».

«Στον δρόμο είδα πτώματα. Κάθε δέκα μέτρα έβλεπες κόκαλα παιδιών και γυναικών, ζώα να τρώνε ένα κομμάτι ανθρώπου που είχε παρατηθεί για μήνες στον δρόμο» αφηγείται ο Αζάντ και συμπληρώνει: «Προσπαθήσαμε τέσσερις φορές να έρθουμε στην Ελλάδα από την Τουρκία. Μια φορά χαθήκαμε στη θάλασσα για τέσσερις ώρες. Μια γυναίκα και ο 19χρονος γιος της πνίγηκαν όταν μπήκε νερό στη βάρκα. Στον δρόμο από το Πακιστάν προς το Ιράν ένας άνθρωπος κατέρρευσε και έπεσε από το φορτηγό στο οποίο επιβαίναμε. Ο οδηγός δεν σταμάτησε καν. Οποιον δεν μπορεί να προχωρήσει απλώς τον αφήνουν, γι’ αυτό υπάρχουν τόσα πτώματα στον δρόμο. Υπήρχαν άνθρωποι που έκλεβαν τα χρήματα και τα υπάρχοντά μας. Αιχμαλωτίστηκα για έντεκα μέρες από τέτοιους ανθρώπους στο Πακιστάν. Με βασάνισαν. Προσπάθησαν να κόψουν το αυτί και τα δάχτυλά μου».

Και στην Ελλάδα όμως «άνθρωποι πεθαίνουν στα καμπ χωρίς καμία ελπίδα, χωρίς κανένα μέλλον. Χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς τιμή. Πεθαίνουν σαν ένα κομμάτι κρέας. Είναι απλώς αριθμοί και όχι άνθρωποι που έχουν υποφέρει. Εχοντας όλες αυτές τις εμπειρίες και φτάνοντας στην Ελλάδα, την Ευρώπη, το μέρος όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, και βλέπεις όσα γίνονται, μετανιώνεις που ήρθες. Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν άξιζε. Προτιμάς να πεθάνεις στη χώρα σου από το να έρθεις εδώ. Στο Αφγανιστάν μπορεί να βγεις στον δρόμο και να σε πυροβολήσουν ή να ανατιναχθείς από κάποια έκρηξη. Στην Ευρώπη όμως πεθαίνεις κάθε μέρα. Δεν υπάρχει άνθρωπος με τον οποίο έχω μιλήσει και έχει περάσει τα ίδια με εμένα που να μην είπε ότι θα προτιμούσε να πεθάνει στο ταξίδι. Στην Ελλάδα μένουν εγκλωβισμένοι σε αυτή την κατάσταση. Η ψυχή σου, οι ελπίδες σου, τα πάντα πεθαίνουν».