Τούτη η γλωσσολογική μελέτη του φίλου και συμμαθητή μου Γιώργου Αλβανού, έρχεται να συμπληρώσει, ισότιμα θα έλεγα, τα όσα έχουν γραφεί κι από άλλους μελετητές του γλωσσικού μας ιδιώματος. Ο, Γιώργος Αλβανός, με την διακρίνουσα αυτόν σοβαρότητα και με όπλο του, τη βαθειά γνώση του αντικειμένου που πραγματεύεται, ξεκινώντας από το χωριό του τα Βασιλικά, αγκαλιάζει ολόκληρο το νησί, δίνοντας μας με πληρότητα την ιδιωματική του γραφή, ώστε να μπορούμε όχι μονάχα να μιλάμε αλλά και να γράφουμε, χωρίς να νοθεύουμε το σπάνιο ιδίωμα μας.
Η λεσβιακή διάλεκτος ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία νεοελληνικών γλωσσικών ιδιωμάτων, τα οποία στη Γλωσσολογία ονομάζονται βόρεια νεοελληνικά ιδιώματα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα γλωσσικά ιδιώματα της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας ,της Μακεδονίας ,της Θράκης και της Ηπείρου , ορισμένων νησιών του Αιγαίου( Λέσβου, Σάμου , Λήμνου, Τενέδου κ.ά. ) και των βορειοδυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα οποία εγκαταστάθηκαν άποικοι από τη Λέσβο από τις αρχές του 17ου αιώνα. H λεσβιακή διάλεκτος έχει δεχτεί σημαντικές επιδράσεις από τις γλώσσες με τις οποίες ήλθε σε επαφή, δηλαδή την ιταλική (γενοβέζικα) και τουρκική , αλλά περιέχει και πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, τα οποία δε συναντούμε στην κοινή νεοελληνική . Οι κυριότερες παραλλαγές της λεσβιακής διαλέκτου είναι τα ιδιώματα της Ανατολικής Λέσβου, του Πλωμαρίου, της Αγιάσου, της Βόρειας και Δυτικής Λέσβου.O πατέρας της λεσβιακής λαογραφίας Σπυρίδων Αναγνώστου διακρίνει στα « Λεσβιακά » του (Αθήνα 1903) επτά επιμέρους γλωσσικά ιδιώματα στο νησί: 1) της Μυτιλήνης 2) του Πλωμαρίου, Πολιχνίτου , Αγιάσου 3) του Μανταμάδου 4) της Κάπης και Κλειούς 5) της Συκαμινιάς και του Μολύβου 6) του χωριού «Γέλια» και 7) της Αγίας Παρασκευής και Καλλονής.
Το γλωσσικό ιδίωμα των Βασιλικών – Μερικά γενικά χαρακτηριστικά
Το γλωσσικό ιδίωμα των Βασιλικών συγγενεύει περισσότερο με το γλωσσικό ιδίωμα της Αγιάσου, αν και παρουσιάζει αρκετές διαφορές από αυτό .Ελάχιστες είναι οι διαφορές του από το γλωσσικό ιδίωμα των πολύ γειτονικών χωριών Λισβορίου, Πολιχνίτου και Βρίσας. Μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του γλωσσικού ιδιώματος των
Βασιλικών, που συναντιούνται εξάλλου και στα γλωσσικά ιδιώματα των περισσότερων χωριών του νησιού , είναι τα εξής:
. Άρθρα : Τα άρθρα είναι δύο : το – η – για τα αρσενικά και τα θηλυκά και το
– του – για τα ουδέτερα : η μπάρμπας, η θεια, του μουρό. Όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν, το άρθρο – η – προφέρεται με συνίζηση ως – γη – : γηαληπού, γηουρανός, γηίστσιους, γηέξυπνους. Σπανιότερα για τα αρσενικά χρησιμοποιείται και το άρθρο – ου – : ου χασάπ’ς, ου Δημήτρ’ς, ου τσιουμπάν’ς
.Υποκοριστικά: Χρησιμοποιούνται πολύ συχνά υποκοριστικά με τις καταλήξεις:
– ελ’: κουπηλδέλ’ , αρνέλ’ ,κατσκαδέλ’, χουρταρέλ’
-ούδ’: κουπηλούδ’, μαμούδ’ , γλιγούδ΄ , λαγούδ’
-ούδα: κουπηλούδα, γιαγιούδα, πηληκούδα, κουτσκούδα
-αρ’ : κουπηλάρ’, αξ’νάρ’ , μ’στάρ’ ( μαστάρι-ο), β’νάρ’( βουνάρι-ο )
-ί (-ιον): τσιντρί, γλαστρί, στρατί, δρουμί
. Αρχαιοελληνικά συντακτικά φαινόμενα και γραμματικοί τύποι, που δε χρησιμοποιούνται σήμερα :
– Στο γ΄πληθυντικό πρόσωπο του ενεργητικού Ενεστώτα Οριστικής αντί της κατάληξης – ουν χρησιμοποιείται η κατάληξη – ουσι, όταν ακολουθούν αδύνατοι τύποι προσωπικών αντωνυμιών ( με ,σε, μας , σας κτλ. ), π.χ.: λέγουσί μας ( μας λένε ), φέρνουσί του ( το φέρνουν ), δένουσί την ( την δένουν) : « πιάνουσι την αληπού τσι δένουσί την ’πα στου δέντρου…».
– Στο γ΄πληθυντικό πρόσωπο του Παρατατικού και του Αορίστου ενεργητικής φωνής αντί της κατάληξης – αν γίνεται χρήση της κατάληξης -ασι, π.χ.: λέγασί του ( έλεγαν αυτό, το έλεγαν) , είπασί μας του ( μας το είπαν, είπαν σε μας αυτό), , φέρασί μη ( μου ) του ( μου το έφεραν ), δείξασί μη (μου) του (μου το έδειξαν) :
« φέρασι τα κλημμένα τσι δείξασί μη τα …».
– Χρησιμοποιούνται τύποι του Αορίστου ρημάτων σε – μι της αρχαίας ελληνικής , όπως δώκα του , αφήκα του , θήκα (θέκα) του , θές του , δός (δό) μη του .
. Πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις: ουρνός (ερινεός), όρθα (όρνις, όρνιθα), πλατσιέντα (πλακούς), αμπασιά(έμβασις), απ’κάζου ( απεικάζω), αγιόστου (άγε ως το), παγιαύλ’ (πλαγίαυλος), σκόλ’ (σχολή) , ανηραγίδα (νηρηίδα).
. Πλήθος αρχαιοελληνικά κύρια ονόματα, π.χ. : Μηλπομέν’, Πουληξέν’, Βρυδίτσ’ (Ευρυδίκη), Κληγόν’ (Κλεονίκη), Παρθηνόπ’(Παρθενόπη) , Βλουτίγια (Ευγλωττία), Δυσσεύς (Οδυσσεύς), Χαρέλ’ (Χαρίλαος), Βρυβιγιάδης (Ευρυβιάδης), Αριστάρχ’ς ( Αρίσταρχος ),Τέρπαντρους ( Τέρπανδρος), Μιστουκλής ( Θεμιστοκλής) .
. Πολλές λέξεις τουρκικής προέλευσης, π.χ. : αβτζής (avci = κυνηγάρικος), ταϊφάς ( tayfa = ομάδα εργατών | τριών), βαζγηστίζου (vazgectim = αγανακτώ, δεν αντέχω άλλο), γιαπράτσ’ ( yaprak = ντολμάς), τσιαρσί ( carsi =αγορά).
.Πολλά ρήματα σε -ίζω ,-λαντίζω από τούρκικα ρήματα (και ιδίως από τον αόριστο σε -im ) π.χ.: κασιανίζου ( kasagilamak) , αβλαντίζου (avlamak) , καρσιλαντίζου (karşılamak) , σηβνταλαντίζου(sevdalanmak) , παρτσιαλαντίζου (parcalamak), ζουρλαντίζω (zorlamak), καπλαντίζου (kaplamak), καραλαντίζου (kararlamak).
