Σάμος – Κουσάντασι, Χίος – Τσεσμές, Μυτιλήνη – Αϊβαλί. Μερικά μίλια χωρίζουν αυτούς τους τόπους. Κάποτε, σε χρόνους μακρινούς, ήταν ενωμένα τα νησιά με την απέναντι στεριά. Στη θέση της θάλασσας υπήρχε γης, δέντρα, ζώα, πουλιά και άνθρωποι. Άγνωστοι σε εμάς, των χρόνων πριν αρχίσει ο άνθρωπος να γράφει ιστορία στον πηλό, στο μάρμαρο, στο χαρτί. Τότε που η περιοχή ανήκε σε όλους, αλλά και σε κανέναν.
Πέρασαν χρόνοι, μετακινήθηκαν φύλλα από δύση κι από ανατολή. Έσκαψαν τη γης, ψάρεψαν στη θάλασσα, έζησαν ειρηνικά, αλλά και εχθρικά. Κατά περιόδους κάποιοι διαφέντεψαν, σήκωσαν κάστρα, πύργους, αρχοντικά και φτωχικά σπίτια, ναούς των πρώτων θεών, εκκλησίες, τεμένη. Διαδοχικές καλύψεις ορίζουν τον κύριό τους, τον έγραψαν τα βιβλία, διδάχτηκε στα σχολειά, έγινε θρύλος, μύθος, ιστορία. Και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Τα νερά ανάμεσα στα στενά δεν ησυχάζουν, δεν τα αφήνουν οι άνθρωποι. Τριήρεις, δρόμωνες, φρεγάτες, καΐκια, εμπορικά κι επιβατηγά πλοία μεταφέρουν ανθρώπους, ζωντανά, γεννήματα, αγαθά. Μερικές φορές οι άνθρωποι έχουν μέσα τους πόνο, που προξένησαν άλλοι συνάνθρωποί τους· καλύτερα να πούμε αυτοί που διαφεντεύουν τους ανθρώπους. Άσχετο αν έχουν στο προσκεφάλι τους τον Χριστό ή τον Αλλάχ στη ζωή τους υπάρχει μόχθος, αγώνας για το αύριο.
Είτε είναι ενωμένα, είτε χωρισμένα ανάμεσα στα κράτη, τα νερά της θάλασσας, οι άνθρωποι συναντώνται· ανταλλάσουν, πωλούν αγαθά, δουλεύουν από εδώ και από κει, όπου υπάρχει ανάγκη. Άλλοτε περιορίζονται οι κινήσεις. Βγαίνουν τότε πειρατές, κοντραμπατζήδες και κάνουν αυτή τη δουλειά. Μετά έρχονται τα πλοία του πολέμου, στις μέρες μας ερευνητικά, πλοία με γεωτρύπανα. Πάνω απ’ όλα και όλους κάθε μέρα βγαίνει ο ήλιος. Όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα κι ανατέλλει ο ήλιος τι είναι; Έλληνας ή Τούρκος; Όσο κι αν χωρίζεται το νερό πάνω στον χάρτη, δικό μου – δικό σου, τόσο ενώνεται κι ενώνει τους ανθρώπους. Κι αν τα έγκατα της γης βρυχηθούν, ε! τότες δεν υπάρχει σύνορο. Το κακό περνά τα κύματα, χτυπά στα νησιά, στην ασιατική γης και πολλαπλασιάζονται το κακό κι ο πόνος.
Το μπουγάζι της Μυκάλης στην Σάμο είναι τόσο στενό που το περνά η φωνή ενός πετεινού, είναι στενό για να σταματήσει τον πόνο στον ένα τόπο, στη μια μεριά του Αιγαίου. Οι αλλόφρονες, της κάθε εποχής, κάνουν πως δεν το γνωρίζουν. Κάτι που το γνωρίζουν τα ψάρια της θάλασσας, τα πουλιά του ουρανού κι οι καθημερινοί άνθρωποι.