Τα επαναστατικά “Νέα Ελληνικά Γράμματα”, κόντρα στην οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, την άγνοια και τη δεισιδαιμονία που συστηματικά αυτή καλλιεργεί (μέρος δεύτερο)
Αυτές τις μέρες, η οργανωμένη θρησκευτική εξουσία, πίστη στο μίσος για κάθε τι ανθρώπινο, για κάθε απόλαυση, κυρίως όμως γνωστή από τα μισογυνικά κηρύγματά των εκπροσώπων της ανά τους αιώνες, ξέρασε από τον άμβωνά της ότι πιο αναχρονιστικό. Τη γνώμη της για το τι θα κάνει μια γυναίκα με το σώμα της… Λες και οι γυναίκες της τη ζητήσανε. Λες και τις αφορά. Νομίζει ότι ο άνθρωπος θα παραμείνει για πάντα το ποίμνιο της. Πρόβατο που φοβάται να ξεστρατίσει και τον φοβίζει με κάθε είδους προκαταλήψεις, απειλές και φόβο. Κυρίως φόβο. Γιατί αν φοβάσαι το θεό (με μικρό θήτα πάντα), θα φοβάσαι πάντα και τον ισχυρό και το αφεντικό. Κι έτσι θα διαιωνίζει την εξουσία της και τα άρρηκτα συμφέροντα της με αυτούς. Τα Νέα Ελληνικά Γράμματα είχαν όμως την τιμή να πολεμήσουν όλες αυτές προκαταλήψεις και μάλιστα σε καιρούς πολύ πιο δύσκολους από τους σημερινούς. Τα δύο εκτενή κείμενα που παρουσιάζονται σε δύο μέρη, κατά τη γνώμη μου αξίζουν να διαβαστούν. Για το ένα μάλιστα, το πρώτο, γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, από τον επαναστάτη, ελληνοδιδάσκαλο, δημοτικιστή και από τους πρώτους σοσιαλιστές που καλλιέργησε το κοινωνικό μυθιστόρημα, συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου «Ο κόκκινος τράγος», Κώστα Παρορίτη, υπήρξε τιμωρία επειδή εξέδωσε τόμον διηγημάτων, εν οις παρουσιάζει πρόσωπα εκ της κατωτέρας κοινωνικής ιεραρχίας προερχόμενα, ως αδικούμενα. Το δεύτερο και πιο μικρό σε έκταση που παρουσιάζεται σήμερα, μας αποκαλύπτει πως με τη γνώση κάθε είδους δεισιδαιμονίες, φόβοι και προκαταλήψεις θα τσακιστούν και οι κατεργάρηδες θα πάρουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει. Στο περιθώριο της μαύρης ιστορίας του πλανήτη για να θριαμβεύσει ο άνθρωπος και η δύναμη του πάνω σε κάθε μεταφυσική καταπίεση και ανοησία…
Το όνειρο του Δημήτρη
Ένα βράδυ μια τέτοιας αποκριάς, ο πατέρας του Δημήτρη ήταν ανήσυχος και νευρικός και έφυγε από το αποκριάτικο πανηγύρι. Του είχαν κλέψει το αλέτρι, πριν δύο μέρες απ’ το χωράφι. Έμαθε ποιος το είχε πάρει και τη βραδιά αυτή τον συνάντησε και μάλωσε μαζί του, γιατί αρνήθηκε πως έκλεψε το αλέτρι. Ψίθυροι σε βάρος του πατέρα λέγονταν εδώ και κει απ’ τους συγχωριανούς του που κακολογούσε τον πιο πλούσιο κτηματία του χωριού για κλέφτη. Ήταν οι μέρες της σποράς, ο χρόνος πολύτιμος, κι ο πατέρας ήταν βέβαιος πως ο κλέφτης ήταν αυτός που είχε στο μυαλό του. Το άλλο βράδυ τόλμησε να βγάλει την αλήθεια στην επιφάνεια. Βρήκε το αλέτρι κρυμμένο μέσα στην αχυρώνα του καλού αφέντη του χωριού και δικαιώθηκε η επιμονή του ότι ο κλέφτης ήταν πράγματι ο πιο ευκατάστατος κτηματίας.