. Οι προσωπικές αντωνυμίες ως υποκείμενα ή αντικείμενα τοποθετούνται μετά το ρήμα, π.χ. : είπα τσι ’γω, ξέρ’ς συ , μάθη του , ξέγραψή τουν , θήκα του (το έθεσα) , θες του (προστ.αορ. του τίθημι)..
. Στις κτητικές αντωνυμίες ( μου) και (του ) μετά την αποβολή του άτονου ( ου ) αναπτύσσεται ένα – υ – : η πατέρας υμ , η κόρ’ υμ, η γιος υτ, του σπίτ’ υτ ( Στο γειτονικό Λισβόρι το τελικό – ς – μπροστά στο υμ και υτ προφέρεται ζ, π.χ. πατέραζυμ , αδηρφόζυτ) .
. Tσιτακισμός : Ta ουρανικά – κ – ,- γκ – και – γγ – προφέρονται ως – τσ – ή τζ παχύ, όταν ακολουθεί φθόγγος – ι – (ι, η,υ,ει,οι ) ή – ε – , π.χ.: κατσίζου < κακίζω, τσήπους< κήπους , τσείτουμι < κείτομαι, τσηρί < κερί , τσιρός < καιρός , ατζίστρ’< αγκίστρι , ατζηλουμάτ’ς <αγγελομμάτης .
. Προτακτικό -α- : Συχνά – και μάλιστα όταν έχει προηγηθεί συγκοπή φωνήεντος και δεν είναι εύκολη η συνεκφορά συνεχόμενων συμφώνων -εμφανίζεται στην αρχή των λέξεων ένα προτακτικό – α – , π.χ. : α-λ’γαριά< λ’γαριά< λυγαριά, α-ρ’βίθια,<ρ’βίθια < ρεβίθια, α-βδέλα< βδέλα α-γκαρίζου < γκαρίζω . Σε άλλες περιπτώσεις το προτακτικό -α- αντικαθιστά άλλο αρχικό φωνήεν, π.χ. : ακκλησιά < εκκλησία, ατζίζου< εγγίζω, αλόρτους < ολόρθος , αψ’λός < ψ’λός < υψηλός, α-πουμουν’κός < υπουμουν’κός < υπομονετικός , ακόν’σμα < εικόνισμα.
. Ευφωνικά σύμφωνα :
Ανάπτυξη ευφωνικού – γ – (ή γι) :
– για αποφυγή χασμωδίας ανάμεσα σε δυο συνεχόμενα φωνήεντα: γριγιά< γριά, αγέρας < αέρας , χρείγια < χρεία, ακούγου < ακούω
– μπροστά στα άρθρα-η- και – οι – : γη άθρηπους , γοι αθρώπ’ , γη αληπού, γοι αληπούδης
– μπροστά στις καταλήξεις των ρημάτων σε –εύω , -αύω,- βω : xαζεύγου < xαζεύω, αναπαύγουμι < αναπαύομαι , σκάβγου< σκάβω, θάβγου < θάβω
Ανάπτυξη ευφωνικού – ν-
– Για την αποφυγή χασμωδίας έχουμε ανάπτυξη ενός ευφωνικού < ν > ανάμεσα σε γειτονικά φωνήεντα, π.χ. θα -ν- απουθάνου, άμα -ν-έρτου, θα – ν- ουρκιστώ , θα – ν – ανηβώ
. Ανάπτυξη φθόγγου j ( γι)
Το – ζ – μπροστά στην κατάληξη -εις των ρημάτων σε – ζω – μετά την αποβολή του φθόγγου -ι- ( ει) προφέρεται ως γ(ι) ,π.χ. : διαβάζ-εις > διαβάζ’ς > διαβάγ(ι)’ς , φουνάζεις > φουνάζ’ς > φουνάγ(ι)’ς , θηρίζεις > θηρίζ’ς > θηρίγ’ς .Το ίδιο γίνεται και στις καταλήξεις των ονομάτων σε – ζης (και – σης) μετά την αποβολή του -η-, π.χ. : καπουσούγ(ι)’ς < καπουσούζ’ς < καπουσούζης, Θανάγ(ι)’ς < Θανάσ’ς < Θανάσης , δηρβίγ(ι)’ς < δηρβίσ’ς < δερβίσης.
