Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι χάνονται πολλές δεκάδες ανθρώπινων ζωών καθημερινά σε ένα υπό κατάρρευση σύστημα υγείας. Είναι επίσης (επιστημονικά αποδεδειγμένα πλέον) γεγονός ότι ένα όχι αμελητέο ποσοστό των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους μπορεί να σώζονταν εάν υπήρχε επάρκεια σε ΜΕΘ και αντίστοιχο υγειονομικό προσωπικό.
Εχει σημασία να τονίζουμε τον αντικειμενικό χαρακτήρα του παραπάνω γεγονότος που δεν θα (έπρεπε να) επιδέχεται καμία πολιτική ή άλλη ερμηνευτική κρίση. Αντιθέτως, το μοναδικό στοιχείο γύρω από το οποίο εν δυνάμει θα μπορούσε να υπάρχει πολιτική αντιπαράθεση είναι η πολιτική διαχείριση της παρούσας αντικειμενικής κατάστασης. Για ποιο λόγο, όμως, έχει σημασία να αποδεχθούμε και να επαναλαμβάνουμε τα σχεδόν προφανή;
Αυτό κατά τη γνώμη μου οφείλεται σε μια (φαινομενική) παραδοξότητα: όταν μια κατάσταση είναι πολύ ακραία με βάση τις μέχρι τότε εμπειρίες μας, συχνά τείνουμε να αντιδρούμε αρνούμενες/οι την πραγματικότητα αυτή. Μια τέτοια αντίδραση άρνησης είναι γνωστή στην ψυχολογία των θυμάτων ακραίας βίας και ευρύτερα τραυματικών γεγονότων.
Σε μια τέτοιου τύπου αντίδραση ποντάρει και το δόγμα του σοκ. Οπως στην Αργεντινή τη δεκαετία του 2000 και την Ελλάδα του 2010, έτσι και σήμερα βιώνουμε μια εφαρμογή του δόγματος του σοκ: οι κυρίαρχοι εφαρμόζουν μια πολιτική η οποία δεν βρίσκεται απλώς εκτός πλαισίου για την Αριστερά και τις δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και για την τεράστια πλειονότητα των πολιτών.
Η επιτυχία αυτής της πολιτικής, δηλαδή η μετακίνηση του σημείου ισορροπίας με ασυνεχή και απότομο τρόπο προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η κυριαρχία, εξαρτάται ακριβώς από την ακρότητα της θέσης τους: για να πετύχει το δόγμα του σοκ, το να είναι ακραίος ο πολιτικός στόχος δεν είναι ελάττωμα ή εμπόδιο, αλλά προτέρημα. Ετσι ως κοινωνία ενεργοποιούμε έναν μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα. Την αρνούμαστε, σε βαθμό μάλιστα που στρεφόμαστε όχι ενάντια στους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς της φρίκης, αλλά σε όσες/ους προσπαθούν να την αναδείξουν με σκοπό την ανατροπή της.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, μια σημαντική διαχωριστική, που αφορά το σύνολο των δημοκρατικών δυνάμεων. Είναι η κυβέρνηση μια δεξιά, ενδεχομένως ανίκανη, κυβέρνηση στην οποία «έτυχε η κακιά στιγμή στη βάρδια της» ή πρόκειται για μια Αλτ Ράιτ πολιτική δύναμη η οποία ασυνείδητα και συνειδητά συμβάλλει διά των πράξεων και των παραλείψεών της στο να υπάρχουνε περισσότερες ανθρώπινες (κόβιντ και μη) απώλειες;
Κλείνοντας, κάπως παράδοξα νομίζω πως οι ακριβείς λέξεις δεν έχουν και τόση σημασία. Αν θα πούμε την κυβέρνηση και τη Ν.Δ. «δολοφονική», «εγκληματική», «ένοχη» (για ποιο έγκλημα άραγε;) ή όπως αλλιώς ταιριάζει στην πολιτική αισθητική του καθενός. Αυτό που δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας είναι η πολιτική αισθητική, που θεωρούμε ότι θα έπρεπε να έχει η πολιτική αντιπαράθεση, να μας εμποδίζει από το να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Αλλωστε αν δεν πρόκειται για κατάσταση εξαίρεσης η σημερινή αλλά για «μια από τα ίδια», δεν υπάρχει και κανένας λόγος για τις κατώτερες τάξεις να αυξήσουν τις προσδοκίες τους, ούτε και για την ίδια την Αριστερά να εκπροσωπήσει κάτι το ριζικά διαφορετικό από το υπάρχον. Αυτή είναι η λογική που μας θέτει στο κάδρο μαζί με το σάπιο και κατεστραμμένο πολιτικό σύστημα, και όχι η χρήση εκφράσεων που τυμβωρυχικά και ευκαιριακά χρησιμοποίησε ο τωρινός πρωθυπουργός για να περιγράψει εντελώς ανόμοιες καταστάσεις.
Μπορεί το μέλλον να διαρκεί πολύ, η υπομονή των ανθρώπων που υποφέρουν όμως δεν είναι ανεξάντλητη. Και θα πρέπει διά των πράξεων και του λόγου μας να δείξουμε ότι σεβόμαστε τον πόνο και την αγανάκτηση των ανθρώπων για τους οποίους υπάρχει η Αριστερά και η ευρύτερα Δημοκρατική Παράταξη.