Δεμένοι οι φτωχότεροι του χωριού με υποχρεώσεις προς τον κλέφτη, τον κατέκριναν σιωπηρά, αλλά ήταν απρόθυμοι να τον κατηγορήσουν φανερά. Έτσι ο πατέρας δε βρήκε μάρτυρες για να παρουσιάσει στο δικαστήριο κι απέσυρε τη μήνυση προτού γίνει η δίκη.
Στο Δημήτρη ένα επίμονο ερώτημα φύτρωσε από μέσα του. Ο καλός Σαμαρείτης τη χωριού, ήταν ο πιο πλούσιος κτηματίας, όμως έκλεβε για να φτιάξει περισσότερα. Μήπως αυτός ο τρόπος είναι να κάνει ο καθένας περιουσία και να περνά καλύτερα; Η περιορισμένη τότε παιδική του σκέψη δεν έβρισκε τη σωστή απάντηση. […]
Έτσι αποφάσισε ο Δημήτρης να “βοηθήσει” τον πατέρα. Από πολλές μέρες έλεγε ο πατέρας πως οι τριχιές -σαμαρόσκοινα- που έχει είναι παλιές και δεν έχει λεφτά ν’ αγοράσει καινούριες. Είχε ο δει ο Δημήτρης έξω στα χωράφια καινούριες τριχιές κουλουριασμένες πάνω στα σαμάρια των ζώων που είχαν οι συγχωριανοί. Σκέφτηκε να τις πάρει και να τις φέρει στον πατέρα για να μην αγοράσει και δώσει χρήματα. Έντεκα χρονών τότε ο Δημήτρης. Ξάπλωσε στην πλαγιά του χωραφιού πάνω σε καλαμιές μέχρι να νυχτώσει και να πάρει τις τριχιές. Άρχισε να βραδιάζει και τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό. Όμως κοιμήθηκε κι είδε ένα παράξενο όνειρο.
Βρισκόταν σ’ μια ακροποταμιά. Ολοπράσινες οι πλευρές απ’ το ποτάμι και πολύ θολά τα νερά του. Κοίταξε στην απέναντι πλευρά και ξαφνικά σ’ ένα φωτοστέφανο με πολύ φως φάνηκε ο Χριστός. Βουβός ο Δημήτρης και καθώς επίμονα κοιτούσε, άκουσε τ’ όνομα του: “Δημήτρη έλα κοντά μου” […] Γονάτισε ο Δημήτρης και χωρίς να μπορεί να βγάλει λέξη, του ‘γνεψε για να δει το βαθύ θολό ποτάμι, πως είναι δύσκολο να περάσει στην απέναντι πλευρά. […] “Πιο εύκολα το ποτάμι θα περάσεις παρά το δρόμο της κλεψιάς που την τιμή της φαμέλιας σκοπεύεις για να χάσεις.” Χάθηκε το φως μαζί με τον Χριστό κι ο Δημήτρης ξύπνησε τρομαγμένος.
Γρήγορα-γρήγορα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Ένας παράξενος φόβος τον είχε πιάσει και μονολογούσε το Πάτερ ημών.
Κόντευε μεσάνυχτα κι οι γονείς του τον ζητούσαν κι ανησυχούσαν. Ο Δημήτρης δεν έλειψε ποτέ βράδυ από το σπίτι μόνος του. Ήταν ο καλός μαθητής στο δημοτικό σχολείο, βοηθός του ψάλτη στο δεξιό στασίδι της εκκλησίας. […]
Δειλά και τρομαγμένος ο Δημήτρης πήγε στο σπίτι. Οι γονείς πότε με το καλό πότε με φοβέρα τον ρωτούσαν να μάθουν τι συνέβη. […]
Την άλλη μέρα που ο πατέρας και ο παππούς έλειπαν, η γιαγιά έμαθε απ’ το Δημήτρη τι σκεπτόταν να κλέψει, και πόσο τον βασάνισε το όνειρο εκείνο. Τον αγκάλιασε στοργικά και με κάποιο χαμόγελο αλλά και με σταθερά λόγια που ήταν το πιστεύω της, είπε στο Δημήτρη.