. Συγκοπή : Πολύ συχνή είναι η αποβολή ενός φωνήεντος ή και ολόκληρων συλλαβών ανάμεσα σε δυο σύμφωνα,π.χ. : β’νό < βουνό , αξ’πόλ’τους < ξυπόλυτος, αξ’τιάτ’κους < αυγουστιάτικος, Κληγόν’< Κλεονίκη.
. Ανομοίωση: Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο αποφεύγονται δύο όμοιοι ή συγγενείς στην προφορά φθόγγοι σε δυο διαδοχικές συλλαβές είτε με την αποβολή του ενός φθόγγου ( π.χ. αλκατζούρια < καλκατζούρια ) είτε με τη μετατροπή του σε άλλο συγγενικό ( π.χ. πούβητα < πούπητα < πούπετα ,
αγλήγουρους < γρήγορος) .
. Αντιμετάθεση : φαινόμενο κατά το οποίο δύο φθόγγοι ή δύο συλλαβές αλλάζουν αμοιβαία θέση μέσα στην ίδια λέξη, π.χ. : βούρλο – βρούλο, αλ’μανάρ’ς – αναμαλιάρ’ς , καράφλα – φαλάκρα
. Συμφυρμός : η παραγωγή ενός ανάμεικτου γλωσσικού στοιχείου από δύο ομοειδή, π.χ. : διαλουμητρώ < διαλέγω + μετρώ ,σκαρφαλώνω < σκαλώνω + καρφώνω, ζαβλακουμένους < ζαβ-ός + βλακ-ωμένος.
. Υβρίδιο : λέξη που σχηματίζεται από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών: κούρτσαφλου ( τουρκ. kuru = ξηρός + ελλην.τσόφλι ), γκαζοτενεκές ( γαλ. gaz = πετρέλαιο + τουρκ. teneke = λευκοσίδηρος = δοχείο από φτηνή λαμαρίνα) , χαμπαρουλόγους ( τουρκ. haber =είδηση + λόγος).
. Αντιδάνειο: λέξη η οποία, αφού εισαχθεί σε κάποια άλλη γλώσσα, επιστρέφει αλλοιωμένη στη γλώσσα από την οποία προήλθε : τίλιο< ιταλ. tiglio< λατιν. tilia < αρχ. ελλην. πτελέα , μπάνιο < ιταλ. bagno < λατιν. balneum< αρχ. ελλην. βαλανείον, κόρδα < λατ. chorda < ελλ.δωρ. χορδά(χορδή).
. Τονισμός : Τα αρσενικά ονόματα σε – ος στην ονομαστική του πληθυντικού κατεβάζουν τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα π.χ. : γοι πουλέμ(οι) (ο πόλεμος) , γοι αγγέλ(οι) (ο άγγελος) , γοι απουστόλ’(οι) (ο απόστολος) και από την παραλήγουσα στη λήγουσα, π.χ. : γοι καπητανιοί (ο καπετάνιος ), γοι πηληκανοί(ο πελεκάνος ) , γοι τσουμπανοί ( ο τσομπάνος ) . Ο τόνος κατεβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. : κλιγόνταν < κλαίγονταν , βληπόνταν < βλέπονταν, ουπότη < όποτε , αλλότη< άλλοτε, κρυγιός< κρύος, κρηγιάς < κρέας, Οβραίος < Βρηγιός
. Μεταβολές φωνηέντων
Δυο γενικοί κανόνες είναι οι ακόλουθοι :
.Το άτονο – ε – ( ε, αι ) προφέρεται -ι- : γηρός, φουβηρός, πηρνώ. Το τονιζόμενο προφέρεται κανονικά : γέρους , φλουγέρα , παίρνου, χλαίν’
Το άτονο – ο – (ο, ω) προφέρεται – ου : άφουβους, αντίδουρου πηρίδρουμους , χουράφ’ .Το τονιζόμενο προφέρεται κανονικά: φόβους, δώρου, δρόμους, χώρα
.Το άτονο – ι – ( η, ι, υ , ει ,οι ) και – ου – , όταν δεν τονίζονται συγκόπτονται: ξ’νό (ξινό), π’δώ (πηδώ) , π’νώ (πεινώ), αυλότ’χους (αυλότοιχος), κ’δούν’ (κουδούνι), κ’νιώ (κουνώ) .Όταν τονίζονται, διατηρούνται : τσήπους (κήπος) ,κρίνους (κρίνος ), καλύβ’(καλύβι), πείνα, τοίχους, σβούρα, κλούρ’
Ειδικότερα :
Το άτονο – α – στα σύνθετα με την πρόθεση ανά τρέπεται συχνά σε – ι -, π.χ.: ανηχαράζου < αναχαράζου , ανημασιώ < αναμασώ , ανηγηλώ < αναγελώ , ανηβρουχιά < αναβροχιά
Το άτονο – ε – στην αρχή των λέξεων συνήθως αποβάλλεται ( π.χ. νιάμηρα < εννιάμερα, λεύτηρους < ελεύθερος, βδουμάδα < εβδομάδα) ή τρέπεται σε – η – ( ηχτρός< εχθρός , ηφτά < εφτά, ηλιά < ελιά) ή τρέπεται σε – α- ( π.χ. ατζίζου < εγγίζω , αγγουνός < εγγονός , άξπαντα < έξαφνα). Στο μέσο της λέξης τρέπεται σε – η – ( γηρός < γερός, παράμηρα < παράμερα, ξηχνώ < ξεχνώ ).Το τονιζόμενο – ε – ποτέ δεν αποβάλλεται (έμαθη, έργου, φουβέρα, μαχαίρα). Το – ε – της συλλαβικής αύξησης των ρημάτων παραμένει μόνον όταν τονίζεται ( έγραψα, έτρηχα, έσκαβγα, θέρ’σα , πλάκουσα , κάρφουνα). Μερικά ρήματα έχουν έναν τύπο με αύξηση και έναν χωρίς αύξηση, π.χ. : έφαγαν – φάγαν, έκαναν- κάναν, έμαθαν – μάθαν , έπιασης – πιάσης, έκατσης – κάτσης, έδουσης – δώτσης).
Ο άτονος φθόγγος – ι – ( ι ,η ,υ, ει ,οι ) γενικά αποβάλλεται , π.χ.: γ’νάτ’ < γινάτι, μ’νιάτ’κου < μηνιάτικο, μ’τζήθρα < μυτζήθρα, π’νώ < πεινώ, τ’χάρ’ < τοιχάρ’(ιο).
Ειδικότερα :
Το άτονο – η – αποβάλλεται στις καταλήξεις των βαρύτονων αρσενικών που λήγουν σε –ης και θηλυκών που λήγουν σε –η ,π.χ.: η κλέφτ΄ς, τουν κλέφτ’, η βρύσ’ , τ’ βρύσ’ . Αποβάλλεται επίσης και στα άρθρα ( και στις προσωπικές αντωνυμίες ) της, την, π.χ. : τ’ς νύχτας ,τ’ν ώρα, τ’ς έδουσα, τ’ν είδα. . Το άτονο – η – στο μέσο των λέξεων όταν προέρχεται από τροπή του – ε – , δεν αποβάλλεται, π.χ. : σηντόν’< σεντόνι ,έβληπα <έβλεπα , καλόγηρους< καλόγερος.
Το άτονο – ι – αποβάλλεται στο τέλος των ουδετέρων και στο άρθρο ( και αντωνυμία ) τις , π.χ. : τραγούδ’ , ρόδ’, τ’ς ώρης , τ’ς μέρης . Το – ι- δεν αποβάλλεται, όταν τονίζεται, π.χ. : κρίνου < κρίνω , λίγους < λίγος , δίχους < δίχως .
Το άτονο – ο – , όπως προαναφέρθηκε, κατά κανόνα αποβάλλεται. Πολλές φορές ,όμως, τρέπεται σε – ου – , π.χ.: βουγή < βοή, τσουμπάν’ς < τσομπάνης, έμπουρους < έμπορος, πουλημώ < πολεμώ , πουνιώ< πονώ .Έτσι τα αρσενικά βαρύτονα σε -ος και τα ουδέτερα σε -ο λήγουν, αντίστοιχα, σε –ους και σε – ου , π. χ. : η δρόμους, η πόλημους, του μήλου, του μαγιόξ’λου.
Το άτονο – ου – στην κατάληξη –ουν των ρημάτων τρέπεται σε – ι – , π.χ. : παίζιν < παίζουν, βλέπιν < βλέπουν, τρώγιν < τρώγουν. Στο μέσο των λέξεων συχνά αποβάλλεται ( π.χ. β’νό < βουνό, κ΄μπάρους < κουμπάρος, δ’λεύγου< δουλεύω, κ’βανιώ < κουβαλώ), αλλά και μερικές φορές διατηρείται( π.χ. κουκούτσ’, τουλούμ’, φουνάζου , λουρίδα, κουβέρτα ).
Το άτονο – υ – πολλές φορές αποβάλλεται ( π.χ. : σ’νάζου, ζ’γούρ’, ζ’μώνου), αλλά και μερικές διατηρείται( π.χ. μυρουδ’κό, ξυπνητήρ’, τυρόγαλου ) .
Το άτονο – ω – τρέπεται σε – ου – ( π.χ. : δουρίζου < δωρίζω , χουρίζου < χωρίζω, ρουτώ < ρωτώ, πητάλουμα < πετάλωμα, σήκουμα < σήκωμα). Το τονιζόμενο – ω – διατηρείται( π.χ. χώμα, καμώματα, καρφώνου, αγαπώ, τραγ’δώ ) .
Το άτονο – οι – στην κατάληξη των ονομάτων αποβάλλεται ( π.χ. οι πουλέμ’, γοι αθρώπ’ , οι ξέν’ ) . Αποβάλλεται επίσης στο μέσο των λέξεων (π.χ. αυλότ’χους < αυλότοιχος ,Παράτσ’λα < Παράκοιλα).
. Προφορά, αλλοίωση και αποβολή συμφώνων
Το – β – μερικές φορές προφέρεται – δ – , π.χ. : δλέπου < βλέπω, δγιουλί < βιολί, διάζουμι < βιάζομαι , διασύν’< βιασύνη
Το – γ – προφέρεται ως j ( γι ), όπως στη λέξη γιαλός, στο τέλος ( π.χ. καλάγ’ , μπόγ’ , φ’λάγ’ μαζεύγ’ , παίγ’ς ) ή και στο μέσο των λέξεων, όταν μετά από αυτό έχει αποκοπεί άτονος φθόγγος – ι – ( ι,ει ,υ, η, οι ),( π.χ. γ’τουνιό, γ’ναίτσια )
Το – δ – στην αρχή του αρνητικού μορίου δε(ν) αποκόπτεται, π.χ. : ε ξέρου, εν είδα, ε βλέπου , εν είμι . Στην κτητική αντωνυμία δικός – ή – ό τρέπεται σε – θ – : θ’κός υμ , θ’τσή μ’, θ’κό μ’.
Το – κ – μπροστά στους φθόγγους ε (αι), ι (η, ει, οι ) ή και μπροστά σε σύμφωνο μετά την συγκοπή των φθόγγων αυτών, τρέπεται σε – τσ- παχύ (τσιτακισμός),π.χ. : τσέρατου < κέρατο, τσηρός < καιρός, τσήπους < κήπους, τσείτουμι < κείτομαι, τσοίμ’σα < κοίμησα ,τσ’νώνου< κενώνω, κότσ’νους< κόκκινος, τσ’λιά < κοιλιά .
