«Πού σε βρίσκω;» ρωτώ στο τηλέφωνο τον φίλο μου τον Βαγγέλη. «Είμαι στο κτήμα και ποτίζω την πατάτα». Μου εξηγεί γιατί φέτος θα πάει καλά η παραγωγή. «Φύτεψα σε ξεκούραστο χώμα, έριξα κοπριά από κότες, χωνεμένη και απολυμασμένη, ανακατωμένη με φύκια. Ετσι το χώμα θα είναι αφράτο και θα απλωθούν πολύ οι ρίζες». Νωρίτερα, μου λέει, μεταφέραμε τα μελίσσια να βοσκήσουν σε άγρια λεβάντα, μύρο ή αβαγιανός στην ντοπιολαλιά. Ακου να βοσκήσουν τα μελίσσια!
Τέτοιοι διάλογοι γίνονται όλο και συχνότερα τούτη την περίοδο. Γιατί πολλοί ασχολούνται με τη γη. «Είστε χομπίστες αγρότες», μου λέει ο γιος μου. Ετσι είναι· σε αρκετά μαγαζιά που πουλάνε αγροτικά και γεωργικά είδη η πελατεία δεν λείπει. Αγοράζουμε φιντάνια, δέντρα, εργαλεία· ανταλλάσσουμε πληροφορίες, εμπειρία, επίσης δανείζουμε και δανειζόμαστε εργαλεία. Εχουμε συντάξει έναν άγραφο κατάλογο εργαλείων και μηχανημάτων που έχει ο καθένας μας και αλληλοδανειζόμαστε αναλόγως την ανάγκη που έχουμε.
Κλαδεύουμε τις ελιές, λιανίζουμε τα κλαδιά και αποθηκεύουμε, από τώρα, ξύλα για τον ερχόμενο χειμώνα. Παράλληλα μπολιάζουμε αχλάδες (δηλαδή άγριες αχλαδιές) με μπόλια από παλιές ποικιλίες. Ηδη πέταξαν τα μάτια, όπου να ’ναι θα βγάλουν τα πρώτα φυλλαράκια. Τότε νιώθεις μια διαφορετική χαρά για το νέο που γεννιέται. Σφηνώνεις ένα νεκρό κλαδάκι, τόσο δα, σε μια τομή ενός δέντρου κι αυτό γίνεται νέο δέντρο. Το γενεσιουργό θαύμα κι η δύναμη της φύσης. Μαζί φυτεύεις και νέα δέντρα, κουβαλάς κοπριά και νερό στην πλάτη· γιατί δεν πηγαίνει δρόμος σ’ όλα τα κτήματα και χωράφια. Κι εκεί στο απομεσήμερο όταν καθίσεις σε μια πεζούλα κάτω από μια αιωνόβια ελιά κι απλώσεις το κολατσιό σε μια πετσέτα, ονειρεύεσαι το αύριο της γης. Τότε που θα κόβεις τους νέους καρπούς και φχαριστιέσαι από τώρα. Ετσι σου φεύγει ο κάματος, γιατί δεν είσαι και συνηθισμένος στις γεωργικές δουλειές, πάει καιρός από τότε που τα λιόδεντρα σε έβλεπαν συχνά μέσα στο χτήμα.
Σκέφτεσαι τον ιδρώτα που έχυσαν οι πρόγονοί μας για να έχουμε σήμερα πάνω από δέκα εκατομμύρια λιόδεντρα στο νησί μας, τη Λέσβο. Εφτιαξαν πεζούλες και σέτια σπάζοντας πέτρες· έφεραν χώμα, νερό, κοπριά με τα ζώα και την πλάτη τους. Μπόλιασαν τις αγριελιές και έτσι έχουμε τον λεσβιακό ελαιώνα. Που χαιρετά τον ουρανό, υποκλίνεται στον βοριά, χαίρεται τον ήλιο και κάνει τους ποιητές να τον υμνούν και τους ζωγράφους να απλώνουν την εικόνα του στον καμβά.
Ετσι ή αλλιώς πάντα θα γυρνάμε στη γη. Είτε από ανάγκη επιβίωσης, είτε από αγάπη στο γενεσιουργό χώμα, είτε ως «χομπίστες αγρότες». Είθε να υποκλινόμαστε στη γης και να θυμόμαστε ότι από κει προερχόμαστε.
Συγγραφέας, διδάκτωρ Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας