Στις παλιές φοιτητικές συνελεύσεις, η στεντόρεια κραυγή «επί της διαδικασίας!» προανήγγειλε σχοινοτενή επιχειρηματολογία επί του πλαισίου της συζήτησης. Υποκρυπτόταν η αυταπάτη πως με την εκπόνηση ακριβοδίκαιων διαδικασιών θα διασφαλιζόταν η ανάδειξη της ορθής άποψης. Έχοντας η επίκληση του ιερού αυτού δικαιώματος χαρακτήρα veto, η πρόοδος των διαδικασιών διακοπτόταν.
Συχνά ο ισχυρισμός διαφωνιών για δήθεν παραβιάσεις θεμελιωδών κανόνων της συζήτησης ήταν προσχηματικός και αποσκοπούσε απλώς στην καθυστέρηση. Άλλες πάλι φορές η διαδικαστική πρόταση υπέκρυπτε πονηρή διάθεση παραχάραξης της βούλησης της πλειοψηφίας, με την διαβόητη μέθοδο του καπελώματος.
Μπορούσες λοιπόν να συναντήσεις μελλοντικούς μηχανικούς ή γιατρούς να επιχειρηματολογούν επί των τύπων με εμβρίθεια νομομαθούς, γιατί πίσω από το ποια διαδικασία θα επιλεγόταν μάλλον πίστευαν ότι κρυβόταν μια μυστηριώδης δύναμη που θα έκρινε την τελική έκβαση της ταξικής πάλης.
Ωραία ήτανε! Αλλά φυσικά δεν ήταν έτσι. Υπήρξαν και διάφορα ευφυολογήματα που σε αντιδιαστολή με τις διαδικαστικές υπερβολές τόνιζαν την σημασία της ουσίας όπως το περίφημο: η ουσία είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία.
Η σκληρή αλήθεια ήταν πως με τις μεθοδεύσεις αυτές, στις οποίες πολλοί έγιναν εξπέρ, ούτε η ανεύρεση της αληθείας διασφαλιζόταν ούτε όμως και το αντίθετο. Καμία διαδικασία δεν την εμπόδισε επί μακρόν να αναδειχθεί. Γι’ αυτό κι η ταξική πάλη συνεχίστηκε παγερά αδιάφορη για τις διαδικαστικές ευρεσιτεχνίες που έτειναν να την στρέψουν προς την μία ή την άλλη πλευρά.
Σήμερα
Η χώρα σταματά να μιλά για την πανδημία μόνο και μόνο για να σχολιάσει το πως θα εκλέγονται τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ! Φαίνεται ότι υποτροπίασε η μετεφηβική πεποίθηση για την μαγική δύναμη που κρύβει η επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας.
Το κουΐζ δείχνει να έχει πρωτοφανές ενδιαφέρον δεδομένου ότι ακόμη και τα φιλοκυβερνητικά μέσα διακόπτουν τους ύμνους προς τον Μωυσή για να σχολιάσουν το ζήτημα των ημερών, απ’ ευθείας από την βάση ή δια αντιπροσώπων; Καλοσύνη τους να πασχίζουν τόσο για την ευημερία του πολιτικού τους αντιπάλου!
Συμμερίζονται σου λέει την αγωνία μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει με την νέα διαδικασία κόμμα αρχηγικό κι ο κ Τσίπρας εξελιχθεί σε νέο Ανδρέα Παπανδρέου, στον οποίο το ΠΑΣΟΚ θεωρείτο ότι όφειλε τα πάντα. Όχι και τα πάντα, γιατί ναι μεν πιτσιρικάδες αριστερούς πήρε κι εκείνος και τους έκανε υπουργούς αλλά εκείνοι είχαν και κάτι μπουντρούμια της Χούντας να επιδείξουν στο ατελές κατά τ’ άλλα βιογραφικό τους. Η σύγκριση λοιπόν είναι άδικη.
Ας μπω όμως στον κόπο όσων υποστηρίζουν ότι το χειρότερο που μπορεί να τους συμβεί είναι η πιθανή μετατροπή σε ένα κόμμα αρχηγικό. Από που κι ως που οι κλειστές διαδικασίες, η εκπροσώπηση δια αντιπροσώπων και η δημιουργία απόμακρων κι απρόσιτων οργάνων διασφαλίζει από την διολίσθηση στον αρχηγισμό;
Τέτοιες διαδικασίες ουδόλως εμπόδισαν την ανάπτυξη ακραίας προσωπολατρίας κι όχι μόνο στον καιρό του Στάλιν και του Ζαχαριάδη αλλά και στον Τσαουσέσκου που οι πλείστοι τον προλάβαμε.(εκτελέστηκε ανήμερα Χριστούγεννα του 1989). Μάλλον πρόκειται για στοιχειώδες βήμα εκσυγχρονισμού και προσαρμογής στον καιρό του διαδικτύου.
Το επιχείρημα ότι έτσι θα μπει στο παιγνίδι η μεταβλητή αναγνωρισιμότητα, υπαινίσσεται την απειλή ότι ένας τρίτος ισχυρός, τύπου Μπερλουσκόνι (ΜΜΕ, ΤV, μπάλα, πολιτική) θα αποκτούσε περιθώρια επιρροής και παρέμβασης στα ενδοκομματικά. Θα ήταν σημαντικό να εξετάσουμε αν οι φορείς αυτής της άποψης αποφεύγουν τους Μπερλουσκόνι όπως ο διάβολος το λιβάνι ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο.
Τέλος το επιχείρημα της αποπροσωποποίησης των εκλεγομένων υπονοεί ότι θα εκλέγονται τηλεπερσόνες, όπως στην Ευρωβουλή κι όχι αθόρυβοι αγωνιστές Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι τα φραξιονιστικά σκονάκια διακρίνονται για την ροπή τους προς αθόρυβους αγωνιστές, πάλι εκκρεμεί η απόδειξη του γιατί τα μέλη θα επιλέγουν τηλεπερσόνες.
Δεν μιλάμε για έξι εκατομμύρια ετερογενείς ψηφοφόρους (Ευρωβουλή) αλλά για λιγότερους από τους κατοίκους μιας διεδρικής περιφέρειας όπως η Χίος. Αυτό το επιχείρημα θα έστεκε αν μιλάγαμε για τους Δημοκρατικούς ή τους Ρεπουμπλικάνους των ΗΠΑ των 32 εκατομμυρίων κι όχι για ένα μικρό χωριό όπως είναι η Ελλάδα.
Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία
Υπάρχουν ουσιώδη ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν ένθεν κακείθεν: Στέκει να μιλάς για επικίνδυνη κυβέρνηση στα νοσοκομεία, στα σούπερ μάρκετ και πάνω από όλα στο Αιγαίο και ταυτοχρόνως να προτάσσεις τις διαδικασίες «καθαρών»; Η στάση αυτή διακωμωδεί εμπράκτως το κατεπείγον της διάσωσης.
Για να καταστεί ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, πράγμα που έθεσε ο κ Τσίπρας ως πολιτική και ηθική προϋπόθεση προοδευτικής συνεργασίας, πρέπει να απευθυνθεί προς σύμπασα την δημοκρατική παράταξη. Όσοι το θεωρούν κακό, προτιμώντας άλλες καθαρότερες λύσεις, το θεωρούν τουλάχιστον αναγκαίο κακό ή κακό σκέτο;
Η «δολοφονία» της διεύρυνσης σχετίζεται με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να επωφεληθεί από την κυβερνητική φθορά. Η άπωση έως έξωση στους εκ του ΠΑΣΟΚ προσερχόμενους τροφοδότησε ‘νοσταλγικές’ τάσεις. Στην πραγματικότητα κατέστησε ένα εγχείρημα που θα έπρεπε να είναι τάξης Ιωάννη Ζίγδη μια δυνητική απειλή. Αυτό αναδεικνύει κατ’ επέκταση ως πιθανή εναλλακτική το σενάριο του τεχνοκράτη-πρωθυπουργού. Αυτό, άραγε, αποκλείεται ομόθυμα;
Η χρονική συγκυρία της μετατροπής της επόμενης, δυνητικά προεκλογικής, περιόδου σε περίοδο μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε κόμμα ευρύτατης βάσης συνάδει ή απάδει των πολιτικών αναγκών της μάχης ανατροπής;
Πως φεύγοντας από ξεπερασμένα και φοβικά σχήματα λειτουργίας θα φθάσει κανείς σε ένα ρωμαλέο κόμμα με σαφή φυσιογνωμία και ταξικές αναφορές, τροφοδοτούμενο από τα συνδικάτα και την Κοινωνία των πολιτών κι όχι σε κάποιο θλιβερό ανάτυπο του ανώδυνου κι αδρανούς μαζικού ΠΑΣΟΚ της μετά Ανδρέα περιόδου, αυτού που γέννησε θρυλικούς γραφειοκράτες;