Το – λ – προφέρεται όπως στη λέξη λιακάδα : α) όταν μετά από αυτό έχει αποκοπεί άτονος φθόγγος – ι – ( ι – η – υ – οι – ει ), π.χ.: καλ’βώνου < καλιβ(γ)ώνω, πασάλ’μα < πασάλειμμα, αλ’γαριά < λυγαριά, β) στις καταλήξεις των υποκοριστικών σε – έλ’ ,π.χ. : μουρέλ’ <μωρέλι , π’λέλ’ < πουλάκι ,αρνέλ’< αρνάκι γ) στις καταλήξεις πολλών ρημάτων που λήγουν σε – λώ ,π.χ.: λαλιώ < λαλώ, π’λιώ< πουλώ, πλαλιώ < πιλαλώ . Όταν όμως το – ι – προέρχεται από τροπή ενός άτονου – ε – ή – αι – σε -ι- , τότε το – λ – προφέρεται κανονικά π.χ. ληγάμηνους < λεγάμενος, ληπρός < λεπρός, λιμαριά < λαιμαριά. Το – λ – προφέρεται κανονικά, όταν ακολουθεί φθόγγος α, ο, ου, π.χ.: λαγός , λόγους, λουλούδ’.
Το – ν – προφέρεται όπως στη συλλαβή -νια – όταν ακολουθεί φθόγγος -ι- ( ι, η, υ, ει, οι ) και όταν ακόμα αυτός έχει αποκοπεί ,π.χ. :κανιά, πουνηρός, δαν’κά< δανεικά ,ξάν’μα < ξάνοιγμα , ξέν’ < ξένοι ,παγαίν’ < πηγαίνει, παγαίν’ς< πηγαίνεις . To ίδιο και στις καταλήξεις ρημάτων σε – νώ, π.χ.: κουπανιώ < κοπανώ, πουνιώ < πονώ , κ’νιώ < κ’νώ < κουνώ . Όταν ακολουθεί φθόγγος -ι- , που προήλθε από τροπή άτονου -ε- , προφέρεται κανονικά, π.χ.: ανηραγίδα < νεράιδα, φανηρός < φανερός ,νηροφίδα’< νεροφίδα. Το –ν- των λέξεων να , αν και δεν αποβάλλεται : α πάρου μια πέτρα, α μπουρείς, πάρη , δε θα πάρου .
Το – σ – μπροστά στα φωνήεντα α, ε, ο, ω, ου προφέρεται κανονικά, π.χ.: σαλάτα, σέλα, σόι, σώμα, σούπα. Προφέρεται παχιά ως ch μπροστά στον φθόγγο -ι- ( ι, η, υ , ει ,οι ), ακόμα και όταν ο άτονος φθόγγος -ι- αποκόπτεται και ακολουθεί σύμφωνο μ, ν, λ, χ π.χ. : κασίδα, σήμηρα, σύγκρυγιου, σεισμός , σ’μάδ’< σημάδι, σ’νουριέμι < συνερίζομαι, βασ’λεύγου < βασιλεύω, σ’χαμένους < σιχαμένος. Όταν το -ι- προέρχεται από τροπή άτονου – ε – ,τότε προφέρεται κανονικά , π.χ. : σηρμαγιά < σερμαγιά , σηργιάν’ < σεργιάνι. Παχιά προφέρεται το – σ- και στα επιρρήματα με πρώτο συνθετικό το – ίσια – (’σια), π.χ.: σιάδουνα, σιάφνα ,σιαπάνου , σιακάτου, σιαπέρa.