– Με τη σκέψη σου εκείνη θα έκανες μια καλή πράξη, μια πολύ καλή πράξη. Ευτυχώς που ο καλός Χριστούλης σε έφερε στον ίδιο δρόμο. […]
Όμως ο Δημήτρης δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εξήγηση που έδωσε στο όνειρο του η γιαγιά. Ένιωθε μέσα του ένα ανεξήγητο κενό, μια απροσδιόριστη ανησυχία.
Έφυγε από κοντά της χωρίς να κάνει άλλες ερωτήσεις, βιαστικός, λες και τον φώναξε κάποια συμμαθητής του. Βγήκε στην αυλή και αφού έφερε δύο γύρους στον κορμό της μεγάλης μηλιάς κλώτσησε με ορμή ένα δύο μήλα που είχαν πέσει μόνα τους από το δέντρο. […]
Ένα χτύπημα στο κεφάλι του τον ξάφνιασε. Απ’ τη μηλιά έπεσε ένα μήλο κι έβαλε στόχο αναπάντεχο τον Δημήτρη. Απαρατήρητη στεκόταν η γιαγιά του έξω απ’ το κατώφλι του σπιτιού και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του Δημήτρη ύστερα απ’ ότι είχαν πει προηγουμένως. Είδε το μήλο που χτύπησε τον Δημήτρη και δεν έχασε την ευκαιρία να του θυμίσει ότι ” ο καλός Χριστούλης τον τιμώρησε για δεύτερη φορά”.
Αναστατωμένος ο Δημήτρης απ’ τα λόγια της γιαγιάς, έτρεξε κι έπιασε το μήλο που είχε πέσει στο κεφάλι του κι αφού το κοίταξε για λίγο καθώς το γύρισε στα δάχτυλά του το πέταξε ορμητικά στον κορμό της ελιάς. Το μήλο έσκασε σε δύο κομμάτια που κύλησαν εκεί στον ίσκιο του δέντρου. Έπιασε γιατρικά τα κομμάτια του μήλου, τα περιεργάστηκε κι έτρεξε κοντά στη γιαγιά του με μεγάλη πεποίθηση για τον εαυτό του και με μάτια που έλαμπαν από κάποια αποκάλυψη.
– Το σκουλήκι έκοψε το μήλο γιαγιά. Το σκουλήκι έφαγε τα σωθικά του κι έπεσε πρόωρα απ’ το δέντρο. Ήταν σύμπτωση να βρεθώ στο σημείο εκείνο που ο νόμος της βαρύτητας όριζε να πέσει το μήλο. Αυτά τα έμαθα στο σχολείο μου απ’ το σακάκι και τα βιβλία. Δεν θέλω, γιαγιά να ξανακούσω φοβέρες με το Χριστό, με δράκους και παραμύθια.
– Καλά παιδί μου, καλά, μη χολοσκάς. Δεν είπα και κανένα κακό, ίσως να ‘χεις δίκιο, απάντησε με χαμόγελο, αλλά και κάποια ανησυχία η γιαγιά του και πέρασε μέσα απ’ το κατώφλι του σπιτιού για να μη δώσει συνέχεια με τον εγγονό της.
Η επιμονή της γιαγιάς του για δεύτερη φορά στη θρησκευτική φοβία, ήταν για τον Δημήτρη το πρώτο ερέθισμα για να ψάχνει σε σωστότερες λύσεις, από τις λύσεις που τόσο αυθόρμητα του έλεγε η καλόκαρδη εκείνη γερόντισσα.
Αργότερα έμαθε πως τα σκουλήκια μ’ ανθρώπινη μορφή κάνουν πλύση εγκεφάλου σ’ ανθρώπους αφελείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και το υποσεινηδητό τους, τα ονειρά τους, να βασανίζονται απ’ την ιδέα της οργανωμένης θρησκευτικής μαφίας και να ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος στην εκμετάλλευση και στην επικράτηση του κατεστημένου.
[Το απόσπασμα από το κεφάλαιο με τίτλο “Το όνειρο του Δημήτρη” είναι από το εξαιρετικό βιβλίο του Δημήτρη Ρήττα “Στα χρόνια της θύελλας”.
Πίνακας του Φρανσίσκο Γκογια: Ο Κρόνος καταβροχθίζει τον γιο του
Διαβάστε ακόμα: