Στεκόταν στη γωνία έξω από το φούρνο. Χαριλάου Τρικούπη και Ερεσού. Γύρω στα εξήντα πέντε. Φορούσε τζιν και ένα μαύρο λεπτό μπουφανάκι. Μια σχολική τσάντα γεμάτη κρεμόταν στην πλάτη του. Το πρόσωπό του σχεδόν κρυμμένο από την άντι-κόβιντ μάσκα και έναν επίδεσμο στο μάτι. Και με το ένα μάτι του με κοίταξε με μια όμορφη αξιοπρέπεια δείχνοντάς μου δύο σκαλιστά καραβάκια που πουλούσε. Μπήκα στο φούρνο, ψώνισα, βγήκα, τον είδα ξανά εκεί. Ακίνητο. Έδειχνε την πραμάτεια του με τον ίδιο αξιοπρεπή τρόπο. Στα χέρια μου κάτι κριτσίνια και μια μπύρα… Πολυτέλεια… Ντράπηκα να τον κοιτάξω στα μάτια. Βούρκωσα. Πέρασα απέναντι. Ένα ταξί κόντεψε να με πατήσει. Το βλέμμα του διαρκώς στριφογύριζε στο μυαλό μου, σαν ο χρόνος να είχε παγώσει. Ποιος, που, γιατί… Η Κ. ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Της είπα κοίτα τον. Δες τον. Να πάρω ένα καραβάκι; Να πάρεις. Δεν μπορώ να δείξω ότι κάνω ελεημοσύνη. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι τα χρόνια του. Ντρέπομαι που έχω αυτή τη δυνατότητα. Κάνε το εσύ, της λέω. Όχι, πάμε μαζί. Περνάμε απέναντι. Μας βλέπει, με βλέπει. Αναθαρρεί. Δώσε. Πάρε. Όχι δώσε πάρε με τη χυδαία έννοια. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Το πρόσωπό μου σκοτείνιασε. Το πρόσωπο της Κ. δεν μπορούσα να το δω. Μας ευχαρίστησε τόσο γλυκά. Μη λες ευχαριστώ φίλε…
Μη λες ευχαριστώ φίλε. Σου χρωστάμε. Δεν μας χρωστάς. Σου χρωστάει η συνείδηση του κάθε ανθρώπου. Να υπάρχει μια γωνίτσα σε αυτήν που να του θυμίζει κάθε φορά που πέφτει η ματιά της σε αυτήν ότι είναι άνθρωπος. Όχι φιλάνθρωπος, αλλά άνθρωπος. Το καραβάκι σου αυτή τη στιγμή είναι σε μια γωνιά του σπιτιού. Και θα είναι πάντα εκεί να θυμίζει αυτή την ημέρα, αυτόν τον άνθρωπο με το γλυκό και αξιοπρεπές βλέμμα. Και τη θέλησή του να κερδίσει τόσο ταπεινά τη ζωή του…