Το -σ- της πρόθεσης συν, όταν ακολουθούν τα σύμφωνα κ, π, τ , β, γ, δ προφέρεται παχύ – ζ – , π.χ. : ζκουλλιέμι < συν + κολλιέμαι (κολλώ), ζπηθηριάζου < συν + πεθερός, ζτιριάζου < συν + ταιριάζω , ζβάζου < συν + βάζω, ζγάφτου < συν+γ+άπτω ( χτυπώ, δέρνω) : « α ση ζγάψου μια, α χάγ’ς τα πασκάλια σ’!») ζδαυλίζου < συν + δαυλίζω ( φέρνω κοντά τους δαυλούς της φωτιάς )
Tο – ζ – μπροστά στα φωνήεντα α, ο, ω, η (από έκταση του ε) και στο ου προφέρεται κανονικά, π.χ.: ζαγάρ’ , ζηματώ, ζο (ζώο), ζών’ (ζώνη), ζουμπούλ’. Μπροστά σε σύμφωνο και στα φωνήεντα η, υ το – ζ – προφέρεται παχύ ακόμα και όταν τα άτονα η, υ έχουν αποκοπεί. ,π.χ. : ζημιά, ζύμ’, ζ’τιανιά , ζ’βάζου, ζ’γούρ’ . Στο ρήμα -ζω- το – ζ – προφέρεται παχιά ,ενώ στο ζο (ζώο) κανονικά .
Το διπλό γράμμα – ξ – (κσ) προφέρεται κανονικά (κσ) , όταν ακολουθεί φωνήεν α, ε, ο, ω π.χ.: ξανοίγου, ξέρου, ξόδηψα, ξώπητσα.Το – ξ -προφέρεται παχύ (κσι), όταν ακολουθεί – ι – ή – υ – ( κι όταν ακόμα αυτό έχει αποκοπεί και ακολουθεί σύμφωνο) , π.χ.: ξίδ’ , ξυρίζου, ξ’νίλα , ξ’λιάζου .
Το διπλό γράμμα – ψ – (πσ) μπροστά στα φωνήεντα α,ε,ο (ω) προφέρεται κανονικά ως – πσ – : ψάλτ’ς, ψέλνου, ψόφιους, ψώρα. Κανονικά προφέρεται και μπροστά στο – η – , όταν αυτό προέρχεται από άτονο -ε – π.χ.: αψηγάδιαστους ,απόψη ( απόψε). Μπροστά σε φθόγγγο – ι – ( ι, η υ , οι , ει) προφέρεται παχιά ακόμα και όταν το – ι – έχει αποκοπεί, π.χ. : ψίχα, ψήφους, ψύλλους , ψείρα, ψ’λά < ψιλά, αψ’λός < υψηλός, ψ’χή < ψυχή.
Τα συμπλέγματα < μπ >, < ντ >, < γκ >, < γγ > προφέρονται κανονικά ( b ,d , g) , π.χ. : αμπασιά, αντάρα , αγκάθι, αγγόνι . Σε μερικές λέξεις, κυρίως λόγιας ή ξενικής προέλευσης, προφέρονται έρρινα , π.χ. : καμπάνα ,κάμπια , μαντολίνο, μαντείο, αγκώνας, άγγελος. Σε άλλες λέξεις ,ξενικής προέλευσης, προφέρονται ως δύο ξεχωριστά σύμφωνα και όχι ως ένα δίψηφο σύμφωνο, π.χ. καν-τάδα (βεν. cantada ) τζάμ-πα ( τουρκ.caba ), κομ-πόστα (ιταλ.composta ), πον-τάρω ( ιταλ. pontare ) .
Στο σύμπλεγμα – τσ – έχουμε παχιά προφορά του – σ – όταν ακολουθεί -ι-, π.χ.: τσιρόν’, πατσιαβούρα , χαλατσιά. Παχιά προφορά του – τσ – έχουμε επίσης και σε λέξεις τουρκικής προέλευσης ( π.χ. τσαρντάκ’ < τουρκ.cardak, τσατάλ’ < τουρκ. catal, πατσά < τουρκ. paca ) ή σε λέξεις που το – τσ- προέρχεται από τσιτακισμό, π.χ. αυλάτσ’ < αυλάκι , κατσίζου < κακίζω, τσυδών’ < κυδώνι .